Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στην Πεντηκοστή. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
ζ’. Ακούει τότε ο Θεός, ο Παράκλητος ακούει αυτούς που Του προσεύχονταν και Τον
[παρακαλούσαν.
Κι όχι μονάχα άκουσε, βρέθηκε και κοντά τους και στην καρδιά τους φώλιασε στης προσευχής την ώρα.
Δεν είν’ πως έφυγ’ απ’ αλλού και πήγε εκεί κοντά τους, Αυτός ο απερίγραπτος.
Δεν ήταν μετακίνηση∙ μετάβαση δεν ήταν, τούτη Του η συγκατάβαση.
Κι ούτε λιγόστεψε απ’ αλλού, για να ‘χουν κι οι Απόστολοι κι αυτοί το μερτικό τους.
Την ώρα που είν’ ακέραιος εκεί ψηλά στα πάνω, την ίδια ώρα ολάκερος είναι και εδώ
[κάτω και όπου τον θες και πανταχού.
Ότ’ είναι Θεία Φύση, ούτε που περιγράφεται ούτε και ψηλαφιέται
και μάτια δεν Τον βλέπουνε∙ η πίστη είναι το κλειδί της κατανόησής Του.
Με χέρια Αυτός δεν πιάνεται∙ μονάχα οι πιστές καρδιές μπορούνε να αγγίξουν,
[μπορούν να έρθουν σ’ επαφή με
το Πανάγιο Πνεύμα.
η’. Ήταν λοιπόν όλοι μαζί εκείνην την ημέρα της Θείας της Πεντηκοστής∙
κι ήταν προσηλωμένοι οι ένδεκα οι μαθητές στην προσευχή τελείως.
Κι όπως λέει το Βαγγέλιο, τις Πράξεις αν διαβάσεις μέσα εκεί θε να το δεις το τι
[συνέβη τότε:
βοή ανέμου δυνατού, μα δεν θροΐζει φύλλο, κι ο ήχος μοιάζει ν’ αντηχεί ψηλά απ’
[τα επουράνια.
Κι ήταν σαν το δωμάτιο να γέμισ’ όλο φλόγες
και τους αγαπητούς Απόστολους τους σάστισε τελείως.
Καθώς βλέπαν το σπίτι τους σαν πλοίο μες στα κύματα να πααίνει πέρα-δώθε,
προς τον Θεό στραφήκανε κι όλοι μαζί φωνάζουν: «Δεσπότη μας σταμάτησε τούτην
[την τρικυμία και στείλε μας αν γίνεται το Πνεύμα σου το αγαθό που ‘ν’
το Πανάγιο Πνεύμα».
θ’. Κι όπως νομίσανε οι σοφοί πως το ανώι θα χαθεί, πως θα το πάρ’ ο αέρας,
σφαλήξανε τα μάτια τους απ’ τον πολύ το φόβο.
Δεν φτάν’ αυτό που βλέπανε κι έρχεται από πάνω και άλλο φοβερότερο.
Κι απά στη σαστιμάρα την πρώτη αυτή που πήρανε, δεύτερος τρόμος πιάνει, ότ’ έρχονταν τα θαύματα το ‘να μετά ‘πό τ’ άλλο.
Γιατί ήρθαν και γλώσσες φωτιάς κοντά και τους αγγίζαν∙
και νά σου οι καλοί μας βρέθηκαν να ‘χουν φωτιές να στέκονται στην κεφαλή τους
[πάνω.
Κι όχι… δεν άρπαζαν φωτιά της κεφαλής οι τρίχες∙ μονάχα ο νους φωτίζονταν.
Τις έστειλε ως προπομπούς, για καθαρμό κι εξαγνισμό… Ποιος;
το Πανάγιο Πνεύμα.
