«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε» μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου.
Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω», απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω».
Η παραπάνω διήγηση ανήκε στην σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Και ο καλόψυχος, αεικίνητος στρατιώτης που περιγράφει, ο Θανάσης Βέγγος. Και η γνωριμία των δυο τους θα φέρει πολλά.
O «κόκκινος» Θανάσης και το μεροκάματο
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927. Ήταν μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και ήρωας της Αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Έτσι, ο Θανάσης άρχισε να εργάζεται από μικρός για να βοηθήσει την οικογένειά του. Για πολλά χρόνια ασχολήθηκε με την επεξεργασία δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Και όταν το 1954, ο φίλος του Νίκος Κούνδουρος τον φωνάζει για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, τη Μαγική πόλη, ο Θανάσης πηγαίνει. Για χάρη του καλού του φίλου αλλά κυρίως για το μεροκάματο.
Το ίδιο θα συμβεί και την επόμενη χρονιά, στην επόμενη ταινία του Κουνδούρου τον σπουδαίο Δράκο. Σιγά-σιγά ο Θανάσης Βέγγος παίζει στον κινηματογράφο. Σε πολλούς αν και μικρούς ρόλους, που μόνο απαρατήρητος δεν περνάει. Το σαράκι έχει μπει μέσα, μόνο που για να παίξει και στο θέατρο χρειάζεται άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού. Την παίρνει όχι, όμως από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο, με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Τότε, το 1959 έκανε και το θεατρικό του ντεμπούτο, στην επιθεώρηση Ομόνοια πλατς πλουτς, δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη.
Ό,τι χάθηκε στη σκόνη
1964. Ο Θανάσης Βέγγος είναι σταρ κυρίως στον κινηματογράφο. Χωρίς να έχει παίξει ακόμα τον σπουδαίο ρόλο, δίπλα στους λαμπερούς πρωταγωνιστές της εποχής.
Η δημοφιλία του προέρχεται από παραγωγές κυρίως μικρών εταιρειών.
Και τότε γίνονται οι «Θ.Β. Ταινίες γέλιου». Η εταιρεία παραγωγής που δημιούργησε ώστε να είναι ελεύθερος να γυρνά τις ταινίες με απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά και ο Βέγγος πέτυχε αυτό που ήθελε: Την ελευθερία έκφρασης. Σύντομα όμως, άρχισαν τα πρώτα οικονομικά προβλήματα, αφού στην οικονομική διαχείριση, δεν είχε καθόλου ταλέντο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελειομανίας του είναι η κλασική σκηνή στο άγαλμα του Λεωνίδα στην ταινία Πράκτορας Θου Βου, επιχείρησης γης μαδιάμ. Για ένα πλάνο λίγων δευτερολέπτων, όλο το συνεργείο καθάριζε από το πρωί, για να υπάρχει όσο γίνεται λιγότερη σκόνη. Ήταν παροιμιώδης άλλωστε η απέχθεια του Βέγγου για τη σκόνη.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η εταιρεία απέκτησε μεγάλα χρέη, που ο ηθοποιός αδυνατούσε να καλύψει.
https://www.youtube.com/watch?v=WOq9zdpHxqo
Ένα από τα λάθη του ήταν ότι για να ολοκληρώσει τις ταινίες του, προπωλούσε μετοχές, που συχνά ξεπερνούσαν το 100% της πραγματικής αξίας. Έφτανε στο σημείο να πουλήσει το 120% με 130% της ταινίας και στη συνέχεια να είναι υποχρεωμένος να πληρώνει το 30% ή το 20% επιπλέον. Η φήμη του για την κακοδιαχείριση των οικονομικών, γρήγορα εξαπλώθηκε και όσοι ήθελαν να βγάλουν άμεσα χρήματα, αγόραζαν μετοχές από τον Βέγγο. Ακόμα και παλιοί συνεργάτες του, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό ενός ηλεκτρολόγου, στον οποίο ο Βέγγος δώρισε ποσοστά από μία ταινία του, όταν πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Όταν προβλήθηκε η ταινία, ο ηθοποιός δεν είχε χρήματα για να δώσει στον ηλεκτρολόγο. Εκείνος τότε, τον κατήγγειλε για χρέη και τον οδήγησε στα δικαστήρια…
Ο Βέγγος οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Οι δανειστές του τον πίεζαν, η εφορία τον κυνηγούσε και οι περισσότεροι φίλοι και συνεργάτες, του είχαν γυρίσει την πλάτη. Ο ηθοποιός έχασε ακόμα και το σπίτι του στην Κυψέλη, όπου ζούσε με την οικογένειά του. Το διαμέρισμα ήταν το μόνο του περιουσιακό στοιχείο, το οποίο είχε αποκτήσει από την πετυχημένη καριέρα του. Κάποια στιγμή όλοι οι άσοι που είχε ο Βέγγος στο μανίκι του τελείωσαν και έφτασε η στιγμή να δηλώσει χρεοκοπία. Το κλείσιμο της εταιρείας του, όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή του, του στοίχισε πολύ. «Η στιγμή που ξεβίδωσα την πινακίδα με το όνομα της εταιρείας από τον τοίχο, δεν περιγράφεται. Ένιωθα σαν να ξηλώνω τα όνειρα μου. Όλα».
Ένας τρελός θα μας σώσει
«Το καλοκαίρι του 1969 εμφανίστηκε ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λιβαδάς και μου ζήτησε ένα θεατρικό έργο, που θα το ανέβαζε τον επόμενο χειμώνα στο θέατρο Αμιράλ, ύστερα από μια σειρά αποτυχημένων παραγωγών και επικείμενης χρεοκοπίας του. Τότε ήταν που σκέφτηκα τον Θανάση, χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος αν θα δεχόταν την θεατρική του “αποστασία” από την κινηματογραφική παράταξη. Τον πρότεινα στον Λιβαδά και η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία: “Nαι, τον θέλω τον Βέγγο”». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Λαζαρίδη.
Και αυτό ήταν η αρχή της μεγαλύτερης θεατρικής επιτυχίας του Θανάση Βέγγου, που θα ανέβει ουκ ολίγες φορές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Μάλιστα κάποιοι μελετητές μιλάνε ακόμα και για 3.000 παραστάσεις.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1969. Ο Λαζαρίδης προτείνει μεν τον Βέγγο, μόνο που ο τελευταίος εκτός από τη δυσμενή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, δεν είναι και ο πιο ενδεδειγμένος θεατρικός πρωταγωνιστής. Η μοναδική του προσωπικότητα, σε συνδυασμό με το ταμπεραμέντο του, δυσκολεύονται στις μικρές διαστάσεις μιας θεατρικής σκηνής. Ο Βέγγος ήθελε χώρο για να μπορέσει να υπάρξει, χώρο για να τρέξει, για να εκφραστεί, για να δώσει στο κοινό του εκείνο το μοναδικό και σπάνιο, που έβγαινε από μέσα του.
Με τούτα και με εκείνα, γράφεται ο Τρελός του λουνα πάρκ και η ατσίδα και ανεβαίνει στο θέατρο Αμιράλ –νυν θέατρο Μικρό Χορν– στην οδό Αμερικής. Η παράσταση δεν ξεκίνησε και πολύ καλά τις πρώτες μέρες, από πλευράς προσέλευσης και εισπράξεων. Υπήρχε και ο ανταγωνισμός με το διπλανό θέατρο Διονύσια, με την Αλίκη και τον Δημήτρη να πρωταγωνιστούν.
