Μέσα στη δίνη του ξεριζωμού των Ελλήνων της Ανατολής από τις δισχιλιόχρονες πατρογονικές τους εστίες, οι καλόγριες της Μονής του Τιμίου Προδρόμου στον Πόντο, ανατολικά της περιφέρειας της Κρώμνης και σε απόσταση μόλις 10 λεπτά από το χωριό Ίμερα, αρνούνταν πεισματικά να εγκαταλείψουν το ιερό προσκύνημα.
Το πάνω από διακοσίων ετών μέχρι τότε μοναστήρι, με τους κήπους, το όμορφο καθολικό, το εντυπωσιακό στρωμένο με πελεκητή πέτρα προαύλιο, την περίφημη πηγή του που φτάνει μέχρι την Κρώμνη, αλλά και τον τεράστιο πλούτο από άγια λείψανα, εικόνες, ευαγγέλια, σταυρούς και άλλα, πέρα από σπίτι τους αποτελούσε στην ψυχή τους μέρος του όρκου τους προς τον Κύριο, όταν εκάρησαν μοναχές.
Ο Τούρκος τοπικός διοικητής της αστυνομίας, κρυπτοχριστιανός, τις συμβούλεψε να εγκαταλείψουν το συντομότερο δυνατό το μοναστήρι, παίρνοντας μαζί τους όσο περισσότερα ιερά κειμήλια μπορούσαν να σώσουν, αφού οι κεμαλιστές επρόκειτο να προχωρήσουν σε καταστροφές. Οι μοναχές τον άκουσαν, και με πόνο ψυχής πήραν το δρόμο για την Ελλάδα, με φορτωμένα στις πλάτες τους και σε γαϊδούρια τα ιερά κειμήλια, για να μην πέσουν τα τελευταία στα χέρια των φανατισμένων αλλόθρησκων.
Μετά από πολλές κακουχίες, έξι μοναχές και η καθηγουμένη τους Συγκλητική έφτασαν αρχικά στην περιοχή της Δράμας το 1924.
Εκεί, ύστερα από υπόδειξη και ενέργειες του μητροπολίτη Δράμας Λαυρέντιου Παπαδόπουλου –ξεριζωμένος κι αυτός από τον Πόντο και πρώην μητροπολίτης Χαλδίας–, παραχωρήθηκε μετόχι της Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, περίπου 4 χλμ έξω από το χωριό Ροδολίβος Σερρών, το οποίο αποτελούνταν μέχρι τότε από μια μικρή εκκλησία και δύο μικρά κελιά.
Αμέσως οι μοναχές ρίχτηκαν στη δουλειά προκειμένου να καθαρίσουν και να τακτοποιήσουν τον τόπο, αλλά και να φροντίσουν κάποιες ξεριζωμένες από τον Πόντο οικογένειες οι οποίες δεν είχαν πού αλλού να πάνε.
Έτσι, μετά από λίγο καιρό ανεγέρθηκε η Μονή Αγίας Παρασκευής που φυλάσσει τον πνευματικό πλούτο της Μονής Τιμίου Προδρόμου του Πόντου, και την οποία συνεχίζει να διατηρεί κατά κάποιο τρόπο «ζωντανή» στην καρδιά της Ανατολικής Μακεδονίας, στις βόρειες υπώρειες του όρους Παγγαίο.
Το μοναστήρι των Ποντίων
Όπως λέει στο pontosnews.gr η ηγουμένη Μαριάμ, ο τεράστιος ιερός και πνευματικός πλούτος από τον Πόντο που φυλάσσει η μονή αποτελεί έναν από τους λόγους που της έδωσαν το προσωνύμιο «Μοναστήρι των Ποντίων».
«Όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα μας, δεν υπάρχει άλλο μοναστήρι που να φυλάσσει τόσα πολλά ιερά κειμήλια που έφτασαν στην Ελλάδα από τον Πόντο. Με τη χάρη της Αγίας μας το μοναστήρι μας ονομάζεται “Μοναστήρι των Ποντίων”. Μάλιστα, είναι η πρώτη γυναικεία μονή που λειτούργησε στη Μακεδονία», τονίζει η ηγουμένη.
Ωστόσο, πέρα από τα ιερά κειμήλια υπάρχουν και άλλοι δευτερεύοντες λόγοι που συνέβαλαν ώστε η συγκεκριμένη μονή να θεωρείται ως το «Μοναστήρι των Ποντίων».
Σύμφωνα με τη γραμματέα της ηγουμένης, η οποία έχει επίσης το όνομα Μαριάμ, σχεδόν όλες από τις 18 μοναχές έχουν αμιγώς ποντιακή καταγωγή ή έστω μία… «φλέβα» ποντιακή, όλες όσες ανέλαβαν το ποιμαντορικό έργο της ηγουμένης ήταν ποντιακής καταγωγής, ενώ στο μοναστήρι τηρούνται και αρκετά από τα έθιμα του Πόντου.
«Όλες, με εξαίρεση μία αδελφή από το Κονγκό, έχουμε ποντιακή …φλέβα, ενώ οι περισσότερες από τις 18 μοναχές του μοναστηριού μας είναι αμιγώς ποντιακής καταγωγής. Εγώ προσωπικά, όπως και μία άλλη αδελφή, είμαστε μισές Πόντιες και μισές Αυστραλές. Μέχρι να έρθω εδώ ήξερα από ελάχιστα πράγματα, έως τίποτα, για τα ποντιακά έθιμα και τον Πόντο. Τα έμαθα όλα εδώ, από τη γερόντισσά μας. Το μοναστήρι μας επισκέπτονται πολλοί Πόντιοι, τόσο αυτοί που γεννήθηκαν εδώ όσο και παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, τους οποίους πάντοτε περιποιούμαστε», λέει στο pontosnews.gr η μοναχή Μαριάμ.
