Την Τρίτη αναμένεται να οδηγηθεί ενώπιον του 12ου τακτικού ανακριτή που χειρίζεται το έγκλημα-σοκ στα Γλυκά Νερά ο 32χρονος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος παραμένει κρατούμενος σε κελί στον 7ο όροφο της ΓΑΔΑ.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαϊωαννίδη, ο συζυγοκτόνος επιμένει ότι δεν προσχεδίασε το έγκλημα, ότι δεν είχε άλλο κίνητρο και ότι δεν υπήρξε συνεργός.
Η ιατροδικαστική έκθεση κατέρριψε το χρονοδιάγραμμα που έδωσε προανακριτικά ο κατηγορούμενος, καθώς έδειξε ότι η Καρολάιν Κράουτς κοιμόταν λίγο προτού στραγγαλιστεί, όπως προκύπτει από τους παλμούς που κατέγραψε το ρολόι που φορούσε. Ο θάνατός της ήταν αγωνιώδης και κράτησε περίπου έξι λεπτά.
«Είναι πάρα πολύ συνειδητοποιημένος για την πράξη, προετοιμάζεται η απολογία της Τρίτης με βάση όλες τις πτυχές που ο ίδιος έχει ομολογήσει. Υπάρχουν κάποια στοιχεία της ΕΛΑΣ, αλλά γεγονός παραμένει ότι είναι ομολογημένη πράξη. Δεν θα ζητήσει ψυχιατρική συνδρομή, εκτός αν κριθεί αναγκαίο», ανέφερε επίσης ο συνήγορος του πιλότου.
Σχετικά με το παιδί επανέλαβε ότι «μέριμνα του κι αποκλειστικός γνώμονας είναι να είναι καλά». Ο πιλότος ζητά να μεγαλώσει και με τις δύο οικογένειες· η τελική απόφαση, ωστόσο, ανήκει στην Εισαγγελία Ανηλίκων.
Η υπερασπιστική γραμμή του 32χρονου, που επί 37 ημέρες επέμενε στο σενάριο της ληστείας μετά φόνου, είναι ότι η δολοφονία έγινε «κατόπιν εξέλιξης έτερων γεγονότων» και ότι προηγήθηκε διαπληκτισμός.
Μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 ζήτησε συγγνώμη και επανέλαβε ότι σκηνοθέτησε τη ληστεία μόνο και μόνο για να μπορέσει να μεγαλώσει ο ίδιος το παιδί του. «Η Λυδία είναι όλη μου η ζωή. Οι καβγάδες που είχαμε με την Καρολάιν αφορούσαν μόνο το παιδί μας», δήλωσε.
Στο διαβιβαστικό της αστυνομίας αποδομείται η εικόνα του ευτυχισμένου ζευγαριού που ενίσχυε όλο αυτό το διάστημα ο πιλότος. Προκειμένου δε να χτίσει καλύτερα το σενάριο της ληστείας ανακάτεψε κάποια συρτάρια και έκρυψε τις βέρες και το δαχτυλίδι της Καρολάιν αρχικά στο ντεπόζιτο της μηχανής που είχε στο γκαράζ. Τις επόμενες μέρες, φορώντας πάντα γάντια, τα έριξε σε έναν κάδο απορριμμάτων.
Το πρώτο εξόφθαλμο λάθος στην κατάθεσή του ήταν ο ισχυρισμός ότι οι ληστές του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Και αυτό γιατί οι αστυνομικοί τον βρήκαν στη σοφίτα με τα χέρια δεμένα μπροστά. Επιπλέον, η ιατροδικαστής απέκλεισε από την αρχή το ενδεχόμενο να ήταν λιπόθυμος για δύο ώρες, όπως αρχικά ισχυρίστηκε, καθώς δεν έφερε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Το σενάριο αυτό καταρρίπτεται και από τα δεδομένα του κινητού του, καθώς μετά τη δολοφονία το έβγαλε από τη φόρτιση, έλεγξε τα email του και διένυσε πάνω από 99 μέτρα μέσα στο σπίτι.
Επίσης, από τις καταθέσεις που ελήφθησαν δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε τα ουρλιαχτά της 20χρονης στη θέα των ληστών· η γειτόνισσα του ζευγαριού είπε στους αστυνομικούς ότι άκουσε μόνο το κλάμα του σκύλου, και εμφανίστηκε βέβαιη ότι θα το είχε αντιληφθεί εάν κάποιος καλούσε σε βοήθεια.