Οι συνθήκες θανάτου του Ντιέγκο Μαραντόνα ερευνώνται ενδελεχώς και η δήλωση του δικηγόρου μιας από τις νοσοκόμες του θρύλου του ποδοσφαίρου σοκάρει: «Σκότωσαν τον Ντιέγκο», κατηγορώντας τους θεράποντες ιατρούς του «Ντιεγκίτο» ότι είναι υπεύθυνοι για το θάνατό του.
Ο Ροδόλφο Μπακέ διαβεβαίωσε τα μέσα ενημέρωσης ότι ο Μαραντόνα, έλαβε ψυχοτρόπα φάρμακα που επιτάχυναν τους παλμούς της καρδιάς του, παρόλο που ακολουθούσε ειδική θεραπευτική αγωγή, καθώς έπασχε από καρδιακή νόσο.
«Υπάρχει ευθύνη των θεραπόντων ιατρών. Υπήρξαν πολλά σημάδια ότι Μαραντόνα θα πέθαινε από ημέρα σε ημέρα. Και κανένας από τους ιατρούς δεν έκανε τίποτα για να το αποτρέψει», αποκάλυψε ο δικηγόρος.
Ο Μπακέ είναι συνήγορος υπεράσπισης της νοσοκόμας Νταϊάνα Μαντρίντ, η οποία κατέθεσε στην εισαγγελία του Σαν Ισίντρο, στο πλαίσο έρευνας και ανακρίσεων που διεξάγονται, προκειμένου να διερευνηθεί τι συνέβη εκείνες τις -μοιραίες όπως απεδείχθησαν- ημέρες για τον θρύλο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Όπως και η υπόλοιπη ιατρική ομάδα που βρισκόταν στο πλευρό του Μαραντόνα, η 36χρονη Μαντρίντ, έχει τεθεί υπό έρευνα για «ανθρωποκτονία με πιθανή πρόθεση», ένα έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση οκτώ έως 25 ετών. Η εισαγγελία σημειώνει ότι ο Μαραντόνα έλαβε «ανεπαρκή» φροντίδα από μέλη της ιατρικής ομάδας. «Αυτό που έκανε η Νταϊάνα Μαντρίντ, ήταν να συμμορφώνεται με τις ενδείξεις των θεραπόντων ιατρών», σχολίασε ο Μπακέ μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Ο Μαραντόνα, ο οποίος υπέφερε από προβλήματα στα νεφρά, στο ήπαρ και στην καρδιά, πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 2020 και σε ηλικία 60 ετών από καρδιακή προσβολή στην κατοικία του στο Τίγκρε, στα βόρεια του Μπουένος Άιρες, λίγες εβδομάδες μετά από εγχείρηση στον εγκέφαλο για την αντιμετώπιση θρόμβωσης.
Στις αρχές Μαΐου, μια έκθεση εμπειρογνωμόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μαραντόνα είχε «εγκαταλειφθεί στην μοίρα του» από την ιατρική του ομάδα, της οποίας η «ανεπαρκής και απερίσκεπτη» θεραπεία τον οδήγησε σε αργό θάνατο. Η Μαντρίντ φρόντιζε τον Ντιέγκο Μαραντόνα κατά την διάρκεια της ημέρας, ενώ ένας άλλος νοσοκόμος, ο 37χρονο Ρικάρντο Αλμιρόν, τον παρακολουθούσε το βράδυ.
Ο τελευταίος στην κατάθεση του, δήλωσε πως αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον ασθενή του, ισχυριζόμενος ότι «έλαβε την εντολή να μην τον ξυπνήσει» και ανέφερε ότι δεν είχε ποτέ ενημερωθεί ότι ο Ντιέγκο Μαραντόνα υπέφερε από καρδιακή νόσο.
Ο Αλμιρόν κατέθεσε ότι πριν αλλάξει βάρδια με τη Μαντρίντ την ημέρα της τραγωδίας, ο Μαραντόνα ανέπνεε κανονικά λίγες ώρες πριν βρεθεί νεκρός στο κρεβάτι του.
Η Μαντρίντ ήταν αυτή που βρήκε νεκρό τον Μαραντόνα και προσπάθησε να τον επαναφέρει στην ζωή, όπως αποκάλυψε η ίδια.
Σε μια αναφορά στους προϊσταμένους της, η νοσοκόμα έγραψε ότι είχε προσπαθήσει να κάνει τσεκ-απ, κάτι που ο Μαραντόνα είχε αρνηθεί. Στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι αυτή η έκθεση συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος των ανωτέρων της.