Στις 13 Ιουνίου 1949 στη Σοβιετική Ένωση επιχειρήθηκε μία από τις μεγαλύτερες μετατοπίσεις πληθυσμών στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ακόμα και οι Έλληνες που έζησαν «πορείες θανάτου» από τους Οθωμανούς στον Πόντο την περίοδο 1916-1923, παρακολουθούσαν άναυδοι την τραγική τους μοίρα.
Σε κάθε ελληνικό σπίτι σε όλη την παραλιακή γραμμή από την Ανάπα στην περιοχή του Κράσνονταρ έως το Σόχουμ της Αμπχαζίας και το Βατούμ της Αντζαρίας μπήκαν ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης.
Λίγοι από τους άτυχους μετατοπισθέντες ενημερώθηκαν λόγω διαρροής πληροφοριών για την ενδεχόμενη βίαιη εξορία. Όπως δηλώνουν αυτόπτες μάρτυρες εκείνων των γεγονότων: «Επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους τόσα όσα χωρούσαν στην χειραποσκευή τους. Όλη η υπόλοιπη κινητή και ακίνητη προσωπική περιουσία κρατικοποιήθηκε».
Η ιδιωτική περιουσία απαγορευόταν εξαρχής στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Οι προσωπικές οικίες των Ελλήνων είτε πουλήθηκαν είτε παραχωρήθηκαν δωρεάν στους νέους κατοίκους που μεταφέρθηκαν από το Βορρά της Ρωσίας στην περιφέρεια Κράσνονταρ και από τις ορεινές περιοχές της Γεωργίας στην Αμπχαζία και στην Αντζαρία.
Παρά τη μυστικότητα της επιχείρησης ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως ο τελικός προορισμός της μεταφοράς μέσω των ατελείωτων σιδηροδρόμων της ΕΣΣΔ που κληρονομήθηκαν από τους τελευταίους τσάρους της δυναστείας Ρομανόφ, θα ήταν η Ασία.
Όμως οι αγαθοί και ανυποψίαστοι Έλληνες πίστευαν πως η εκτόπισή τους γίνεται με κατεύθυνση προς την Ελλάδα.
Όλοι οι εξορισμένοι είτε είχαν ελληνικά διαβατήρια, είτε απέκτησαν τη σοβιετική υπηκοότητα μετά την ελληνική. Η ψευδαίσθηση χάθηκε όταν το τρένο πέρασε τον ποταμό Βόλγα με μία μοναδική κατεύθυνση· προς την Ασία .
Υπό τη συνοδεία των στρατευμάτων της σοβιετικής κρατικής ασφάλειας οι εκτοπισθέντες μέσα σε κλειστά βαγόνια έφτασαν μετά από δύο εβδομάδες στις στέπες και την έρημο του νότιου Καζακστάν. Έφτασαν όσοι άντεξαν και επέζησαν. Γιατί πολλοί από αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες και τις αρρώστιες.
Η βίαιη εκτόπιση του 1949 ήταν ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των διώξεων και των εξοριών των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Ο νέος τρόπος καταπίεσης εξευρέθηκε λίγα χρόνια μετά τη λεγόμενη «Ελληνική επιχείρηση» της Εν-Κα-Βε-Ντε την περίοδο 1937-1938, που κόστισε χιλιάδες ζωές των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1939 από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα εξορίστηκαν οι οικογένειες των Ελλήνων υπηκόων που εκτελέστηκαν στη διάρκεια της «Ελληνικής επιχείρησης» του 1937-38. Στις συζύγους, στις μητέρες, στις αδελφές και στα παιδιά ανακοινώθηκε πως οι άνδρες τους ήδη βρίσκονταν στην Ελλάδα.
«Στην Ελλάδα δεν βρήκαμε τον πατέρα μου Ευθύμιο Συμεωνίδη. Αργότερα μάθαμε πως εκτελέστηκε από τους Σοβιετικούς», έλεγε ο γιος του Ιωάννης που έφτασε στην Αθήνα από την Οδησσό στην ηλικία των 10 ετών, το 1939 με τη μητέρα του Αγριππίνα (Δέσποινα) Τσεγγελίδη, τη γιαγιά και τη θεία του από τη μεριά του πατέρα του.
Πολιτική των μαζικών εξοριών, οι Έλληνες στην «ασιατική Βαβυλωνία»
Τη δεκαετία του 1930 οι σταλινικές Αρχές ξεκίνησαν την πολιτική των μαζικών εξοριών. Η Σιβηρία και η Κεντρική Ασία (ως επί το πλείστον το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Κιργιζία) γέμισαν από λαούς με πολύ διαφορετικές πολιτισμικές και γλωσσικές καταβολές.
Σε κοινωνίες με τον ντόπιο πληθυσμό στη πλειοψηφία του να βρίσκεται σε σχεδόν πρωτόγονη κατάσταση, έμεναν εξορισμένοι Ρώσοι, Ουκρανοί, λαοί της Βαλτικής, Γερμανοί του Βόλγα, Τσετσένοι, Αρμένιοι, Αζέροι, Κούρδοι, Κορεάτες, Ουιγούροι, Ντουγκάνοι (Κινέζοι μουσουλμάνοι), κ.ά.
Οι Έλληνες μαζικά συμπλήρωσαν τον πληθυσμό της «ασιατικής Βαβυλωνίας» τη δεκαετία του 1940.
Η πρώτη εκτόπιση των Ελλήνων έγινε προς το βόρειο Καζακστάν και τη Σιβηρία το 1942. Στο πλαίσιο της «επιχείρησης απομάκρυνσης άοπλου πληθυσμού» από το μέτωπο του πολέμου εξορίστηκε στη Σιβηρία και το βόρειο Καζακστάν μεγάλος αριθμός Ελλήνων από την περιοχή Κουμπάν της νότιας Ρωσίας και την πόλη Κερτς της Κριμαίας. Στις 24 Ιουνίου 1944 εξορίστηκαν στο Ουζμπεκιστάν της Κεντρικής Ασίας οι Έλληνες της υπόλοιπης Κριμαίας.
Στις 13 Ιουνίου 1949 εξορίστηκαν στο νότιο Καζακστάν πάνω από 40.000 άτομα ελληνικής καταγωγής. Όλος σχεδόν ο ελληνικός πληθυσμός ήταν από τις περιοχές Κουμπάν (βόρειος Καύκασος, Ρωσία), Αμπχαζία και Αντζαρία. Τα έξοδα διαβίωσης κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού τους καλύφθηκαν από τους ίδιους.
Από τις πληροφορίες που άφησε η εκτοπισμένη στο Καζακστάν Παρασκευή Πενταζίδη (1926, Κουμπάν Ρωσίας – 2006, Αθήνα) αποδεικνύεται για άλλη μια φορά το εξής: «Τις πρώτες μέρες απαγορευόταν να είναι ανοιχτά τα βαγόνια. Η έλλειψη οξυγόνου και η ανύπαρκτη υποδομή για την προσωπική υγιεινή δημιουργούσε εστίες μόλυνσης. Τα πρώτα θύματα της μεταφοράς στα βρόμικα βαγόνια για ζώα ήταν τα νεογνά και μικρά παιδιά.
»Για να δημιουργηθούν οι πρόχειρες τουαλέτες οι εκτοπισθέντες τρυπούσαν το πάτωμα των βαγονιών και έφτιαχναν με τα σώματά τους τις ασπίδες για να μην ντρέπονται οι γυναίκες τους άνδρες. Υπήρχαν περιπτώσεις όταν γυναίκες, που μεγάλωναν με τις αρχές των προγόνων τους από τον Πόντο, πέθαιναν αρνούμενες να κάνουν την ανάγκη τους στον ίδιο χώρο με τους ξένους άνδρες».
Ο σύζυγος της Παρασκευής Απόστολος Συμεωνίδης πέθανε στο Καζακστάν το 1955 από τις κακουχίες. Η νεαρή τότε Παρέσα (Παρασκευή) μεγάλωσε τα τρία τους παιδιά μόνη της. Επέζησε, επέστρεψε στην περιοχή Κουμπάν και το 1990 έφυγε με τα παιδιά και τα εγγόνια της στην Ελλάδα.