ι’. Σαν πήρε ο Πέτρος μυρωδιά, τα γεγονότα όλ’ αυτά τι είναι, τι σημαίνουν, στράφηκε
[στους υπόλοιπους και λέει και το φωνάζει:
«Αδέρφια σ’ όσα βλέπουμε με σέβας ας σταθούμε κι ας μην πολυσκαλίζουμε σχολαστικά το τι ‘ναι…
Μην πει κανείς, θέλω να πω, “μα τι ακριβώς να είν’ αυτό που ζούμε αυτήν την
[ώρα;”.
Ό,τι συμβαίνει, προφανώς, το νου μας υπερβαίνει και η σκέψη η ανθρώπινη δεν το
[χωρά καθόλου.
Ήρθ’ ο αέρας κι η φωτιά και γίναν ένα πράγμα κι αυτό αδιαμφισβήτητα είναι γνήσιο
[θαύμα.
Αύρα και φλόγα δέθηκαν – τι θέαμα απίστευτο που είδαμε μπροστά μας!
Ποιος είδε μες στον άνεμο ν’ ανάβουν οι λαμπάδες; Ποιος είδε μέσα σε νερά σπίθες
[να ξεπετιούνται;
Ποιος είδε και ποιος άκουσε; Και ποιος μπορεί τάχα να πει γι’ αυτό που υπάρχει κι
[είν’ Θεός, για
το Πανάγιο Πνεύμα.
ια’. Έτσι κι εσείς αγαπητοί, σταθείτε και κοιτάξτε τις φλόγες ‘δώ που φάνηκαν με βλέμμα απλό, καθάριο.
Γιατί απ’ τα ύψη στάλθηκαν∙ για εμάς τις έστειλε Αυτός που κατοικεί στα ύψη.
Και μην κανείς σας φοβηθεί! Ετούτα δω τα κάρβουνα κανέναν δεν τον καίνε.
Και μην πολύ ξαφνιάζεστε π’ αυτή η φωτιά δεν καίει∙ ως συνετοί που είσαστε, να
[θυμηθείτε τις γραφές.
Θυμάστε τότε στα παλιά πως καλοδέχτηκ’ η φωτιά τα τρία τα παιδάκια;
Όχι μόνο δεν βλάφτηκαν στο σώμα τα παιδάκια, μα ούτε μια τρίχα κάηκε από την
[κεφαλή τους.
Δεν το θυμάστε; Τρία παιδιά τα ρίξανε στο διάπυρο καμίνι κι ύστερα βλέπαν τέσσερις
[μες στη φωτιά να στέκουν.
Η κακομοίρα η φωτιά… τρεις της πετάξαν για να φάει, δεν λιάνισε κανέναν∙ και
[τέταρτο τους έδειχνε, πλήρωσε πανωτόκι. Ως κι φωτιά σεβάστηκε· ότι κανείς δεν
[δύναται, δεν είναι να τα βάλεις με τον Μεγαλοδύναμο, με
το Πανάγιο Πνεύμα.
ιβ’. Ελάτε τώρ’ αδέρφια μου, ας πιάσει ο καθείς μας, τον φόβο μέσα απ’ την ψυχή και
[μακριά ας τον διώξει.
Έτσι ας φανερώσουμε τον πόθο μας για Κείνον, Τον Κύριο π’ Αναλήφθηκε.
Έτσι κι Αυτός αγάπησε εμάς τους εκλεκτούς Του∙
και όσα μας προμήνυσε τα έκαν’ όλα πράξη – τα είπε και τα έκανε.
Τι νόημα έχει ο φόβος μας για φλόγες που δεν καίνε;
Πείτε πως είναι λέλουδα, πείτε πως είναι ρόδα∙ στ’ αλήθεια έτσι μοιάζουνε…
αφού ‘πά στο κεφάλι μας κάθουντ’ αυτές οι φλόγες σαν να μας στεφανώνουνε
[μαγιάτικα στεφάνια.
Με άνθη μας στεφάνωσε, μας στόλισε, μας λάμπρυνε ο αγαθός Παράκλητος που ‘ν’
το Πανάγιο Πνεύμα.