Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στην Πεντηκοστή. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β’.
ιγ’. Έτσι σαν μίλησ’ ο Κηφάς σ’ όλους τους Αποστόλους, κάθισε ύστερα κι αυτός
[σωπαίνοντας μαζί τους.
Κι έτσ’ ήσυχα όπως κάθουνταν, μαζί με υπόλοιπους έλαβε τ’ Άγιο Πνεύμα.
Τότε είναι που κατέβηκε, έτσι έγινε το πράγμα, καθώς το γράφει η Γραφή.
Δυο θαύματα έκανε πιο πριν και ήρθε στο κατόπι∙ διπλή εμπροσθοφυλακή: φωτιά
[μαζί κι αγέρας.
Ότ’ έτσι ήταν που έπρεπε: θαύμα πριν απ’ το Πνεύμα.
Πριν την πηγή του φωτισμού, φλόγα έπρεπε να έρθει∙
και όπως ηχούν οι σάλπιγγες ο κόσμος όλος έπρεπε προάγγελμα να πάρει.
Ότ’ όπως ξέρει μόν’ Αυτό και όπως Αυτό θέλει, πάει και επισκέπτεται τη γη όπως νομίζει, γιατί είν’ το Πνεύμα, είν’ Θεός, είν’
το Πανάγιο Πνεύμα.
ιδ’. Σπουδαία ήταν κι απίστευτα αυτά τα γεγονότα∙ είν’ απ’ αυτά –καταπώς λεν’– που ο
[νους τ’ ανθρώπου σταματά, όταν τα συλλογιέται- μα είχε και συνέχεια…
Όπως γέμισ’ το είναι τους ξάφνου απ’ Άγιο Πνεύμα, όλοι τους οι Απόστολοι
αρχίζουν να συνομιλούν και με δικούς και ξένους∙ κι ο πάσα εις ακροατής στη γλώσσα
[του εννόησε το κάθε τι που λέγαν.
Ρωμαίοι ακούν; Σαν τους δικούς τους ν’ άκουγαν και όχ’ άλλους «βαρβάρους». Κι οι
[Πάρθοι είπαν: γι’ άκουσε, μιλούν τα πατριωτάκια! Κι οι Μήδοι απ’ τον τόπο τους
[άκουγαν ομιλίες.
Οι Ελαμίτες έλεγαν: «Πω! πω! με πόση ευφράδεια τη γλώσσα μας μιλάνε»,
κι Άραβες πλησίασαν, ένιωσαν τόσο οικεία.
Κι αν πεις και για τους Φρύγιους και για τους Ασιάτες… «Μα πόσο κατανοητά, πόσο
[καλά μιλάνε» κι ατοί τους παραδέχονταν.
Και μ’ όποιον ήταν κι άκουγε κι ότι εθνότητα είχε με άνεση διαλέγονταν, γιατί είχαν
[Θεία φώτιση απ’
το Πανάγιο Πνεύμα.
ιε’.
Μετά, όμως, σαν κατάλαβαν όσ’ ήταν συναγμένοι, πως οι Απόστολοι μιλούν του
[κόσμου όλες τις γλώσσες,
σάστισαν απ’ την έκπληξη κι αρχίσαν να φωνάζουν: «Μωρ’ τι είν’ αυτό που
[βλέπουμε! Και τι άραγε να σημαίνει;
Αυτοί εδώ οι Απόστολοι δεν είναι Γαλιλαίοι;
Πώς στα καλά καθούμενα μπροστά στα μάτια όλων συμπατριώτες γίνανε μ’ ολάκερο
[τον κόσμο;
Σαν πότε είδε την Αίγυπτο και από που την ξεύρει αυτός ο Πέτρος ο Κηφάς;
Κι ο άλλος ο Ανδρέας; Μήπως ποτέ του έζησε στη Μεσοποταμία;
Για πες μου τούτοι ‘δώ οι δυο, οι γιοι του Ζεβεδαίου… Πώς κι από πού γνωρίζουνε
[αυτοί την Παμφυλία;
Τις απορίες μας αυτές ποιος είν’ να μας τις λύσει; Και τι να πούμε για όλ’ αυτά; Ή μήπως, τέλος πάντων, να το δεχτούμε και εμείς πως έτσι γίνοντ’ όλ’ αυτά, αφού έτσι το θέλει αυτό το Πνεύμα που είν’ Θεός, που είν’
το Πανάγιο Πνεύμα».
ις’. Για δες που γίνηκαν σοφοί, πρώην απλοί ψαράδες∙ γίναν μεγάλοι και τρανοί και
[ρήτορες σπουδαίοι
αυτοί που ζούσαν φτωχικά στις όχθες κάποιας λίμνης.
Αυτοί που καταγίνονταν ολημερίς να πλέκουν, δώστου και πάρε με ραφές τα δίχτυα της δουλειάς τους,
ξηλώνουν τώρα εύκολα τα ξόμπλια των ρητόρων∙ τα σχήματα τα διανοητικά τα
[περιπεπλεγμένα τα ξευτελίζουν τώρα δα με δυο απλές κουβέντες.
Με έναν λόγο που θα πουν, πολλά η καρδιά νογάει, εκεί που άλλοι λεν πολλά και
[τίποτα δεν μένει.
Κι έναν Θεό κηρύττουνε, μοναδικό στ’ αλήθεια∙ δε λεν για ακόμα έναν Θεό ανάμεσα
[στους τόσους.
Αυτόν τον Ένα προσκυνούν κι ως ένα αυτοί ορίζουν: Πατέρα ακατάληπτο,
Υιό από ίδια ουσία κι ολότελα αχώριστο∙ και σ’ όλα όμοιο μ’ Αυτούς και
το Πανάγιο Πνεύμα.
ιζ’. Ε… να που δόθηκε σ’ αυτούς, λοιπόν, να ξεπεράσουν τους πάντες όλους τους σοφούς και σ’ όλες όσες γλώσσες.
Κι όσοι δεν το πιστεύουνε γιατί φιλονικούνε και λόγια λένε ατέλειωτα σαν να
[παραληρούνε;
Γιατί παραφουσκώνουνε, καυχιόντ’ οι ειδωλολάτρες; και λένε λόγια ένα σωρό κι όλοι
[μαζί μιλάνε∙ και μ’ όλ’ αυτά ένα βουητό μάς μένει στο κεφάλι;
Τον εαυτό τους ξεγελάν μ’ αυτά που λέει ο Άρατος, εκειός ο τρισκατάρατος; Κι όλες
[οι ερμηνείες τους στον Πλάτωνα απάνω, σε πλάνες δεν τους ρίχνουνε;
Τον Δημοσθένη αγαπούν, μα πως μπορούν και το ξεχνούν πως άνθρωπος ήταν κι
[αυτός – με τις αδυναμίες του και τις ατέλειες του.
Κι απ’ τον καλό μας Όμηρο τι δεν καταλαβαίνουν; Ανθρώπινη η τέχνη του σαν όνειρο
[ανθρώπων που είν’ θολό και ατελές μπρος στου Θεού τα φώτα.
Κι ο Πυθαγόρας άξιος∙ για μια στιγμή, όμως, βρε παιδιά… Μην τον θεοποιούμε και
[θρύλο μην τον κάνουμε πάνω από κάθε θρύλο… Δίκαια κι αυτός μπρος στον
[Χριστό στέκει αποσβολωμένος.
Και μ’ όλ’ αυτά δε γίνεται, πως όλοι να μην τρέξουν και να πιστέψουν πια αυτούς
[που λόγια λένε θεία, σαν τους εφανερώθηκε κι ήρθαν και φωτίστηκαν από το
[Πνεύμα που είν’ Θεός, που είν’
το Πανάγιο Πνεύμα;
ιη’. Ελάτε να υμνήσουμε όλοι μαζί αδέρφια τις γλώσσες που μιλήσανε οι Μαθητές τη
[μέρα που ήρθαν οι γλώσσες τις φωτιάς και όλους τους φωτίσαν. Δεν ήταν οι
[περίτεχνες οι ρητορίες, τα λόγια∙
ήταν η Θεία δύναμη που όλους τους τράβηξε γλυκά κι έκλεψε την καρδιά τους.
Ψαράδες ήταν ψάρεψαν∙ μ’ αντί για το καλάμι, στο χέρι είχαν τον Σταυρό.
Ρήματα αντί για νήματα είχαν αυτά τα δίχτυα, που ρίξαν για να φέρουνε προς τον
[Χριστό τον κόσμο.
Κι ο λόγος ο φωτιστικός έγινε σαν αγκίστρι π’ έτσι όπως είναι αιχμηρός, αν τύχει και
[σε πιάσει, δεν την… γλιτώνεις – σώζεσαι!
Μα πιο πολύ το… δόλωμα π’ είχε αυτός ο λόγος, αυτό ήταν το καλύτερο…
Δόλωμα ακαταγώνιστο η σάρκα του Δεσπότη! Μόνο π’ αυτό το δόλωμα σαν είναι
[και το τρώγεις δεν θα σε πιάσ’ στον Θάνατο για να σε οδηγήσει.
Πιάν’ και σε πάει στη ζωή∙ ‘κεί ‘ναι που τους τραβάει όλους όσοι το σέβονται και το
[δοξολογούνε το Πνεύμα ετούτο που ‘ν’ Θεός που είν’
το Πανάγιο Πνεύμα.