Στις 29 Ιουνίου 1917 στην πόλη Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) στα παράλια της Αζοφικής θάλασσας ξεκίνησε τις εργασίες του το Α’ Συνέδριο των Ελλήνων της Ρωσίας. Οι Έλληνες προσπαθούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις, που έλαβαν χώρα μετά την Αστική Επανάσταση του Φεβρουαρίου. Η Ρωσική Αυτοκρατορία, όπως και η δυναστεία των Ρωμανόφ, αποτελούσαν πια παρελθόν. Σχηματίστηκε μια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία ζητούσε από τους Έλληνες να είναι άξιοι των περιστάσεων.
Την ίδια ώρα νότια της Ρωσίας βίωνε τις τελευταίες τις μέρες η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που για αιώνες καθόριζε τις τύχες του ελληνισμού. Τα προσφυγικά κύματα από το Νότο του Εύξεινου Πόντου μεγάλωναν. Οι Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως από τον Πόντο, έψαχναν να βρουν σωτηρία στην Ομόδοξη Ρωσία, όπως αυτό συνέβαινε σε όλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. Όμως η κατάσταση στην ίδια τη Ρωσία άλλαζε δραματικά ώρα με την ώρα.
Οι ιστορικές εξελίξεις το 1917
Το 1917 οι ελληνικοί πληθυσμοί στο Ανατολικό Πόντο και την περιοχή του Καρς ακόμα ήταν προστατευμένοι από την τουρκική θηριωδία λόγω παραμονής εκεί των ρωσικών στρατευμάτων. Η διοίκηση στην Τραπεζούντα βρισκόταν στα χέρια του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Όμως οι διαθέσεις των Ρώσων στρατιωτών άλλαζαν υπό την πίεση των επαναστατικών δυνάμεων, που επιδίωκαν την ειρήνη με τους Γερμανούς και τους Τούρκους με οποιοδήποτε κόστος. Η συγκεκριμένη στάση απέναντι στην κατάσταση στην περιοχή του Πόντου και του Νότιου Καυκάσου θα μπορούσε βγει μοιραία για τους Έλληνες, που ήδη από το 1916 βίωναν σκληρή γενοκτονία εκ μέρος των τούρκων εθνικιστών.
Στην Αγία Πετρούπολη, την οποία λόγω σκληρών εχθροπραξιών με τους Γερμανούς κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο οι Ρώσοι μετονόμασαν από τη Σανκτ-Πετερμπούργκ σε Πετρογκράντ, η κατάσταση ήταν ρευστή. Της προσωρινής κυβέρνησης, που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση, μέχρι τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ηγήθηκε ο Γκεόργκι Λβοφ, τον οποίον αντικατέστησε στη συνέχεια ο Αλεξάντρ Κερένσκι. Εκείνη η χρονική περίοδος στην ουσία χαρακτηριζόταν από την συνύπαρξη των συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων, που ζητούσαν πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Σχηματίστηκε η λεγόμενη Δυαδική Εξουσία, όταν λειτουργούσαν παράλληλα και η Προσωρινή Κυβέρνηση και το Σοβιέτ της Πετρούπολης, οργανωμένο από τους σοσιαλιστές.
Η Επανάσταση του Φεβρουαρίου ξέσπασε σε μια κρίσιμη στιγμή για τη Ρωσία και πραγματοποιήθηκε σχετικά άμεσα, την χρονική περίοδο από τις 23 Φεβρουαρίου 1917 έως τις 28 Φεβρουαρίου 1917. Οι διαφορές στα προγράμματα των επαναστατών δεν άφηναν περιθώρια να βρεθούν άμεσες λύσεις. Ο στρατός πια χωριζόταν σε αυτούς που παρέμειναν πιστοί στα ιδεώδη της Αυτοκρατορίας και ζητούσαν τη συνέχεια του πολέμου ως την τελική νίκη, και αυτούς που κουράστηκαν από τις κακουχίες και δεν έβλεπαν στον πόλεμο κανένα νόημα. Τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το προηγούμενο χρονικό διάστημα διευρύνονταν με μεγάλη ταχύτητα. Η διάσταση των γνώσεων και των απόψεων για την ιστορία της Ρωσίας και τις εξέλιξής της στο μέλλον στη ρωσική κοινωνία ήταν τεράστια. Σε αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες της Ρωσίας έπρεπε να κινηθούν και ως εθνική ομάδα και ως πολίτες μια μεγάλης χώρας, η οποία βρέθηκε όπως φάνηκε στο μεγαλύτερο σταυροδρόμι στην ιστορία της.
Το Α’ Συνέδριο στο Ταϊγάνιο
Οι Έλληνες της Ρωσίας έψαχναν τρόπους να κερδίσουν και αυτοί κάποιες ελευθερίες και προνόμια, τα οποία δεν ήταν δυνατό να αποκτηθούν την περίοδο της τσαρικής εξουσίας. Ο Ελευθέριος Παυλίδης στο βιβλίο του «Ο ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις συλλόγου των εκ Ρωσίας Ελλήνων», το οποίο εκδόθηκε το 1953 στην Αθήνα, αναφέρει τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας αναδεικνύοντας την Κοινότητα της Οδησσού ως Ακρόπολη του Ελληνισμού της Ρωσίας. Οι ελληνικές εφημερίδες της Οδησσού «Κόσμος», «Φως», «Ήλιος», «Αναγέννησης» εκείνη την εποχή περιέγραφαν την κατάσταση στις περιοχές με το συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Από τις δημοσιεύσεις του 1917 φαίνεται πως συζητιόταν η ανάγκη μιας γενικότερης σύσκεψης αντιπροσώπων όλων των ελληνικών κοινοτήτων σε μια πόλη εβρισκόμενη λόγω τεράστιων αποστάσεων ενδιάμεσα στο Καρς και τη Βεσσαραβία. Τελικά επιλέχτηκε το Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ).
Το Α’ Συνέδριο των Ελλήνων της Ρωσίας ξεκίνησε τις εργασίες του στις 29 Ιουνίου 1917 και τις ολοκλήρωσε στις 10 Ιουλίου 1917. Συνολικά συμμετείχαν 40 οργανώσεις. Κάποιες από αυτές έστειλαν 2-3 αντιπροσώπους. Ως πρόεδρος του Συνεδρίου εξελέγη ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Ταϊγανίου Βασίλης Σιφναίος και ως αντιπρόεδρος – ο εκπρόσωπος της Γιάλτας Αν. Καρασάββας. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 12 συνεδριάσεις. Το βασικότερο θέμα στις συζητήσεις ήταν το εκπαιδευτικό με τη μεγαλύτερη έμφαση να δίνεται στα προγράμματα των εν Ρωσία ελληνικών σχολείων. Μια από τις κυριότερες συζητήσεις αφορούσε το εκκλησιαστικό ζήτημα.
Στο τέλος του Συνεδρίου μέσω του ψηφίσματος ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις, που, όπως λέει στο βιβλίο του ένας από τους συνέδρους ο Ελευθέριος Παυλίδης, ήταν ευχές…
1. Περί ενώσεως των Ελληνικών Κοινοτήτων εις ενιαίο Σύνδεσμο
2. Περί αυτονομίας της Ελληνικής Εκκλησίας συμφώνως προς τα εκκλησιαστικά καθεστώτα
3. Περί εθνικοποίησης και αναδιοργανώσεως των Ελληνικών σχολείων
4. Περί ζητημάτων οικονομικού χαρακτήρος, ως ιδρύσεως ελληνικής Τραπέζης, συνεταιρισμών κ.τ.λ.
5. Περί εκδόσεως ρωσοφώνου ελληνικής εφημερίδας
6. Περί του αγροτικού ζητήματος
7. Περί του καθορισμού της πολιτικής θέσεως των εν Ρωσία Ελλήνων προς επίτευξη των άνω ζητημάτων
8. Περί ιδρύσεως Ελληνικών Προξενείων, όπου παρουσιάζεται ανάγκη
9. Περί διαφόρων εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και αγαθοεργών Ελληνικών κληροδοτημάτων.
Στο τέλος του Συνεδρίου μίλησε ο πρόεδρος Βασίλειος Σιφναίος. Ο εκπρόσωπος της Κοινότητας της Οδησσού Ελευθέριος Παυλίδης μίλησε για τον κίνδυνο εκρωσισμού των Ελλήνων μέσω των μικτών γάμων.
Στο Συνέδριο αποφασίστηκε η ίδρυση του Συνδέσμου των εν Ρωσία Ελλήνων. Στην οκταμελή Εκτελεστική Επιτροπή για να δημιουργηθεί το Κεντρικό Συμβούλιο στην πόλη Ροστόφ, πήραν μέρος λόγω μικρής γεωγραφικής απόστασης οι εκπρόσωποι από το Ταϊγάνιο, το Ροστόφ, το Αικατερινοντάρ και το Νοβοροσίσκ. Το Κεντρικό Συμβούλιο έπρεπε να επιδιώξει την πραγματοποίηση των αποφάσεων του Α’ Συνεδρίου και να μεριμνήσει για την οργάνωση του Β’ Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ρωσίας.
Το Κεντρικό Συμβούλιο ασχολήθηκε και με τη δραματική κατάσταση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας στάλθηκαν δεκάδες χιλιάδες ρούβλια ως βοήθεια στους καταδικασμένους αλύτρωτους αδελφούς, όπως το παρουσιάζει ο Ελευθέριος Παυλίδης στο βιβλίο του. Ιδιαίτερη σημασία από το Κεντρικό Συμβούλιο δόθηκε στις Κοινότητες του Σουχούμ με το πρόεδρο Ιωάννη Πασαλίδη και στην Κοινότητα της πόλης Κερτς με την πρόεδρο Ναντέζντα Μεσαξούδη. Στα λιμάνια των πόλεων αυτών έφθαναν οι πρόσφυγες και ύστερα διασκορπίζονταν σε άλλα μέρη της Ρωσίας. Ο οίκος Μασαξούδη παραχώρησε στους πρόσφυγες τη στέγη για την προσωρινή παραμονή τους κατά την είσοδο στη Ρωσία. Με την περίθαλψη των προσφύγων εκ μέρους του Κεντρικού Συμβουλίου ασχολήθηκε ο Λεωνίδας Ιασωνίδης, ο οποίος αργότερα εκλέχτηκε βουλευτής στη Βουλή της Ελλάδας.
Παράλληλα με την προσπάθεια επίλυσης των εσωτερικών προβλημάτων οι Έλληνες της Ρωσίας συμμετείχαν και στα σχέδια ίδρυσης της Δημοκρατίας του Πόντου.
Τα εκκλησιαστικά ζητήματα παρουσιάστηκαν το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1917 στην Εκκλησιαστική Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, χωρίς να υπάρχει αποτέλεσμα.
Τα ζητήματα, που παρέμειναν άλυτα
Οι Έλληνες της Ρωσίας προσπαθούσαν να σταματήσουν την εξέλιξη της αφομοίωσής τους ανάμεσα σε αλλογενή και πολλές φορές αλλόθρησκο πληθυσμό της τεράστιας Ρωσίας. Οι τσάροι, ενώ παρείχαν οικονομικές διευκολύνσεις και προνόμια στους Έλληνες παράλληλα ευνοώντας την οικονομία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ευελπιστούσαν στην αφομοίωση των Ελλήνων. Η ελληνόφωνη εκπαίδευση ήταν καρπός της μέριμνας των ιδίων των Ελλήνων και όχι του κράτους. Η Έλληνες ιερείς αναγκάζονταν να φεύγουν στην Ελλάδα για να μη περάσουν στο εθιμοτυπικό της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο Ελληνισμός της Ρωσίας δεν είχε την αυτονομία του. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν διάσπαρτες σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Αλλοιωνόταν και ο ελληνικός τρόπος ζωής. Όλα αυτά έβαλαν στόχο να λύσουν οι σύνεδροι το καλοκαίρι του 1917. Όμως οι πολιτικές εξελίξεις έτρεχαν μπροστά από το βασανισμένο Ελληνισμό, που βίωνε μακραίωνη σκλαβιά και γενοκτονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την αστάθεια στη Ρωσία.
Τα σχέδια των συνέδρων στο Ταϊγάνιο έμειναν στα χαρτιά. Στις 25 Οκτωβρίου του 1917 στη Ρωσία έγινε η Επανάσταση των μπολσεβίκων. Στην αρχή της διακυβέρνησής τους στις εθνικές μειονότητες δόθηκαν σχετικά δικαιώματα υπό τον έλεγχο του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού. Η Ρωσική Εκκλησία ενώ απέκτησε εκ νέου το Πατριαρχείο Της, στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε . Οι ιερείς Της διώχτηκαν και σε μεγάλο βαθμό εκτελέστηκαν. Την ίδια μοίρα με τους Ρώσους ιερείς είχαν και οι Έλληνες ιερείς ως «οπισθοδρομικό» τμήμα της νέας σοβιετικής κοινωνίας. Δεν απονεμήθηκαν σε αυτούς και τα προνόμια, τα οποία ζητούσαν με βάση τις αποφάσεις του Συνεδρίου στο Ταϊγάνιο,.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις δεν καρποφόρησαν την περίοδο της σχετικής ελευθερίας ανάμεσα στις δυο ρωσικές επαναστάσεις. Το 1918 ο ρωσικός στρατός εγκατέλειψε τον Ανατολικό Πόντο και το Καρς, δημιουργώντας ροές Ελλήνων προσφύγων από αυτές τις περιοχές. Την περίοδο 1918-1920 ο ελληνισμός της Ρωσίας όπως και όλη ρωσική κοινωνία διχάστηκε. Στο νότο της Ρωσίας μέχρι το 1920 οι ελληνικές κοινότητες λειτουργούσαν με το παλιό και γνώριμο για αυτούς τρόπο. Την περίοδο 1920-1937 οι κοινότητες αυτές σοβιετοποιήθηκαν, χάνοντας πολλά από τα ιστορικά τους χαρακτηριστικά. Το 1937-1938 η σταλινική πολιτική εναντίον των εθνικών μειονοτήτων στη Σοβιετική Ένωση έβαλε το οριστικό τέλος σε όλα που είχαν κρατήσει ανά τους αιώνες ή ονειρεύονταν οι Έλληνες. Τα ζητήματα του 1917 μεταλαμπαδεύτηκαν σε επόμενες γενιές, όμως σε πιο δυσμενές για τον ελληνισμό συνθήκες.
Η Εθνικοπολιτιστική αυτονομία των Ελλήνων της Ρωσίας τον Ιούνιο 2017 τίμησε το Ά Συνέδριο του 1917, οργανώνοντας το Α’ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Ο ρόλος των Ελλήνων στην ιστορία της Ρωσίας», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο κλασικό αρχοντικό της ελληνικής οικογένειας του Ταϊγανίου Αλφεράκη.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός