Ο Παναγιώτης Ευθυμιάδης γεννήθηκε το 1917, στην Τραπεζούντα του Πόντου. Έφτασε μαζί με κάποια μέλη της οικογένειάς του στην Καλαμαριά, στα Απολυμαντήρια ή Λοιμοκαθαρκτήρια για τους πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Καππαδοκία, που ήρθαν μαζικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στον ελλαδικό χώρο.
Η μαρτυρία του μαγνητοφωνήθηκε στις 7 Αυγούστου 1997, στην Καλαμαριά και φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Ο Τραπεζούντιος Παναγιώτης Ευθυμιάδης διηγείται:
«Στο δρόμο κοντέψαμε να πνιγούμε. Ήταν μικρό το πλοιάριο κι είχε κόσμο πολύ μέσα, μια γυρνούσε από ‘δω και μια από ‘κει. Προσευχές, πράματα…
Ε, ’λέγαν Θεσσαλονίκη είναι ωραίο μέρος, είναι αυτό, και δεν ξέρω τι. Μας έφεραν εδώ και είχε μια λιακάδα εδώ, στην Καλαμαριά, ανασάναμε. Αφού κατέβαινε ο κόσμος και φιλούσε το χώμα.
Λοιπόν, ερχόμαστε εδώ, μας βγάζει ’δω απέναντι. Εδώ που είναι το, η πλαζ.
Έτσι απέναντι μας έβγαλε το πλοίο και μαγούνες, κάτι σιδερένιες μαγούνες, μας βγάζαν εδώ στη στεριά ήταν μια ξύλινη σκάλα, από ’κει ανεβαίναμε και να ’ρθούμε προς τα ’δω! Εκεί ήτανε κάτι απολυμαντήρια, κάτι τέτοια πράματα και παίρναν τον κόσμο απολύμανση και τους κόβαν τα μαλλιά, γυναίκες, άντρες, όλοι, δεν ξέρω τι.
Τι να κάνει ο μπαμπάς μου, τα λεφτουδάκια που είχε, τάισε εκεί πέρα έναν και σου λέει «βάστα τα, μη μας κάνετε εμάς κλίβανο, ούτε να μας κόψετ’ τα μαλλιά!». Ήταν οι αδερφές μου με μεγάλα μαλλιά απ’ την πατρίδα μας ήταν, τέλοσπάντων… Τα πήραν τα χρήματα μας αφήσαν. Ανεβαίνοντας απ’ την ανηφοριά που από πάνω απ’ την πλάζ, έκοψ’ –ακριβώς που ’ναι η Εθνική Τράπεζα, τώρα πού είναι ο δρόμος που έγινε ο καινούργιος είναι η Εθνική Τράπεζα– εκεί ήταν μια παράγκα μεγάλη, θαλάμοι που λέγαν εδώ, καθόταν μέσα ο συμμαχικός στρατός.
Μπήκαμε από τους πρώτους μέσα σ’ ένα θάλαμο, και τι κάναμε; Βάζαμε τσουβάλια και χαρτιά και κάναμε ένα μέρος για δέκα άτομα, κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα. Ευτυχώς υπήρχαν πολλά τέτοια που άφησε ο στρατός. Φοβόσουν ν’ ανάψεις φωτιά. Καμιά φορά άναψαν φωτιά και κάηκαν πολλοί. Είχαμε ένα μαγκάλι, ανάβαμε τα κάρβουνα και καθόμασταν όλοι καταγής, κάτω από το πάπλωμα και ζεσταινόμασταν. Οι περισσότεροι θάλαμοι που κάηκαν ήταν από τα καντήλια, άναβαν μερικές γυναίκες καντήλια και άρπαζε φωτιά.»