Μέχρι που βλέπει την παράσταση ο Δημήτρης Χορν. Και μάλιστα στις πίσω θέσεις του θεάτρου. Τον αντιλαμβάνεται η Σμαρούλα Γιούλη, τον καλεί μετά στα καμαρίνια, φωτογραφίζονται όλοι μαζί και λίγο αργότερα σε μια συνέντευξη, εξυμνώντας την παράσταση και ιδιαίτερα τον Θανάση Βέγγο.
Ξεκινάει λοιπόν η διαφήμιση από στόμα σε στόμα και τερματίζει πρώτη στην σεζόν. Συνεχίζει το καλοκαίρι του ’70 στο καλοκαιρινό Παρκ και αμέσως μετά στον Ακάδημο, με την Άννα Φόνσου να αντικαθιστά τη Σμαρούλα Γιούλη. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην θεατρική ιστορία του τόπου. Και φυσικά ήταν ένα μοναδικό δώρο για τον Βέγγο, μετά την τραγωδία της «Θου.Βου». Και τα καλά δεν σταματάνε εδώ.
Ο νέος Θανάσης
1971 και στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, γίνεται μια έκρηξη. Η προβολή της ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση, ισοδυναμούσε με μια τεράστια διαδήλωση εν μέσω της χούντας . Και μπορεί το σενάριο του φιλμ να διαδραματίζονταν στην κατοχή, αλλά ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ότι οι αναφορές στην χούντα του 1967 έβγαζαν μάτι.
Στην αρχή οι θεατές δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μα πως πέρασε τέτοιο σενάριο; Από την άλλη μέσα σε ένα βράδυ, ο Θανάσης Βέγγος μεταμορφώνεται σε ήρωα. Το βραβείο ερμηνείας ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενο και δίκαιο.
Η καριέρα του Βέγγου αλλάζει και εκτοξεύεται σε απίστευτα ύψη. Ο πράκτορας Θου Βου, δεν μένει πια εδώ. Ο Θανάσης είναι επίσημα ο διπλανός μας Έλληνας, που η ζωή του παίζει μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας.
Στην περίεργη δεκαετία του ’70, ο Θανάσης Βέγγος γίνεται το Νο1 εμπορικό όνομα στη χώρα. Από το Θανάση πάρε το όπλο σου, μέχρι τον Τσαρλατάνο
και από το Θανάση στη χώρα της σφαλιάρας,
μέχρι και το Από πού πάνε για την χαβούζα
που άνοιξε τον χορό για τη δεύτερη εμπορική ανάσταση του εγχώριου κινηματογράφου. Και άλλα πολλά φιλμ.
Η αναγνώριση
Από τις λαϊκές κωμωδίες μικρών εταιρειών, σε ταινία του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη. Από τις επιθεωρήσεις, στην Επίδαυρο όπου θα πρωταγωνιστήσει δυο φορές και θα σπάσει όλα τα ρεκόρ.
«Το θετικό με τον Βέγγο είναι πως ενώ είναι ενστικτώδης, οι επιλογές του ήταν συνειδητές. Γι’ αυτό και έγινε μεγάλος κωμικός. Οι άλλοι κωμικοί έφτιαξαν έναν τύπο. Ο Βέγγος έχει φτιάξει ένα πλάσμα κατασκευασμένο από όλα τα μέλη της ιστορίας της κωμωδίας. Και αυτό ήταν συνειδητό», είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης, που τον ανέβασε και τις δυο φορές στην Επίδαυρο.
Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Θανάσης Βέγγος θα γίνει πιο εξωστρεφής σε σχέση με τον κόσμο. Ήταν γνωστή η απέχθεια του σε συνεντεύξεις, φωτογραφίσεις, δηλώσεις. Μεγαλώνοντας άρχισε να πηγαίνει στις βραβεύσεις, να μιλάει σε κοινωνικούς σκοπούς και να είναι πάντα αληθινός.
«Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις», είχε πει.
Καλοί μου άνθρωποι, ο υπέροχος Θανάσης Βέγγος!
Σπύρος Δευτεραίος