Τα ιερά κειμήλια
Σύμφωνα με την ηγουμένη, ιερά λείψανα, ιερές εικόνες, ευαγγέλια, σταυροί αλλά και άλλα κειμήλια αποτελούν τον πνευματικό θησαυρό που έφεραν με αυτοθυσία αλλά και φόβο οι μοναχές από το μοναστήρι της Ίμερας του Πόντου.
Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των εικόνων που αποτελούν το τέμπλο του ναού του μοναστηριού προέρχονται από την ιστορική πατρίδα.
«Με εξαίρεση τις εικόνες του Μέγα Αρχιερέως, των δύο Αρχαγγέλων και βεβαίως της Αγίας Παρασκευής, όλες οι εικόνες που κοσμούν το τέμπλο προέρχονται από τον Πόντο», σημειώνει η ηγουμένη Μαριάμ.
Ανάμεσα στις εικόνες ξεχωρίζει αυτήν της Παναγίας της Παντάνασας. Σε ό,τι αφορά στα άγια λείψανα από την Ίμερα, στην Μονή Αγίας Παρασκευής Σερρών φυλάσσονται τα εξής: Η κάτω σιαγόνα, δύο πλευρά και μέρος από τον αγκώνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, δάχτυλο του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, μέρος από την καρδιά του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, μέρος από την κάρα του Ευαγγελιστή Λουκά και τμήματα από λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Τρύφωνος, του Αγίου Ευστρατίου και του Αγίου Ανδρόνικου.
Τα δάκρυα του Τιμίου Προδρόμου για την καταστροφή του μοναστηριού στο Πόντο
Έναν χρόνο μετά την άφιξη των μοναχών από τον Πόντο στην περιοχή και την έναρξη λειτουργίας της Μονής Αγίας Παρασκευής, οι πρόσφυγες καλόγριες είδαν την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου να δακρύζει.
Όπως πληροφορήθηκαν αρκετό καιρό αργότερα, η εικόνα άρχισε να χύνει δάκρυα την ημέρα που κάηκε το μοναστήρι του Βαπτιστή στον Πόντο.
Το θαύμα κατέγραψε κάτοικος διπλανού χωριού στις 2 Ιανουαρίου 1988, ο 75χρονος τότε Ιωάννης Θεοδωρίδης. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τη μαρτυρία, το 1925 η μοναχή Καλλινίκη, η οποία είχε ως καθήκον της τη φροντίδα του ναού του μοναστηριού, πηγαίνοντας πρώτη το πρωί στην εκκλησία είδε στο δάπεδο, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Προδρόμου μια λιμνούλα ύδατος.
Παρατηρώντας την εικόνα, είδε ότι τα μάτια του αγίου ήταν υγρά. Έχυναν δάκρυα!
Φώναξε αμέσως την ηγουμένη, τις άλλες μοναχές, καθώς και γυναίκες που φιλοξενούνταν εκεί, και είδαν όλες το θαυμαστό αυτό γεγονός. Τα σκούπισαν τα δάκρυα, αλλά και πάλι έτρεξαν, για αρκετό διάστημα.
Τότε η ηγουμένη είπε ότι κάτι κακό θα έπαθε το μοναστήρι στον Πόντο, πιθανόν να κάηκε. Μετά από αρκετό καιρό, πληροφορήθηκαν ότι όντως οι Τούρκοι την ημέρα που δάκρυζε η εικόνα του Αγίου Προδρόμου έκαψαν το μοναστήρι του στον Πόντο.
Το μεγάλο παράπονο: Η ίδρυση μουσείου
Εδώ και χρόνια οι μοναχές προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα μουσείο στο χώρο του μοναστηριού, ώστε να στεγάσουν σε αυτό τους ιερούς και πνευματικούς θησαυρούς που διασώθηκαν, ωστόσο αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό, αφού τα οικονομικά της μονής δεν «σηκώνουν» ένα τέτοιο εγχείρημα.
Όπως αναφέρει η γραμματέας Μαριάμ, το παράπονο της ιερής αδελφότητας είναι ότι κανένας ευκατάστατος Πόντιος δεν έχει βοηθήσει οικονομικά, ώστε να δημιουργηθεί ένας κατάλληλος χώρος, στον οποίο τα ιερά κειμήλια να φυλάσσονται με ασφάλεια και να τυγχάνουν της απόλυτης προσοχής.
«Το παράπονό μας είναι ότι οι Πόντιοι δεν έχουν βοηθήσει το μοναστήρι μας, ώστε να γίνει το μουσείο. Δεν έχουν εγκύψει με αγάπη στα ιερά κειμήλια που φυλάσσουμε, ώστε να προστατεύονται σε έναν κατάλληλο χώρο. Αυτά χρειάζονται ειδικό χώρο, με κατάλληλο φωτισμό, ώστε να προστατεύονται επαρκώς», προσθέτει.
Από την πλευρά της η ηγουμένη σημειώνει ότι το μοναστήρι δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα να λάβει κρατική χρηματοδότηση, από οποιοδήποτε πρόγραμμα. Αυτό διότι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το μοναστήρι κάηκε δύο φορές και τα κτήρια δεν είναι πολύ παλαιά ώστε να χρήζουν εκτεταμένης συντήρησης και έτσι να χορηγηθούν κρατικά κονδύλια.
Η μονή πανηγυρίζει στις 26 Ιουλίου. Μετά τον Πανηγυρικό Εσπερινό (25 Ιουλίου), ακολουθεί λιτανεία των αγίων λειψάνων της Αγίας Παρασκευής και στις 26 Ιουλίου τελείται αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης