Ο πρώην πρόεδρος της Κολομβίας, ο οποίος μάλιστα είναι και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 2016 Χουάν Μανουέλ Σάντος, παραδέχθηκε χθες Παρασκευή ότι χιλιάδες άμαχοι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από στρατιωτικούς που πιέζονταν να παρουσιάσουν αποτελέσματα στη σύγκρουση με τους πολεμιστές της πρώην οργάνωσης ανταρτών FARC.
«Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι το αρχικό αμάρτημα, αυτό που επέτρεψε τις φρικαλεότητες, ήταν η πίεση να υπάρξουν θύματα» στις τάξεις του εχθρού, αλλά και η πρόθεση στρατιωτικών να εξασφαλίσουν διάφορες «ανταμοιβές», σημείωσε ο πρώην πρόεδρος (2010-2018), που προσήλθε οικειοθελώς ενώπιον της Επιτροπής Αλήθειας στην Κολομβία.
Η Επιτροπή αυτή διενεργεί έρευνα για τον πόλεμο που κράτησε πάνω από μισό αιώνα ανάμεσα στον στρατό και την μαρξιστική οργάνωση Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας-Λαϊκός Στρατός (FARC-EP). Ιδρύθηκε στο πλαίσιο της συμφωνίας ειρήνης του 2016, που υπέγραψε προσωπικά ο πρώην πρόεδρος και οδήγησε στον αφοπλισμό και τη διάλυση της οργάνωσης των ανταρτών, η οποία μετασχηματίστηκε σε πολιτικό κόμμα.
Ο Χουάν Μανουέλ Σάντος ήταν υπουργός Άμυνας του πρώην προέδρου της σκληρής δεξιάς Άλβαρο Ουρίμπε (2002-2010), επί των ημερών του οποίου χιλιάδες άμαχοι εκτελέστηκαν και παρουσιάστηκαν σαν αντάρτες που έπεσαν σε μάχες.
Ο πρώην πρόεδρος είπε πως είχε ενημερωθεί για εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον στρατό όταν αναλάμβανε υπουργός Άμυνας το 2006, αλλά υποβάθμιζε την αξιοπιστία των καταγγελιών ωσότου ενημερώθηκε για το ζήτημα από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού.
Η Ειδική Δικαιοδοσία για την Ειρήνη (JEP), ειδικό δικαστήριο που εντέλλεται να δικάσει τα πιο βαριά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη διάρκεια του πολέμου του στρατού εναντίον των FARC, αποκάλυψε το Φεβρουάριο πως τουλάχιστον 6.402 άμαχοι σκοτώθηκαν από στρατιωτικούς την περίοδο από το 2002 ως το 2008. Πρόκειται για αριθμό τριπλάσιο από αυτόν για τον οποίο έκαναν λόγο οι κολομβιανές εισαγγελικές αρχές μέχρι τότε.
Στρατιωτικοί παρουσίαζαν τα θύματα σαν αντάρτες ή μέλη συμμοριών που διακινούσαν ναρκωτικά και αυτά τα «θετικά» αποτελέσματα τους εξασφάλιζαν παράσημα, άδειες και προαγωγές. Χιλιάδες θύματα όμως ήταν στην πραγματικότητα άμαχοι που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ.