Το Τσόρουμ βρίσκεται στη διασταύρωση των περιοχών της Κεντρικής Ανατολίας και της Κεντρικής Μαύρης Θάλασσας, χτισμένο στα 800 μέτρα. Είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας Çorum της Τουρκίας. Τα φυσικά περάσματα που σχηματίζονται από βουνά και τα ψηλά οροπέδια, μερικά από τα οποία ποτίζονται από τους ποταμούς Άλυ (Kızılırmak) και Ίρι (Yeşilırmak), διευκολύνουν τη σύνδεση της πόλης με την Κεντρική Ανατολία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η περιοχή βρέθηκε διαχρονικά στο επίκεντρο της ιστορίας και αποτέλεσε σημείο συνάντησης διαφόρων πολιτισμών, μετρώντας 7.000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού.
Το Τσόρουμ είναι κυρίως γνωστό για τους αρχαιολογικούς χώρους των Χετταίων, τις ιαματικές πηγές και τα γηγενή ψητά ρεβίθια (στραγάλια) γνωστά σε εθνικό επίπεδο ως leblebi. Επίσης από το 2003 είναι γνωστό και ως γεωγραφικό κέντρο της γης.
Χετταίοι
Οι Χετταίοι ή Χιττίτες ήταν αρχαίος λαός ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Ανατολία. Η παρουσία των προ-Χετταίων (Χάττι) στη Μικρασιατική Χερσόνησο ξεκινά από την 5η χιλιετία π.Χ.
Μιλούσαν μια γλώσσα, καλούμενη ως χεττιτική, και για να τη γράψουν χρησιμοποίησαν αρχικά τη σφηνοειδή γραφή (είναι το αρχαιότερο γνωστό σύστημα γραφής στον κόσμο)· δημιούργησαν όμως και δική τους γραφή, η οποία χρησιμοποιήθηκε και από τους υποτελείς λαούς της Μικράς Ασίας για την καταγραφή των δικών τους γλωσσών.
Με τη σταδιακή πάροδο του χρόνου η χαττική γλώσσα των προ-Χετταίων χρησιμοποιούνταν μόνο στις θρησκευτικές τελετές, ενώ η χεττιτική γλώσσα υπερίσχυσε ως η καθομιλουμένη στους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας.
Οι Χετταίοι ίδρυσαν αυτοκρατορία και πολιτισμό στην κεντρική Μικρά Ασία, καθώς και σε Αρμενία, Συρία, Ιράν, Κουρδιστάν περί το 1500 π.Χ, ενώ στους επόμενους δύο αιώνες φαίνεται πως κυβερνούσαν και μέρος της σημερινής Συρίας.
Έφεραν μαζί τους ή ανέπτυξαν επί τόπου και κάτι σημαντικό: την τέχνη επεξεργασίας του σιδήρου.
Ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί στην εποχή τους που γνώριζαν να επεξεργάζονται το σίδηρο. Αυτό τους έδινε ισχυρή υπεροχή, αφού οι άλλες σύγχρονές τους φυλές πολιτισμικά βρίσκονταν ακόμα στην εποχή του χαλκού. Οι Χετταίοι μπόρεσαν και κράτησαν την τέχνη –για εύλογους λόγους– μυστική, και γι’ αυτό είχαν το μονοπώλιο και των προϊόντων του σιδήρου.
Επίσης ήταν γνωστοί σαν ο λαός με τους χίλιους θεούς. Πολύ ανεκτικοί απέναντι στις ξένες θρησκείες των κατακτημένων λαών, ενσωμάτωναν τους ξένους θεούς σαν δικούς τους, με αποτέλεσμα σταδιακά να αποκτήσουν εκατοντάδες θεότητες που δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους.
Κάθε πόλη και κάθε περιοχή είχε ξεχωριστές θεότητες, λατρείες, ναούς που πολλές φορές δεν είχαν καμιά σχέση με τις κεντρικές θεότητες στη Χαττούσα, την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός της θρησκείας, του στρατού, της δικαιοσύνης, όπως και ο νομοθέτης.
Οι νόμοι των Χετταίων ήταν επίσης πολύ προοδευτικοί για την εποχή τους, μιας και απαγορεύονταν τα βασανιστήρια, ενώ η ποινή του θανάτου εφαρμοζόταν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.
H Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται εκτεταμένα και περιλαμβάνει πολλές αναφορές για τους Χετταίους που τους τοποθετεί στην Χαναάν μαζί με τους υπόλοιπους λαούς, κάτι που σημαίνει ότι αναφέρεται βασικά στους Νεοχετταίους, απογόνους που εγκαταστάθηκαν στη Συρία και στην Παλαιστίνη τον 11ο αιώνα π.Χ., μετά τη διάλυση του βασιλείου στη Χαττούσα.
