Η έξοδος στα παρχάρια με πρωτεργάτη κι άοκνο βιγλάτορα την παρχαρομάνα επί αιώνες πρόσφερε στην οικονομία του Πόντου, αλλά και στην οικογενειακή συνοχή.
Η λεβέντισσα Πόντια γυναίκα –κι όλη η μεγαλοπρέπεια που αποπνέει η παρουσία της– γινόταν ιδιαίτερα αισθητή στον παρχάρη.
Στην αρχή ρομάνα και κατόπιν παρχαρομάνα και καλομάνα, άφηνε το στίγμα της πάνω στη φύση. Κι η Φύση για τις υπηρεσίες και την αγάπη της την αντάμειβε με το χάρισμα της γνώσης και της διορατικότητας. Κάθε παρχαρομάνα έκρυβε μέσα της απίστευτη δύναμη και σοφία.
Ο Παρχάρης – Τα Παρχάρια
Η λέξη Παρχάρης συναντάται στο Χρονικό του Μιχαήλ Πανάρετου, του πρωτονοτάριου της αυλής των Κομνηνών: «Ελθόντες δε, παρευθύς ανήλθεν ο βασιλεύς εις τον Παρχάριν της Λαραχανής, εις το Λίμνιον και απήλθεν έως Χαλδίας».
Για την προέλευση της λέξης, ο Άνθιμος Παπαδόπουλος θεωρεί ότι προέρχεται από το «παραχωρίον».
Μ’ άλλα λόγια, Παρχάρ’ς (πληθ. παρχάρια) λέγονταν οι χλοερές εκτάσεις, συνήθως άδενδρες, πιθανόν σε ψηλά οροπέδια ή ισιώματα, που διαποτίζονταν από διαυγή κρύα νερά ρυακιών ή πηγών. Εκεί διέμεναν άνθρωποι, παρχαρέτες, για να φροντίζουν τα ζώα. Η βοσκή των ζώων στα οροπέδια έφερνε και τη μεγαλύτερη παραγωγή γάλακτος εξαιτίας του καλύτερου χόρτου που υπήρχε.
Τα παρχάρια ήταν ένας τόπος ιδιαίτερα εξιδανικευμένος, τιμημένος από μικρούς μεγάλους, αλλά και από την ποντιακή μούσα. Επρόκειτο για έναν τόπο ειδυλλιακό, για φτωχούς και πλούσιους. Έτσι η ποντιακή συνείδηση τοποθέτησε τα παρχάρια ένα επίπεδο κάτω από τον παράδεισο.
Εκεί όλα είναι διαφορετικά, ο αέρας, το νερό, το ψωμί, το γάλα, ο έρωτας. Ναι, ακόμη κι έρωτας έπαιρνε παραδείσιες διαστάσεις. Όλοι ήθελαν να παρχαρεύκουνταν, ν’ ανέβουν, δηλαδή, στον παρχάρη, να πάρουν ιδιαίτερες δυνάμεις από τη Φύση και να γνωρίσουν τη γυναίκα ή τον άντρα της ζωής τους.
Η παρχαρομάνα και οι ρομάνες
Άοκνος βιγλάτορας και τρυφερή προστάτιδα των παρχαριών ήταν η παρχαρομάνα. Σαν μια μάνα επιτηρούσε την τάξη πάνω στον παρχάρη, φρόντιζε για την ορθή λειτουργία όλων και παρακολουθούσε ακούραστα κάθε κίνηση και δράση. Άνθρωποι, ζώα, εργασίες, όλα κάτω από το αυστηρό μάτι και τον καλοπροαίρετο έλεγχό της.
Την παρχαρομάνα, την ‘κοδέσποινα κι αφέντρα του παρχαριού, την πλαισίωναν οι ρομάνες, δηλαδή οι ρωμαίες του παρχαριού, οι γυναίκες εκείνες που διέμεναν το καλοκαίρι στα παρχάρια για να εκτελούν όλες τις δουλειές.
Σκούπιζαν και καθάριζαν τα καλύβια, έπλεναν και καθάριζαν τα μαγειρικά και γαλακτοκομικά σκεύη, έπηζαν το γάλα σε ‘ξύγαλα (γιαούρτι), δουρβάνιζαν (τρόπος παρασκευής του βουτύρου), έγνεθαν μαλλιά κι έπλεκαν ορτάρα (κάλτσες). Κι όταν ευκαιρούσαν έπλαθαν από κοπριές μεγάλων ζώων τα κουσκούρα που χρησίμευαν για καύσιμη ύλη.
Οι ρομάνες ήταν ο στρατός της παρχαρομάνας. Βρίσκονταν κάτω από την επιτήρησή της.
Όταν μια ρομάνα ασχολείτο με την παρασκευή του βουτύρου και αποτύγχανε στην προσπάθειά της, έτρεχε τότε στην παρχαρομάνα να ζητήσει την συμβουλή της λέγοντάς της: «Θεία, δουρβανίζω, δουρβανίζω και το βούτορον ‘ ς σον πρόσωπον κι έρται, κι κόφτ’, ντο να εφτάγω; Θέλω την διαρμενείας».
Η παρχαρομάνα, αφού έκανε τη διάγνωσή της, άλλοτε πρόσθετε στο δουρβάν’ κρύο νερό κι άλλοτε ζεστό, ανάλογα με την αιτία που δεν ξεχώριζε το βούτυρο. Αν πάλι δεν πετύχαιναν οι προσπάθειές της, κατέφευγε σε προσευχές και κάποτε σε μαγγανείες, με μια μυστηριώδη έκφραση και μια παράξενη φράση: «Νέπουτση, ατό κάτινος τ’ ομμάτ’ εποίασεν ατό. Να εβγαίν’ αοίκον αφορισμένον ομμάτ’».
Η παρχαρομάνα έπαιρνε αυστηρό ύφος για να τρομοκρατήσει τις μυστηριακές αόρατες δυνάμεις! Μέσα σ’ ένα τσίγκινο ρηχό πιάτο, σαχάν’, με νερό έριχνε μια σταγόνα λάδι, μουρμουρίζοντας ακατανόητα κάποια περικοπή ξορκιού, και το έχυνε μέσα στο δουρβάν’.
Η ποντιακή μούσα τίμησε ιδιαίτερα την παρουσία της παρχαρομάνας, πλέκοντας ιδιατέρως όμορφα στιχάκια:
Νασάν εκείνε π’ έπηγεν κι εγέντονε ρομάνα
κι εξέβεν’ ς σα ψηλά ραχιά, ‘ς σα μυρωμέν’ ορμάνια.
Όλεν την μέραν τριγυρίζ’, κάθεται ‘ς σην ευώραν
και πίν’ τα κρύα τα νερά, κάθαν ημέραν κι’ ώραν.
Τρώει πάντα την τυροκλωστήν, τ’ ανθόγαλαν το στύπον
φτερία στρών’ και κείται ‘κα, κοιμάται λαφρόν ύπνον.
Με τα πουλία αγνεφίζ’ και νόστιμα κοιμάται,
με τα πουλία στείλ’ μένεμαν’ ς σ’ ατόν που εθυμάται.
Η Έξοδος στον παρχάρη
Η έξοδος στον παρχάρη γινόταν την Πρωτομαγιά ή του Αγίου Κωνσταντίνου. Ήταν μια ξεχωριστή ημέρα, ημέρα των αγελάδων, ημέρα χαράς και πανηγυριού. Θα γινόταν η μεγάλη έξοδος στη Φύση.
Την ημέρα της αναχώρησης, η οικοδέσπενα, η παρχαρομάνα δηλαδή, κρεμούσε στις αγελάδες μικρούς σταυρούς που είχε κατασκευάσει από κλωνάρια αγριομηλιάς, μαζί με μια κόκκινη κορδέλα, ως αντίδοτο κατά της βασκανίας.
Κατόπιν θυμιάτιζε τις αγελάδες κι αποκαλώντας την καθεμία με το όνομά της έδινε την ευχή: «Γαλοφόρα, με το καλόν να πάς και με το καλόν να κλώσκεσαι!».
Κατόπιν, σταύρωνε τις αγελάδες με το τρίβιτσον, μια μικρή δέσμη από τρεις βίτσες δεμένες από τη μία άκρη με κορδέλες άσπρες, κόκκινες και γαλάζιες. Οι βέργες ήταν φρέσκιες, από κρανιά, λεφτοκαριά και τριανταφυλλιά.
Μετά απ’ όλα αυτά ξεκινούσε η παρχαρομάνα σαν αρχηγός της συνοδείας. Ακολουθούσαν το κοπάδι των αγελάδων, οι νέοι, οι νύφες, τα κορίτσια, όλοι με τραγούδια και λύρες και με το μπουκάλι ρακί στο χέρι έπαιρναν το δρόμο για τον παρχάρη.
Ανεβαίνοντας, οι νέες και οι νέοι έκαναν μια στάση στην ύπαιθρο για δυο-τρεις ημέρες, για να προσαρμοστούν στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα, τόσο αυτοί όσο και τα ζώα, ενώ η παρχαρομάνα ανέβαινε πάνω για να ετοιμάσει την καλύβα.
Όταν έπειτα από τρεις ημέρες έφτανε η κουστωδία στον παρχάρη, άφηναν τα ζώα να βοσκήσουν ελεύθερα και συναθροίζονταν σ’ ένα σημείο. Η παρχαρομάνα ευχαριστημένη από την περάτωση του ανεβάσματος τους καλωσόριζε, τους κερνούσε και έλεγε στο κοπάδι της:
Ζωγράφα μ’ έρθεν άνοιξη, έρθεν η πρασινάδα
Έρθεν η γη με την χλοήν, τα δέντρα με τα φύλλα.
Θα ‘ βρήκς χορτάρα πράσινα, λιβάδα ανθισμένα,
Θα τρως, θα πίν’ς, θα χαίρεσαι, θα σύρ’ς την λαλασίαν.
Και το γλέντι συνεχιζόταν ως το δειλινό.
Η δείσα
Η ζωή στον παρχάρη κρατούσε όλο το καλοκαίρι. Η καλοκαιρία και ο ξάστερος ουρανός ήταν οι καλύτεροι συντελεστές και σύμμαχοι. Η καλοκαιρία, όμως, δεν διαρκούσε πάντα. Πολλές φορές έβρεχε μέρες και πυκνή ομίχλη κάλυπτε τα παρχάρια, ετσούπωσεν η δείσα, όπως έλεγαν.
Αχ, αυτή η ομίχλη, ήταν το μαρτύριο των παρχαριών, ανθρώπων και ζώων. Κλείνονταν στο μαντρί τα ζώα για το φόβο των λύκων, σάπιζαν τα θερισμένα χόρτα κι όλα ήταν μουντά και ξέθωρα.
Για να φύγει η δείσα έκαναν μια παράκληση, την ευδία, που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη εύδιος και σημαίνει καθαρός, ξάστερος ουρανός, καλοκαιρία. Παρακαλούσαν τον Θεό να φύγει η δείσα, να βγει ο ήλιος, να βγουν τα ζώα στη βοσκή, να χαρούν και πάλι οι άνθρωποι.
Όλα τα παρχαρόπουλα, οι έφηβοι, γύριζαν τις καλύβες και έλεγαν την ευχή της ευδίας:
Θεία, θεία, τυροθεία, έβγα έξ’, νε, καλοθεία,
έρθαν ‘ς σην πόρτα σ’ τσ’ ευδίας τα παιδία.
Τέρεν τ’ άστρια ντ’ εξέβαν και το φέγγον π’ εμαρμάν’ τσεν.
Να λελεύω το λαμνόπο σ’ και το κόφτ’ τ’ απάλ’ βαθέα.
Να λελεύω το βουτυρόπο σ’ και το δίει πολλά αλευρόπον.
Και που θέλ’ τον ήλιον κάντιον, δίει τυρίν και βουτυρόπον.
Και που θέλ’ την δείσαν πίσσαν, λέει με καλός είσαι, άμε δέβα.
Έπειτα την χειροφιλούσαν, έπαιρναν ένα πρόχειρο κέρασμα κι έφευγαν προς άλλες καλύβες, ως το βράδυ.
Και το επόμενο πρωί γινόταν το θαύμα. Τα τραγούδια της ευδίας έφερναν τον καλό, τον εύδιο καιρό και πάλι η ενεργητικότητα και η δράση επανερχόταν στον παρχάρη. Τα παιδία της ευδίας χαρούμενα που εισακούστηκε η παράκληση τους στον Ύψιστο, έτρεχαν στην παρχαρομάνα, κι εκείνη τα υποδεχόταν χαρούμενη φωνάζοντας:
Δείσα, δείσα κακοδείσα, ‘ς σο καλύβι μ’ μη πατείς
έλα δεβα ‘ς σα ποτάμια και οπίς να μη τερείς!
Κρατούσε στα χέρια της έναν σινίν με τυροκλωστήν (φαγητό με αλεύρι και τυρί), έριχνε τρία κουτάλια στο λιβάδι να φάνε τα πουλιά του Θεού και να ευλογήσουν το νοικοκυριό της και κερνούσε τα παρχαρόπουλα.
Η έξοδος στα παρχάρια συνεχίζει να πραγματοποιείται και σήμερα στη Μαύρη Θάλασσα, από ποντιοφώνους και μη. Σαφώς δίχως το τελετουργικό που περιγράψαμε παραπάνω, που γινόταν μέχρι και την Ανταλλαγή από τους Έλληνες χριστιανούς του Πόντου.
Όμως, ο σεβασμός και η αγάπη προς το φυσικό περιβάλλον εξακολουθούν να υφίστανται στους σύγχρονους ποντιοφώνους κατοίκους, που οι περισσότεροι έχουν μνήμες και βιώματα από τη ζωή στα παρχάρια.
Θωμαΐς Κιζιρίδου