Ο ελληνισμός του Πόντου είχε την τεκνογονία δώρο Θεού και κόσμημα της οικογένειας και την πολυτεκνία πλούτο και συμβολή στη συλλογική οικογένεια του ελληνισμού. Η ατεκνία εθεωρείτο σοβαρό ατύχημα, ενώ η μονοτεκνία ελαφρύτερο.
Αναφορικά με την πολυτεκνία, όταν ειδικά η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, έλεγαν την εξής φράση: Η τσούνα π’ εκουταβίασεν, μαλέζ’ κ’ εχόρτασεν, δηλαδή η σκύλα που γέννησε πολλά, φαγητό δεν χόρτασε.
Εγκυμοσύνη-βαριασίαν
Όταν μια γυναίκα ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης εκδηλώνονταν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της συναισθήματα χαράς και ενδιαφέροντος. Έτσι, συνήθιζαν να λένε: Η νύφε δίψυχος έν’ (η νύφη μας φέρει δύο ψυχές μαζί της), Η νύφε βαρυασμέντσα έν’ (η νύφη μας φέρει πρόσθετο βάρος, σωματικό), Η νύφε έμποδος εν’ (η νύφη έχει εμπόδια στις εργασίες).
Επίσης συνήθιζαν να λένε: ’Σ σην βαρυασμέντσαν τήν νύφεν βαρύν δουλείαν μην αφίνετε (στην εγκυμονούσα νύφη βαριά δουλεία να μην επιτρέπετε).
Σε περιπτώσεις που η νύφη αψηφούσε την ιδιαίτερη κατάστασή της και συνέχιζε να κάνει διάφορες εργασίες όπως και πριν, έλεγαν: Η κοιλία’ς σό στόμαν, μέρ’ αχπάσκεται; Χάν’ το παιδίν ατ’ς και κολατίουμες, δηλαδή η κοιλιά της έφτασε στο στόμα της, που ετοιμάζεται για δουλειά; Θα αποβάλει και θα αμαρτήσουμε.
Εκτός όμως όλων των παραπάνω συναισθηματικών εκδηλώσεων, υπήρχαν και σ’ αυτήν την περίπτωση δεισιδαιμονίες και προλήψεις για την κυοφορούσα, που τηρούσαν την εφαρμογή τους με ευλάβεια, όπως ακριβώς έμαθαν από τις προηγούμενες γενιές.
Έτσι, η εγκυμονούσα απόφευγε να παίρνει μαζί της πλουμιστά με ζωγραφιές και χρώματα αυγά, για να μην αποτυπωθούν στίγματα στο πρόσωπο του παιδιού που θα γεννούσε.
Τόσο η εγκυμονούσα όσο και ο σύζυγός της απόφευγαν να τρώνε κολλημένους καρπούς φρούτων, για να μην αποκτήσει δίδυμα.
Αν στο πρόσωπο της εγκυμονούσας εμφανίζονταν κηλίδες ήταν σημάδι πως θα γεννούσε κορίτσι. Όπως επίσης εάν τύγχανε να βρει βελόνα, δαχτυλίδι και ψαλίδι ήταν προμήνυμα ότι θα γεννούσε κορίτσι.
Σε περίπτωση που η εγκυμονούσα έβρισκε στο δρόμο της πιστόλι ή μαχαίρι θεωρούσαν πως ήταν προμήνυμα ότι θα γεννούσε αγόρι.
Ο ρόλος και η παρουσία της μαμής
Στα χρόνια στα οποία αναφερόμαστε στον Πόντο δεν υπήρχαν διπλωματούχες μαίες, αλλά πρακτικές που αναλάμβαναν να ξεγεννήσουν τις εγκύους. Οι μαμές εκπαιδεύονταν συνήθως από κάποια ηλικιωμένη, που τις περισσότερες φορές ήταν συγγενικό πρόσωπο, προκάτοχος στο επάγγελμα που αναλάμβανε να μυήσει τις διαδόχους της.
Πρέπει να σημειώσουμε πως κάποιες μαμές λειτουργούσαν και ως πρακτικές θεραπεύτριες, συνήθως καταγμάτων, αλλά ορισμένες φορές και τραυμάτων ή μολύνσεων.