Χαττούσα
Πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Χετταίων ήταν η Χαττούσα. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στην περιοχή Μπογάζκαλε (Boğazkale), 82 χλμ από το Τσόρουμ. Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο ο επισκέπτης αντικρίζει μια πόλη με περίτεχνες πύλες διακοσμημένες με ανάγλυφα που δείχνουν πολεμιστές, λιοντάρια και σφίγγες.
Εδώ βρίσκονταν τέσσερις ναοί, ο καθένας γύρω από μία αυλή με στοά, μαζί με κοσμικά κτήρια και οικιστικές κατασκευές. Έξω από τα τείχη υπάρχουν νεκροταφεία.
Σύγχρονες εκτιμήσεις θέτουν τον πληθυσμό της πόλης μεταξύ 40.000 και 50.000, στην πρώιμη περίοδο. Η πόλη καταστράφηκε, μαζί με το ίδιο το κράτος των Χετταίων, περίπου το 1200 π.Χ.
Οι ανασκαφές υποδηλώνουν ότι η Χαττούσα εγκαταλείφθηκε σταδιακά για μία περίοδο αρκετών δεκαετιών, καθώς η αυτοκρατορία των Χετταίων διαλύθηκε. Η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε μέχρι το 800 π.Χ., όταν εμφανίστηκε ένας φρυγικός οικισμός στην περιοχή.
Η Χαττούσα ανακαλύφθηκε το 1834 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Φελίξ Μαρί Σαρλ Τεξιέ ο οποίος στάλθηκε σε μια εξερευνητική αποστολή στην Τουρκία και τελικά βρήκε τα ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας. Οι πρώτες, όμως, ανασκαφές έγιναν από τον Γερμανό Χιούγκο Βίνκλερ και τον Ρωμιό αρχαιολόγο Θεόδωρο Μακρίδη τις περιόδους 1906-1907 και 1911-1913.
Αλατζάχογιουκ (Alacahöyük)
Πρόκειται για ένα σημαντικό κέντρο θρησκείας και τέχνης των Χετταίων. Βρίσκεται 45 χλμ νότια από το Τσόρουμ. Επισήμως οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν το 1935 για λογαριασμό της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρίας, με χρήματα που έδωσε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Στον οικισμό βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι που περιείχαν πλούσια κτερίσματα από χρυσό, ασήμι, χαλκό, σίδηρο και πολύτιμους λίθους. Επίσης βρέθηκαν σπίτια, δρόμοι, μεγάλα και μικρά κανάλια νερού, οχυρωματικά τείχη, καθώς και η εντυπωσιακή Πύλη με τις Σφίγγες που οδηγεί προς τον μεγάλο ναό.
Οι σφίγγες είναι σκαλισμένες πάνω σε πέτρωμα ανδεσίτη και στις εξωτερικές επιφάνειές τους είναι διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις, μία εξ αυτών και ο δικέφαλος αετός.
Οι δονήσεις που δέχεται ο επισκέπτης κατά την παραμονή του είναι ποικίλες, μιας και ο συγκεκριμένος χώρος στο διάβα του χρόνου κατοικήθηκε –εκτός από τους Χετταίους– από Φρύγες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Σελτζούκους και Οθωμανούς.
Το πρώτο τοπικό μουσείο στο Αλατζάχογιουκ άνοιξε το 1940. Mεταφέρθηκε στο σημερινό του κτήριο μέσα στον αρχαιολογικό χώρο το 1982.
Εκτίθενται ευρήματα Χαλκολιθικής, Χετταϊκής και Φρυγικής Περιόδου, από την ανασκαφή του Αλατζάχογιουκ. Επίσης σε μία αίθουσα που λειτουργεί ως εθνογραφικό τμήμα εκτίθενται χαλιά, κιλίμια, αργαλειοί, εργαλεία, σπαθιά και όπλα της Οθωμανικής Περιόδου.
Η ιστορία της πόλης Τσόρουμ
Μετά την κατάρρευση των Χετταίων στην Ανατολία υπήρξαν 300 χρόνια σκοτεινής περιόδου. Κατόπιν οι Φρύγες ίδρυσαν το κράτος τους με πρωτεύουσα το Γκιρντίον, έξω από το σημερινό Τσόρουμ, και με σημαντικά οικιστικά κέντρα στις περιοχές Παζαρλί (Pazarlı), Μπογάζκαλε (Boğazkale), Αλατζάχογιουκ (Alacahöyük) και Εσκίγιαπαρ (Eskiyapar).
Η κυριαρχία των Φρυγών στην περιοχή συνεχίστηκε μέχρι το 330 π.Χ, οπότε ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Ανατολία.
Η περιοχή καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ κατά τα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Ευχάϊτα(τα). Από εδώ καταγόταν και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, που έζησε όμως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ηράκλεια του Πόντου.
Μετά τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μεταξύ Σελτζούκων και Βυζαντινών, το Τσόρουμ πέρασε στους Σελτζούκους, ενώ μετά τη μάχη της Άγκυρας (1402) το Τσόρουμ ήταν στη διοίκηση των Οθωμανών, μέχρι και την περίοδο της δημοκρατίας για την Τουρκία.
Ελληνική κοινότητα Τσόρουμ
Το Τσόρουμ ποτέ δεν αποτέλεσε τόπο έλξης για το ελληνικό στοιχείο. Οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόλις το 1870 με 1875.
Αρχικά μετοίκησαν στο Τσόρουμ έμποροι από την Καππαδοκία.
Παρατηρώντας την ευπορία του τόπου –κυρίως σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα–, έφεραν και τις οικογένειές τους. Κατόπιν τους ακολούθησαν Πόντιοι από την Αμάσεια και το Ακ Νταγ Ματέν.
Οι Έλληνες δεν είχαν ξεχωριστή συνοικία και κατοικούσαν μαζί με Τούρκους και Αρμένιους. Η εκκλησία τους ήταν ο Άγιος Γεώργιος και τα δύο σχολεία, το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο, βρίσκονταν στον περίβολο της εκκλησίας.
Το χριστιανικό στοιχείο στο Τσόρουμ υπέστη πολλές διώξεις. Επίσης, οι Έλληνες της πόλης περιέθαλψαν πολλούς από τους εξορισμένους της Αμάσειας που περνούσαν από εκεί και κατευθύνονταν στα ενδότερα της Ανατολίας, στους τόπους-κολαστήρια.
Η πόλη σήμερα
Σήμερα το Τσόρουμ είναι μια σύγχρονη πόλη με άρωμα και χρώμα Ανατολίας, μιας και υπάρχουν πολλά τζαμιά, γέφυρες και κάστρα σελτζουκικής και οθωμανικής περιόδου.
Η περιοχή ανακηρύχθηκε το 1986 από την UNESCO μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Μάλιστα κάθε τρία χρόνια, από το 1990, πραγματοποιείται συνέδριο για τον πολιτισμό των Χετταίων, στο οποίο συμμετέχουν επιστήμονες παγκόσμιου κύρους.
Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται ο Πύργος του ρολογιού που χτίστηκε το 1894. Έχει ύψος 27,5 μέτρα και μοιάζει με μιναρέ.
Το κάστρο του Τσόρουμ
Χτίστηκε στο κέντρο της πόλης το 1577. Έχει σχήμα τετράγωνο, δύο προμαχώνες σε κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες του, μία πόρτα στη βόρεια πρόσοψη, ενώ εσωτερικά έχει ένα μικρό τζαμί. Επιπλέον έχει 42 κατοικίες.
Από τον Αύγουστο του 2018 ο Δήμος Τσόρουμ ξεκίνησε απαλλοτριώσεις στο κάστρο, για την τουριστική του ανάδειξη. Επίσης τοποθέτησε κάμερες ασφαλείας, προληπτικά, λόγω εισβολής τυμβωρύχων.
Αρχαιολογικό και Εθνογραφικό Μουσείο Τσόρουμ
Ξεκίνησε να λειτουργεί το 1968 και μεταφέρθηκε στο σημερινό κτήριο το 2003, το οποίο αποτελεί ιστορικό κτίσμα της πόλης. Ανοικοδομήθηκε το 1914 και αρχικά λειτουργούσε ως νοσοκομείο, ενώ αργότερα στέγαζε τη Σχολή Καλών Τεχνών.
Στις αίθουσές του εκτίθενται αντικείμενα από την Χαλκολιθική Eποχή μέχρι και την Οθωμανική Περίοδο, ενώ δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα ευρήματα που ανήκουν στη Χετταϊκή Περίοδο.
Επιπλέον, το μουσείο διαθέτει μία πλούσια συλλογή νομισμάτων που αποτελείται από ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και νομίσματα της Ισλαμικής Περιόδου, καθώς και κοσμήματα της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Περιόδου.
Η αίθουσα εθνογραφίας είναι ένα τμήμα όπου εκτίθενται αντικείμενα από τη Σελτζουκική και Οθωμανική Περίοδο.
Θωμαΐς Κιζιρίδου