Συγκλονιστικές μαρτυρίες Ελλήνων της Ανατολής που είτε χάθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τις διαφορετικές φάσεις γενοκτονίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε που έφθασαν στην Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα ως πρόσφυγες, φιλοξενεί στην ιστοσελίδα του το Greek Genocide Resource Center.
Μία από αυτές αφορά τον Παναγιώτη Νικολαΐδη από τα Μουδανιά, που ζούσε στη Σμύρνη όταν έγινε η καταστροφή της.
Την μοιράστηκε η εγγονή του Χρύσα Νικολοπούλου.
«Δεν άντεχε τα όσπρια. Του θύμιζαν το ορφανοτροφείο στη Σύρο»
«Ο παππούς μου Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1909 στα Μουδανιά, που βρίσκονται στην επαρχία της Προύσας. Το σπίτι της οικογένειάς του στην Προύσα έβλεπε τη θάλασσα, κάτι που ο ίδιος θυμόταν έντονα. Είχε πέντε αδελφούς και μία αδελφή.
Πριν την Καταστροφή της Σμύρνης (το Σεπτέμβριο του 1922), ο Παναγιώτης Νικολαΐδης και η οικογένεια του ζούσαν στην πόλη. Μέρες πριν καεί, Τούρκοι δολοφόνησαν βίαια τον πατέρα του. Ως αποτέλεσμα, η μητέρα του και μία ομάδα φίλων και συγγενών αποφάσισαν να φύγουν από τις κατοικίες του και να το σκάσουν στη σχετική ασφάλεια της ακτογραμμής της Σμύρνης.
»Ο Παναγιώτης και οι δικοί του περίμεναν κατά μήκος της ακτογραμμής για μέρες, βλέποντας συνεχώς σκηνές λοιμού, φόβου και απελπισίας. Όταν τα πλοία άρχισαν να φτάνουν για να τους πάρουν μακριά, χωρίστηκε από τη μητέρα και τα αδέλφια του. Καθώς έφτασε η σειρά του να φύγει από το λιμάνι και να επιβιβασθεί σε πλοίο, στράφηκε στη μητέρα του και παρατήρησε ότι δεν ήταν καλά, υπέφερε από την όλη κατάσταση. Οι άνθρωποι στην ομάδα του, τού είπαν να συνεχίσει να προχωράει.
«Έλα Παναγιώτη. Η μητέρα σου είναι αδιάθετη. Κοιμάται. Θα έρθει με τους άλλους». Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδε τη μητέρα και τα αδέλφια του.
Ο παππούς μου πέρασε λίγο χρόνο στο ορφανοτροφείο της «Εγγύς Ανατολής» στο νησί της Σύρου πριν μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όταν έφτασε ήταν μόνος και έπρεπε να αγωνιστεί για τον εαυτό του. Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε σε διάφορες θέσεις εργασίας κυρίως στην περιοχή του Πειραιά. Ξεκίνησε αρχικά να πουλάει καρφίτσες για τα μαλλιά, πριν αγοράσει ένα περίπτερο στο οποίο έψηνε φιστίκια και τα πουλούσε στον κόσμο. Με τα χρήματα που αποταμίευσε, αγόρασε ένα εισιτήριο και ταξίδεψε στη Γερμανία ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή.
»Επέστρεψε στην Ελλάδα και μετακόμισε στην Κόρινθο, όπου εργάστηκε ως εργάτης σε χωράφια με βερίκοκα, λεμόνια, πορτοκάλια και σταφύλια, και ό, τι ήταν εποχής. Ένιωθε σαν στο σπίτι του στην Κόρινθο καθώς κατοικούνταν από πολλούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και δεν πέρασε πολύς καιρός πριν ένας από τους εργοδότες να του χαρίσει ένα μικρό αγροτεμάχιο. Ήταν στην Κόρινθο όπου ο Παναγιώτης ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και έφτιαξε οικογένεια. Παντρεύτηκε την κόρη της Ελένης Τσερλίδου, που ήταν επίσης πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία.
Η ζωή ήταν ένας μόνιμος αγώνας επιβίωσης για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και η ζωή του παππού μου δεν ήταν διαφορετική.
Το φαγητό και το καταφύγιο ήταν τα δύο πιο σημαντικά πράγματα για αυτόν. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που έζησε μια απλή ζωή χωρίς πολυτέλειες, αλλά υπήρχε ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αντέξει. Αυτό ήταν τα όσπρια. Κι αυτό γιατί όποτε σκέφτοταν τα όσπρια, σκέφτοταν τις στιγμές που του έδιναν όσπρια ως ορφανό στο νησί της Σύρου. Μου είπε ότι όταν το κουτάλι χτυπούσε στον πάτο του πιάτου, έκανε θόρυβο γιατί στη σούπα υπήρχαν πέτρες. Δεν έτρωγε όσπρια για αυτόν τον λόγο.
»Ο παππούς μου έζησε όλη του τη ζωή αναζητώντας τα χαμένα αδέλφια του, αλλά δεν τα βρήκε ποτέ. Ενώ ήταν βέβαιος ότι η μητέρα του πέθανε στο λιμάνι της Σμύρνης και δεν έφυγε από αυτές τις ακτές, έζησε με την ελπίδα να βρει τα πέντε αδέλφια και την αδερφή του. Για σχεδόν 50 χρόνια έψαχνε, ρωτώντας κάθε πρόσφυγα που περνούσε από το δρόμο του, εάν ήξερε τίποτα σχετικά με το πού βρίσκονταν τα αδέρφια του και η αδερφή τους. Τη δεκαετία του ’70 έψαξε ακόμη και μέσω του Ερυθρού Σταυρού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης πέθανε το 2003, σε ηλικία 94 ετών. Παρά την ηλικία του, ήταν πνευματικά ενεργός και ήταν σε θέση να συνομιλήσει μέχρι να πεθάνει.
Μια μέρα πριν πεθάνει, ο παππούς μου είχε ένα όραμα, το οποίο μοιράστηκε μαζί μου καθώς καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι του. Περιέγραψε ότι βρισκόταν σε έναν όμορφο κήπο, και η μητέρα του του φώναζε: «Παναγιώτη έλα!». Στη συνέχεια, βλέπει έναν Τούρκο στρατιώτη πάνω σε άλογο να τον κυνηγάει, ενώ βγάζει ένα μακρύ σπαθί. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που είχε στο μυαλό του πριν πεθάνει. Ίσως ήταν μια εικόνα από την ακτογραμμή της Σμύρνης καθώς η ομάδα του περίμεναν να μεταφερθούν κάπου ασφαλείς. Ή το πιθανότερο, ήταν η στιγμή που οι Τούρκοι έφτασαν στο σπίτι του και δολοφόνησαν τον πατέρα του.
Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τον ρωτήσω τι ακριβώς οραματίστηκε πριν πεθάνει, αλλά μπορούσα να δω καθαρά το φόβο στα μάτια του καθώς έλεγε την ιστορία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα.»