Η Ελλάδα έχει επιδοθεί σε ένα αγώνα να αναπληρώσει τα κενά που έχουν δημιουργηθεί στην εθνική μας άμυνα, λόγω της ολιγωρίας που επέδειξαν επί σειρά ετών πολλές κυβερνήσεις.
Θεσμικοί φορείς του κράτους, ινστιτούτα και… δεξαμενές σκέψης, που θα έπρεπε να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην περιοχή και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας –που σταδιακά αυτή καθ’ αυτή μετατρέπεται εκτός από πρόβλημα εθνικής άμυνας και ασφάλειας και σε πολιτικό πρόβλημα για την Ελλάδα–, και να ενημερώνουν τις κυβερνήσεις με στρατηγικές εκτιμήσεις για την διαμορφούμενοι απειλή, ήταν απασχολημένοι όλοι αυτοί με το τι θα δώσουμε στην Τουρκία, για να μη μας απειλεί.
Λες και αν δώσεις κάτι στην Τουρκία, θα σταματήσει να διεκδικεί κι άλλο, κι άλλο, μέχρι να ακυρώσει πλήρως την εθνική και κρατική σου υπόσταση, αφού αυτός είναι ο τελικός στόχος της Άγκυρας και όχι η «εξεύρεση λύσης» στα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Εάν οι φορείς και τα ινστιτούτα αντί στην πράξη να υπονομεύουν τα εθνικά μας συμφέροντα είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους τόσα χρόνια, σήμερα η Ελλάδα δεν θα έτρεχε πανικόβλητη να προμηθευτεί αεροσκάφη και φρεγάτες, για να είναι σε θέση οι κυβερνήσεις των επομένων ετών να διαχειριστούν την τουρκική επιθετικότητα και να υπερασπιστούν τα σύνορα και τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τώρα λοιπόν τρέχουμε και δεν φτάνουμε.
Στον αέρα, η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη, γιατί ευτυχώς η Ελλάδα διαθέτει ένα εξαιρετικό σύστημα αεροπορικής άμυνας, ενώ ενισχύεται σημαντικά με την αγορά των Rafale, προμήθεια η οποία έγινε εσπευσμένα, δεν προβλέπει σοβαρή συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Αν είχε γίνει αλλιώς η διαδικασία και αν το 30% του ποσού που δαπανάται, πήγαινε σε ελληνικές βιομηχανίες, αυτό θα λειτουργούσε λυτρωτικά για το χώρο, που έχει απαξιωθεί λόγω λανθασμένων πολιτικών επιλογών.
Και η κατάσταση στον αέρα γίνεται ακόμα πιο εύκολα διαχειρίσιμη για την Ελλάδα, λόγω του αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
Για να καλύψει αυτό το κενό η Τουρκία θα απαιτηθούν 5-10 χρόνια, ενώ αν στραφεί προς τη Ρωσία, αυτό θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τουλάχιστον ίδια με εκείνα της προμήθειας των S-400.
Μοναδικό πρόβλημα στον αέρα, είναι η χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και σμηνών drones, κάτι που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την Ελλάδα, δεδομένου ότι η Τουρκία τα χρησιμοποίησε στο Ιντλίμπ της Συρίας, εναντίον σύγχρονων αντιαεροπορικών συστημάτων ρωσικής κατασκευής, τα οποία δεν μπόρεσαν να τα αντιμετωπίσουν. Αν υπάρχει επαφή με τη Συρία, καλό είναι η Ελλάδα να αναζητήσει τρόπους να συγκεντρώσει στοιχεία για την επιχειρησιακή χρησιμοποίηση κυρίως των σμηνών drones.
Όμως, ενώ η κατάσταση στον αέρα είναι σχετικώς διαχειρίσιμη, στη θάλασσα τα πράγματα είναι δύσκολα. Όσο το «παιχνίδι» παιζόταν στο Αιγαίο, το ελληνικό πολεμικό ναυτικό αντιμετώπιζε με επιτυχία στην αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, στηριζόμενο στην γεωγραφία, που μας ευνοεί, αλλά και στην επιχειρησιακή δεινότητα των Ελλήνων αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών.
Από τη στιγμή, όμως, που το «παιχνίδι» διολίσθησε στην Αν. Μεσόγειο, με προοπτικές επέκτασης και νότια της Κρήτης, στο Λιβυκό Πέλαγος, δηλαδή στις ανοιχτές θάλασσες, αποκαλύφθηκαν σοβαρές αδυναμίες για τη διαχείριση της κατάστασης.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως φρεγάτες ανοικτής θαλάσσης, με δυνατότητες στον δικτυοκεντρικό πόλεμο, στην αντιαεροπορική άμυνα, τον αντιπλοϊκό, τον ανθυποβρυχιακό τον αντι-UAV και τον ηλεκτρονικό πόλεμο.
Στις πλάτες ή μάλλον στα μυαλά και στην εντιμότητα των αξιωματικών του πολεμικού μας ναυτικού αλλά και της κυβέρνησης που θα λάβει την τελική απόφαση, κρέμεται κυριολεκτικά η τύχη της Κύπρου και της Ελλάδας.
Η σωστή από κάθε άποψη, επιχειρησιακή και γεωπολιτική, πρόταση του Πολεμικού Ναυτικού και απόφαση της κυβέρνησης, θα δώσει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των επομένων 30-40 χρόνων να υπερασπιστούν την εθνική κυριαρχία αλλά και τα συμφέροντά μας στις θαλάσσιες ζώνες, σε Κύπρο και Ελλάδα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί η απόφαση επιτυχής και εθνικά συμφέρουσα, πέραν των όσων έχουν αναφερθεί παραπάνω, είναι η ανάθεση υποκατασκευαστικού έργου σε ελληνικά ναυπηγεία και εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας, κάτι που έχει τεράστια σημασία για την ανάπτυξη του κλάδου. Θα έλεγα ότι είναι η τελευταία ευκαιρία όχι απλά να σώσουμε αλλά να αναπτύξουμε την ελληνική αμυντική βιομηχανία, κάτι που θα έχει σοβαρές θετικές επιπτώσεις όχι μόνο στην άμυνα, αλλά και στην εθνική οικονομία, όπως και στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Η Ελλάδα διαθέτει υψηλή τεχνολογία, απλά ολιγωρήσαμε, δεν την χρησιμοποιήσαμε στην άμυνα και σκοτώσαμε με τα ίδια μας τα χέρια έναν κλάδο που μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, προστασίας της χώρας και άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Ας ελπίσουμε η απόφαση για τις φρεγάτες να διορθώσει το λάθος που έγινε με τα Rafale και ταυτόχρονα να ξανακάνει την Ελλάδα κυρίαρχο των θαλασσών στο Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο και το Λιβυκό Πέλαγος.