Στις 19 Ιουνίου 2021 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την γέννηση του θρυλικού ανιχνευτή ποντιακής καταγωγής Βασίλη Φησατίδη. Στις 22 Ιουνίου συμπληρώνονται 80 χρόνια από την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση ως μέρους του Β’ Παγκόσμιου πολέμου.
Από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων μέσα στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης ο Βασίλης βρισκόταν στο μέτωπο.
Ο νεαρός Πόντιος Βασίλης Φησατίδης ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ναζιστών. Τα σχέδια του Χίτλερ για ένα γρήγορο και νικηφόρο πόλεμο στο ανατολικό μέτωπο βρήκαν το πιο ισχυρό εμπόδιο, που θα μπορούσε να σταματήσει την προέλαση της ανίκητης έως τότε στρατιωτικής μηχανής των Γερμανών, τον ηρωισμό των απλών πολιτών της διαφόρων εθνικοτήτων.
Η αποφασιστικότητα των στρατιωτών και των ανταρτών δεν είχε επηρεαστεί ούτε από τις σταλινικές διώξεις, ούτε από την ανοργανωσιά του κρατικού μηχανισμού στους πρώτους μήνες του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου, όπως αυτός ονομάστηκε στην ΕΣΣΔ.
Ο Βασίλης γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1921 στην πόλη Ανάπα της νότιας Ρωσίας. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Δημητρίου και της Παρασκευής Φησατίδη. Το 1938 η οικογένεια μετακόμισε στο Αζερμπαϊτζάν. Ο Βασίλης ονειρευόταν να σπουδάσει ζωγραφική και μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης Χανλάρ.
Ο πόλεμος βρήκε τον Βασίλη Φησατίδη να υπηρετεί τη θητεία του στον σοβιετικό στρατό. Ήταν απλό παιδί από μια πολύτεκνη οικογένεια των Ελλήνων του Πόντου με ειρηνικές και καλλιτεχνικές διαθέσεις. Όμως, εκτός από καλλιτέχνης, ήταν και λάτρης του αθλητισμού. Ήταν γεροδεμένος από νεαρή ηλικία και έτοιμος για τις προκλήσεις της ζωής, που τον βρήκαν απρόσμενα στην αρχή του πολέμου.
Έτσι, έγινε επιτυχημένος ανιχνευτής του σοβιετικού στρατού. Οι Γερμανοί έδιναν 50.000 μάρκα για τον ζωντανό τους φόβο και τρόμο, και 25.000 σε όποιον τον πήγαινε νεκρό. Ο γνωστός σοβιετικός συγγραφέας Ηλιά Ερενμπούργκ κατά την αποστολή του στο μέτωπο έγραψε ένα άρθρο με αφιέρωση στον Φησατίδη, το οποίο διαβάστηκε σε όλα τα τμήματα της μοιραρχίας στην οποία υπηρετούσε ο ζωντανός θρύλος:
«Αγαπητοί φίλοι! Για τα κατορθώματά σας είναι περήφανη η Ρωσία. Γνωρίζουμε το φόβητρο των φρίτσηδων, τον ατρόμητο ανιχνευτή Φησατίδη. Αυτός ξέρει πώς να κάνει τους φασίστες να σκάνε από το κακό τους. Ήδη αιχμαλώτισε 150 φρίτσηδες. Ποιος μπορεί να πει ότι δεν θα πιάσει και τον ίδιο τον Φύρερ;».
Τα κατορθώματα του Βασίλη Φησατίδη
Μερικά από τα κατορθώματα του Βασίλη Φησατίδη έγιναν θρύλοι και μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.
Σε μία από τις αποστολές προς το στρατόπεδο των Γερμανών έρποντας έφτασε σχεδόν μέχρι τα εχθρικά χαρακώματα όταν ξαφνικά άκουσε μια συνομιλία στα γερμανικά. «Σνέλερ! Σνέλερ!» (Γρηγορότερα! Γρηγορότερα!), ακουγόταν η φωνή του ενός από τους δύο Γερμανούς.
Ο Βασίλης αμέσως αντιλήφτηκε την κατάσταση, ακινητοποίησε τον δεύτερο Γερμανό και ακολούθησε έρποντας τον πρώτο. Σε κάλεσμα του Γερμανού να κινείται πιο γρήγορα, ο θαρραλέος ανιχνευτής απαντούσε σύντομα: «Γκουτ, γκουτ». Τα γερμανικά του δεν ήταν καλά, όμως για την επιτυχή έκβαση του σχεδίου δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Το ότι ο Γερμανός προχωρούσε με τις δικές του δυνάμεις βόλευε και χαροποιούσε τον Φησατίδη. Ο αφοπλισμός του ανυποψίαστου στρατιώτη έγινε σε μικρή απόσταση από το σοβιετικό στρατόπεδο.
Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη.
Σε μια άλλη αποστολή ο Βασίλης μαζί με έναν συμπολεμιστή και φίλο του κρύφτηκαν δίπλα στα εχθρικά χαρακώματα παριστάνοντας τους νεκρούς. Το σχέδιο αποδείχτηκε επιτυχημένο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν οι Γερμανοί. Ένας από αυτούς επιχείρησε να βγάλει τις καινούργιες μπότες από τον «νεκρό» Βασίλη και έφαγε χτύπημα στα δόντια. Ο δεύτερος επίδοξος πλιατσικολόγος το έβαλε στα πόδια. Ενώ ο πρώτος μεταφέρθηκε δεμένος στο σοβιετικό επιτελείο για να δώσει χρήσιμες και αναγκαίες πληροφορίες πριν τη νέα μάχη.