Συνολικά, από το 1942 έως 1949 από την παρευξείνια περιοχή του Καυκάσου εκτοπίστηκαν πάνω από 60.000 Έλληνες.
Οι βασανισμένοι Έλληνες έπρεπε να βρουν δυνάμεις για να ξεκινήσουν την ζωή τους από την αρχή. Οι τοπικές σοβιετικές Αρχές δεν μερίμνησαν για την εγκατάστασή τους. Οι πρόχειρες οικίες κτίστηκαν από τους ίδιους τους εκτοπισθέντες σε διαλείμματα κατά τη διάρκεια της πολύωρης εργασίας.
«Δεν μας πλήρωναν μέχρι το θάνατο του Στάλιν το 1953. Μετά πλήρωσαν μικρό μισθό, όμως μαζεμένο. Δεν ξέραμε πώς να διαχειριστούμε αυτά τα χρήματα. Πήγα στο μαγαζί και πήρα παπούτσια για τα τρία μου παιδιά. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν ένα παλιό ζευγάρι με τρύπες. Η μεγαλύτερη κόρη μου έβαζε αυτά τα παπούτσια και κουβαλούσε στην πλάτη τη μικρότερη αδελφή για να βγει έξω από το σπίτι το χειμώνα. Το καλοκαίρι κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι», έλεγε η Παρασκευή Πενταζίδη, όπως και πολλοί άλλοι εκτοπισθέντες.
Στους εκτοπισθέντες απαγορευόταν η απομάκρυνση από τον τόπο μόνιμης κατοικίας. Σύμφωνα με το διάταγμα του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, από τις 26 Νοεμβρίου 1948 οι παραβάτες του κανονισμού των «ειδικών ζωνών εγκατάστασης» αντιμετώπιζαν ποινή εικοσαετούς κάθειρξης. Οι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί, ήταν αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι κανονισμοί αυτοί ίσχυσαν μέχρι το θάνατο του Στάλιν. Τρία χρόνια αργότερα, το 1956, μετά το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και την καταδίκη των εγκλημάτων της σταλινικής περιόδου, στους εκτοπισθέντες επιτράπηκε ο επαναπατρισμός στους τόπους της προηγούμενης κατοικίας, με την προϋπόθεση πως αυτή η περιοχή δεν ανήκε στη ζώνη του υπεραυξημένου πληθυσμού.
Όμως, στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε σύστημα εσωτερικής πολιτογράφησης και η μετοίκιση από περιοχή σε περιοχή ήταν δύσκολη. Εύκολη ήταν μόνο η εγκατάσταση σε άγονες περιοχές.
Οι Έλληνες βρήκαν εμπόδια και κατά την εγγραφή τους στα κατά τόπους δημοτολόγια των περιοχών από τις οποίες εξορίστηκαν βίαια. Η περιουσία δεν επιστράφηκε στους νόμιμους κατόχους της. Στα σοβιετικά αρχεία στα βιβλία οικιών των Ελλήνων δεν αναφέρονται πια τα ονόματα τους. Οι Έλληνες ξανάρχισαν τη ζωή τους, για μία ακόμα φορά.
Οι σοβιετικές Αρχές αποκατέστησαν την ατομική νομική αθωότητα των άδικα εξορισμένων Ελλήνων. Τον Απρίλιο του 2014, στο πλαίσιο του νόμου για την αποκατάσταση των εξόριστων λαών της Κριμαίας, για πρώτη φορά ακούστηκαν οι Έλληνες ως εθνότητα άδικα διωκόμενη στην ΕΣΣΔ.
Ο οργανωμένος ποντιακός χώρος στην παγκόσμιά του διάσταση αναγνώρισε την 13η Ιουνίου 1949 ως Ημέρα μνήμης των σταλινικών διώξεων κατά των Ελλήνων τις δεκαετίες 1930-1940.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός.