Ο Πόντος έχει μακρά παράδοση στο φαγητό, καθώς από εκεί έχουν έρθει μερικά από τα νοστιμότερα πιάτα. Ο Πόντος έχει όμως και τη δική του διάλεκτο, οπότε τι γίνεται αν ενωθούν αυτά τα δύο; Οι λέξεις για τo φαγητό αλλάζουν και γίνονται και αυτές, όπως και το ίδιο ποντιακό.
Μπορούμε, λοιπόν, να γνωρίσουμε αυτές τις λέξεις, ξεκινώντας από τα γαλακτοκομικά:
Γαΐς: Αγελαδινό τυρί σε λωρίδες (γαΐς=ζώνη). Μοιάζει με τη μοτσαρέλα.
‘Θόγαλαν: Το ανθόγαλα, το λίπος που επιπλέει πάνω από το γάλα κατά τον βρασμό του.
Μιντζίν: Είδος μυζήθρας, από άπαχο γάλα. Το όνομά του, από το ρήμα μυζώ=αφυδατώνω, δηλώνει το είδος του τυριού.
Μιντζίν Φυτιλιάρ’: Μαδημένο σε φιτίλια και ανακατεμένο με αλμυρή μυζήθρα (Μιντζίν), που διατηρείται σε ξύλινο βαρέλι.
Ξύγαλαν ή ξυγαλένεν: Γιαούρτι αγελαδινό που φτιάχνεται με μαγιά (κόλλισμαν). Το όνομα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό οξύγαλον/οξύγαλα.
Παρχαροτύρι: Καπνιστό αγελαδινό τυρί με γλυκιά γεύση. Το όνομά του σημαίνει τυρί των ψηλών βουνών, του Παρχαριού.
Πασκιτάνιν ή πασκιτάν: Αποβουτυρωμένο κρεμώδες τυρί που παράγεται ύστερα από βράσιμο του ταν και χρησιμοποιείται για να καρυκεύει τις σούπες.
Σιφίδ’: Τουλουμίσιο νωπό τυρί ανακατεμένο με φρέσκια φέτα, πατημένο με πέτρα, όπως το κυκλαδίτικο πετρωτό, και αποξηραμένο στον αέρα.
Σουλγούν: Κυλινδρικού σχήματος αγελαδινό τυρί, αλμυρό, με αρκετά λιπαρά.
Ταν: Το υγρό υπόλοιπο του γιαουρτιού, μετά την αφαίρεση του λίπους (0-1% λιπαρά). Το ταν λέγεται και αριάν, δηλαδή ξινόγαλο.
Τζαχλαμάς: Το δροσερό ποτό που μοιάζει με αραιό γιαούρτι και πίνεται ως αναψυκτικό (αριάνι).
Τσ(ι)οκαλίκ’ ή Τσιοκαρμάς: Στο αποβουτυρωμένο υλιστόν προσθέτουν γιαούρτι και αφήνουν το μείγμα να στραγγίξει σε πάνινες σακούλες. Έπειτα το τοποθετούν σε πήλινο δοχείο, αναποδογυρισμένο. Το όνομά του δηλώνει το γιαούρτι σακούλας.
Τσορτάνια: Αγελαδινό τυρί, αρκετά αλμυρό, που παράγεται από το βράσιμο του ταν, το κάνουν σβόλους και το πλάθουν στο χέρι. Στη συνέχεια το αφήνουν να ωριμάσει στον αέρα για να ξεραθεί, ακουμπισμένο σε ξύλινες σανίδες (τσορτανοσάνιδον).
Τυρομιντζίν: Τυρί που παράγεται από αγελαδινό γάλα, ανακατεύεται με μια ποσότητα μιντζίν, βραστό νερό και γιαούρτι, πλάθεται και ωριμάζει σε πιθάρι, σκεπασμένο με αγελαδινό βούτυρο για να καταναλωθεί τους χειμερινούς μήνες.
Υλιστόν: Πολύ στραγγισμένο γιαούρτι, που παρασκευαζόταν παραδοσιακά σε πάνινες σακούλες. Το όνομά του προέρχεται από το υλίζω=διυλίζω.
Πηγή: hungrybeargreece