Με συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει την εμπειρία του στα Απολυμαντήρια ή Λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, ο Πόντιος Γιώργος Γιουλτουρίδης. Πρόσφυγας από την Κερασούντα του Πόντου, βρέθηκε στο στρατόπεδο της Κωνσταντινούπολης και έπειτα έφτασε στο Καραμπουρνάκι.
Εκεί βίωσε καταστάσεις που το μυαλό δεν μπορούσε να εξηγήσει. Δεν είχαν ψείρες, είπε, αλλά τους έβαλαν σε καραντίνα. Τους πήραν τα παπούτσια, τα έβαλαν σε κλίβανο, τους τα χάλασαν και έμειναν ξυπόλυτοι.
Η μαρτυρία του φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Η μαρτυρία του
«Θα σου δώσω μία εικόνα τώρα απ’ την καραντίνα. Μόλις ήρθαμε απ’ το στρατόπεδο της Κωνσταντινούπολης εμείς, δεν είχαμε ψείρες. Ήμασταν καθαροί, με καθαρά ρούχα, με καλά ρούχα, με πολιτισμένα ρούχα, με ξέρω ’γω τι. Αλλά εμείς δε ξέραμε ότι τα παπούτσια πρέπει να τα βάλουμε στη καραντίνα, δεν είχανε ανάγκη, εμείς δεν είχαμε ψείρες. Δεν ήρθαμε με το τσούρμο που είχανε ψείρες και πολλά. Εμείς ήμασταν ένα βαπόρι το οποίο ήρθαμε απ’ την Κωνσταντινούπολη, όλοι ντυμένοι καλά, καθαροί, ναι. Και στην Κωνσταντινούπολη πλενόμασταν καλά, χτενιζόμασταν τακτικά. Κατάλαβες;
Αλλά μας βάλανε τσι καραντίνα, και εμείς χωρίς να το ξέρουμε, τα παπούτσια τα οποία είχαμε τα βάλαμε μέσα στο κλίβανο, και εκείνα από τόσα που ήτανε, έγιναν τόσα, μαζέψανε.
Θα σου δώσω μία εικόνα εδώ. Και θυμάμαι, όχι μόνο την περίπτωση τη δική μας, που ανεβαίναμε από το Καραμπουρνάκι. Εκεί που είναι το απολυμαντήριο, ο δρόμος απάνω ήτανε τσουκνίδες, και έβλεπες μέσα απ’ τις τσουκνίδες, υπήρχε ένας χώρος στενός, ναι. Και απ’ τον αέρα, πήγαιναν τα αγκάθια πήγαιναν απάνω στους αυτούς. Και επειδή όλος ο κόσμος ξυπόλητοι, άνδρες, γυναίκες, αγόρια, παιδιά, ξυπόλητοι, καραβάνια ολόκληρα. Στα μάτια μου μπροστά, ναι. Λοιπόν, και πατούσανε το δρόμο, και κάθε τόσο σταματούσανε, σταματούσαν και βγάζανε τα αγκάθια από τα πόδια τους.
Με κατάλαβες; Δηλαδή τέτοιες εικόνες έχουν δει τα μάτια μου.
»Αλλά όταν ήρθαμε εμείς, ανεβήκαμε κι ήρθαμε στους θαλάμους, εκεί κάθε συγγενής έβγαινε στο δρόμο και έβλεπε ποιος είναι συγγενής, να πούμε, τους έπαιρνε μαζί στο θάλαμο. Ναι, με κουρελούδες ήτανε χωρισμένα δωμάτια. Έβλεπες ένα συγγενή, τον έλεγες «έλα με εμάς», γέμιζες το θάλαμο. Και ήταν όλη η γειτονιά μαζί συγγενείς. Το ίδιο κι εμένα, η μάνα και ο πατέρας μου. Η μάνα μου ήτανε από την Ορντού. Ο πατέρας μου απ’ την Κερασούντα. Εμάς από την Ορντού ήταν οι περισσότεροι συγγενείς εδώ στους θαλάμους, κι όταν ήρθαμε, αυτοί οι οποίοι ήτανε απ’ την Ορντού και ήξεραν τη μάνα μου μας πήρανε και μας βάλανε δίπλα τους. Κατάλαβες;».