Η μαμή πολλές φορές αναλάμβανε να «ξεκλειδώσει» την κλειδωμέντσα γαρή, τη γυναίκα δηλαδή που ενώ ήταν χρόνια παντρεμένη, δεν έμενε έγκυος. Η θεραπεία που εφάρμοζε ήταν η ακόλουθη: Καθάριζε το παρακαμίν’, την εστία, από φωτιά, χόβολη και στάχτη και κάθιζε τη γυναίκα μέσα σε κουβέρτα τυλιγμένη, περίπου για μία ώρα. Στη συνέχεια έβραζε μολόχα και άπλωνε τη μάζα του βοτάνου σαν κατάπλασμα σε γάζα στο υπογάστριο, ενώ με το νερό έκαναν αχνίσματα στα γεννητικά όργανα της γυναίκας.
Πρέπει να σημειώσουμε πως σε περιπτώσεις δύσκολης σύλληψης η οικογένεια της εγκυμονούσας λάμβανε αυστηρά μέτρα προστασίας της εγκύου, για ν’ αποφευχθεί η ακούσια αποβολή.
Βέβαια εκούσια διακοπή κύησης σε νόμιμη εγκυμοσύνη δεν γινόταν, μιας και η έκτρωση θεωρούνταν θανάσιμο αμάρτημα.
Γέννεμαν, τοκετός
Όταν έπιαναν οι πόνοι την επίτοκο, πονάεται όπως έλεγαν χαρακτηριστικά από την οικογένειά της, έσπευδαν να ειδοποιήσουν αμέσως τη μαμή. Στον αγγελιοφόρο αυτή ανταποκρινόταν λέγοντας την ευχή «’σ σον ’Αενλεφτέρ’» δηλαδή η χάρη του Αγίου Ελευθερίου να την ελευθερώσει.
Ώσπου να φτάσει η μαμή οι γυναίκες του σπιτιού ετοίμαζαν το βραστό νερό, τα καθαρά πανιά και τις φασκιές του παιδιού. Στον τοκετό έπαιρναν μέρος τουλάχιστον δύο μαμές· η δεύτερη ήταν η εμπρομαμή, συνήθως από το οικογενειακό περιβάλλον της επίτοκης που έκανε βοηθητική δουλειά σύμφωνα με τις εντολές της μαμής.
Μόλις έφτανε στο σπίτι της επίτοκης η μαμή, αφού χαιρετούσε τους οικείους της, έκοβε τα νύχια της, έπλενε τα χέρια της και τα απολύμαινε με ρακή. Στη συνέχεια έκαμε επέμβαση, για να διαπιστώσει θέση και πορεία του εμβρύου. Αν δεν είχε πάρει κανονική θέση ξάπλωνε την επίτοκη σ’ ένα στρωσίδι και τέσσερα άτομα, πιάνοντας τις τέσσερις άκρες του στρωσιδιού, κυλούσαν τη γυναίκα μαλακά δεξιά-αριστερά.
Στο διάστημα μεταξύ των ωδίνων σήκωναν την επίτοκη να περπατά πέρα δώθε στο δωμάτιο. Κάθε φορά που την έπιανε ο πόνος έπαιρνε θέση γέννας και σφιγγόταν, ενώ η μαμή την άλειφε με λάδι.
Προς το τέλος της διαδικασίας, και όταν η γυναίκα εξουθενωμένη δεν είχε άλλο δύναμη να σφιχτεί, προκαλούσαν έμετο βάζοντας τα μαλλιά της στο στόμα της είτε δίνοντάς της να πιεί αλατόνερο, γιατί έτσι επιτύγχαναν μεγαλύτερη διαστολή.
Μόλις έβγαινε το παιδί η μαμή έκοβε με το ψαλίδι το λώρο, 4-5 πόντους περίπου από τον ομφαλό, και τον έδενε με βαμβακερή κλωστή. Κατόπιν, η εμπρομαμή πίεζε την κοιλιά της γυναίκας για να βγει το ύστερο, ο πλακούντας. Εάν όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες δεν κατάφερναν να τον βγάλουν, τότε η μαμή έβαζε το χέρι της μέσα στη μήτρα και πολύ προσεχτικά τον τραβούσε με τα δάχτυλά της.
Όλους αυτούς τους πολύπλοκους και επιδέξιους χειρισμούς η μαμή τους έκανε γονατιστή, σε μια ιδιαίτερα άβολη στάση, και χωρίς να βλέπει. Δούλευαν μόνο τα εξασκημένα χέρια της.
Σε περίπτωση που το νεογνό βγαίνοντας από την κοιλιά δεν έκλαιγε και φαινόταν σαν πεθαμένο, δεν έκοβαν το λώρο: Αφού πρώτα έβγαζαν το ύστερο και το έκαιγαν, τότε έπαιρνε ζωή. Επίσης εάν έκλαιγε λίγο και σταματούσε, αυτό θεωρούνταν ανησυχητικό σημάδι. Για να το συνεφέρουν χτυπούσαν σαχάνια στ’ αυτιά του ή φυσούσαν στ’ αυτιά και στο στόμα του.
Μετά τον τοκετό
Αφού η μαμή έκοβε το λώρο, έλουζε το βρέφος με χλιαρό αλατόνερο και αφού το σκούπιζε καλά το πασπάλιζε στις μασχάλες, αλλά και σ’ όλες τις πτυχές, με σκόνη από σκοροφαγωμένο ξύλο καλά κοσκινισμένο. Η σκόνη αυτή προφυλούσε από το σύγκαμα.
Εάν ήταν πρόωρο, η μαμή το έλουζε με χαμομηλόνερο και αφού το σκούπιζε καλά, λόγω της ευαισθησίας του, το τοποθετούσε σε νιόξαντο μαλλί, δηλαδή καλοπλυμένο και λαναρισμένο άσπρο μαλλί.
Κατόπιν η μαμή, αφού φάσκιωνε το βρέφος ισιώνοντας τα χέρια και τα πόδια του, έπαιρνε το ύστερο, το τοποθετούσε σ’ ένα καθαρό πανί, έριχνε λίγο αλάτι και το έθαβε στην αυλή του σπιτιού, βάζοντας και μία πέτρα από πάνω, για να μην το φάνε τα σκυλιά.
Η μαμή είχε υποχρέωση να πηγαίνει καθημερινά επί οκτώ μέρες στη λεχώνα για να λούζει το βρέφος και να πλένει τα πανιά της γυναίκας και του παιδιού.
Η αμοιβή της μαμής ήταν ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα τσεμπέρι, χρήματα εάν είχε η οικογένεια της λεχώνας, και απαραίτητα μια πλάκα σαπούνι. Η συμβολική κίνηση της προσφοράς σαπουνιού γινόταν διότι πίστευαν πως όταν πάει στον άλλο κόσμο τα χέρια της δεν πρέπει να είναι ματωμένα.
Μετά τον τοκετό στη λεχώνα έδιναν τσάι και μια ελαφριά σούπα. Κρέας έτρωγε μετά από οκτώ μέρες.
Η θεραπεία της στειρότητας
Τις περισσότερες φορές απέδιδαν τη στειρότητα σε κρύωμα, εφαρμόζοντας κατά περίσταση αρκετούς τρόπους θεραπείας, όπως αχνισμούς, έμπλαστρα και ζεστά λουτρά.
Στην περίπτωση θεραπείας με αχνισμούς η μαμή έβραζε θολόσταχτη (σταχτόνερο) σ’ ένα δοχείο, προσθέτοντας λεβόρια (βρομούσα), τσουκνίδες, μολόχες και άγρια λουλούδια. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να καθίσει πάνω, σκεπάζοντάς την με κουβέρτα. Συνήθιζαν αυτή τη θεραπεία να την εφαρμόζουν βραδινές ώρες, για να μην κρυώσει η γυναίκα κάνοντας στη συνέχεια άλλες εργασίες.
Τα έμπλαστρα η μαμή τα παρασκεύαζε ανακατεύοντας σε σκεύος σαπούνι τριμμένο, ασπράδι αυγού και ρακή, ή θυμίαμα και ρακή. Αφού ανακάτευε πολύ καλά το μίγμα, το άπλωνε σ’ ένα κάμποτο ύφασμα και το τοποθετούσε στη μέση της γυναίκας και στο υπογάστριο, αφού προηγουμένως την είχε τρίψει με πολύ δύναμη, τόση «που ετράβανεν τα κρέατα τ’ς ως να λέει η γαρή πονώ, πονώ».
Τα ζεστά λουτρά ήταν μια θεραπευτική μέθοδος που την ασπάζονταν οι περισσότερες. Γέμιζαν ένα βαρέλι με ζεστό νερό στο οποίο η γυναίκα παρέμενε ώσπου να γίνει χλιαρό.
Εάν, όμως, αυτές οι μέθοδοι δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα, τότε η μαμή κατέφευγε σε αμφίχειρη εξέταση, για να διαπιστώσει εάν η μήτρα ήταν στραβή. Σ’ αυτή την περίπτωση, ξάπλωνε τη γυναίκα ανάσκελα, σήκωνε τα πόδια της κι αφού τα τίναζε μερικές φορές την έτριβε καλά στο υπογάστριο για να ισιάξει η μήτρα. Κατόπιν την έζωνε σφιχτά μ’ ένα τετράγωνο μάλλινο τσεμπέρι, έτσι ώστε να σχηματίζει τρίγωνο γύρω από το υπογάστριο.
Θωμαΐς Κιζιρίδου