Μέσα στις πολλές και επιτυχημένες αποστολές ήταν και αυτές που θα μπορούσαν να του κοστίσουν τη ζωή. Σε μια εμπλοκή σώμα με σώμα κοντά στην πόλη Βολοκαλάμσκ, σε απόσταση γύρω στα 120 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, ο Βασίλης χτυπήθηκε με τη λόγχη στην κοιλιά.
Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του στο θάλαμο ενός στρατιωτικού νοσοκομείου στη συνοικία Αρμπάτ της Μόσχας. Είχε ήδη το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Κατά την ανάρρωση, μετά από τρεις μήνες, έλαβε το πρώτο του παράσημο, αυτό της «Κόκκινης Σημαίας».
Η ζωή μετά τον πόλεμο
Ο Φησατίδης πολεμώντας με ανδρεία έφθασε μέχρι τη Γερμανία, όπου υπηρέτησε και μετά τον πόλεμο. Τον Ιούλιο του 1947 κατάφερε να πάρει δύο μήνες άδεια και επισκέφτηκε το σπίτι του στον Καύκασο. Ο πατέρας του ο Δημήτρης δεν ζούσε πια για να χαρεί την επιστροφή του γιου του.
Ωστόσο, ιδιαίτερη χαρά από την επίσκεψη στα γνώριμα μέρη των παιδικών του χρόνων έδωσε η γνωριμία με τη Ελισάβετ Μικροπούλου. Οι νέοι ερωτεύτηκαν και αμέσως παντρεύτηκαν.
Λίγο καιρό αργότερα, με τη μετάθεση στη Λευκορωσία, στο ζευγάρι δόθηκε η δυνατότητα να ζήσει μαζί. Όμως, τον Ιούλιο του 1948 η Ελισάβετ λόγω εγκυμοσύνης επέστρεψε στον Καύκασο. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς οι νιόπαντροι απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, την Έλενα. Ο Βασίλης κατάφερε να τους επισκεφτεί μόνο για λίγες μέρες. Η Ελισάβετ με την κόρη έμεινε στη Γκουνταούτα της Αμπχαζίας, στο πατρικό της σπίτι.
Τον Ιούνιο του 1949 η μοίρα της οικογένειας τους Βασίλη Φησατίδη άλλαξε για άλλη μία φορά. Η οικογένεια της συζύγου του εξορίστηκε στο Καζακστάν στο πλαίσιο των σταλινικών διώξεων και της βίαιης απομάκρυνσης του ελληνικού πληθυσμού από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Εξαιρέθηκε μόνο η Ελισάβετ, ως σύζυγος του αξιωματικού του σοβιετικού στρατού.
Σε πρώτη φάση η Ελισάβετ πήγε στους γονείς του Βασίλη στο Αζερμπαϊτζάν. Από εκεί, ενώ έμαθε για τον τόπο εξορίας της οικογένειάς της, μετακόμισε στην πόλη Κεντάου στο νότιο Καζακστάν. Στα τέλη του 1949 τούς επισκέφτηκε και ο Βασίλης. Η πρώτη του σκέψη ήταν να φύγουν στον Καύκασο. Όμως, βλέποντας τις κακουχίες στις οποίες βρέθηκαν οι δικοί του συμπατριώτες, άλλαξε γνώμη και έμεινε δίπλα τους.
Το 1952 στην οικογένεια Φησατίδη γεννήθηκε άλλο ένα παιδί, ο Δημήτρης. Το 1956 γεννήθηκε ο δεύτερος γιος, ο Νικόλαος.
Οι γνώσεις και οι ικανότητες του Βασίλη Φησατίδη τιμήθηκαν στο μακρινό Καζακστάν. Όλα τα χρόνια της ζωής του ο Βασίλης (Βασίλι Ντμίτριγεβιτς) Φησατίδης εργαζόταν σε διάφορες διοικητικές θέσεις στην πόλη Κεντάου, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν οι εξόριστοι Έλληνες Πόντιοι του Καυκάσου.
Για να μην απομακρυνθεί από τους συμπατριώτες του, αρνήθηκε ανώτερη θέση στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, την πόλη Αλμά-Ατά.
Ο συγγραφέας Νικολάι Ναούμοφ το 1968 έγραψε βιβλίο αφιερωμένο στον Βασίλη Φησατίδη με τον τίτλο Το κωδικό όνομα του ανιχνευτή ήταν «Γεράκι». Το 1985 ήταν έτοιμο το δεύτερο βιβλίο του Νικολάι Ναούμοφ Επιχείρηση «Δ», το οποίο λόγω του θανάτου του συγγραφέα δεν εκδόθηκε ποτέ.
Το 2000 στην Αθήνα εκδόθηκε το βιβλίο του Κώστα Μαυρόπουλου Ο θρυλικός ανιχνευτής Βασίλης Φησατίδης, βασισμένο στο υλικό των δύο βιβλίων του Ναούμοφ, στις αναμνήσεις των παιδιών του θρυλικού ανιχνευτή και σε προσωπικές έρευνες.
Ο Βασίλης Φησατίδης παρασημοφορήθηκε πολλές φορές, όμως λόγω της ελληνικής του εθνικότητας και επώνυμου με ελληνική κατάληξη δεν τιμήθηκε με τον τίτλο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεν καρποφόρησαν και οι επιστολές του γιου του Νικόλαου προς τις αρμόδιες Αρχές. Στις 7 Νοεμβρίου του 1984 ο θρυλικός ανιχνευτής του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου, και πιστός απόγονος των προσφύγων από τον Πόντο, έφυγε από τη ζωή.
Το 1990 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ελλάδα. Η γιαγιά Ελισάβετ έκλεισε τα μάτια της στην Αθήνα. Τα μέλη της οικογένειας Φησατίδη διατηρούν τη μνήμη του πατέρα και παππού τους, μεταδίδοντας τις αναμνήσεις από γενιά σε γενιά.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός.