Η Αμάσεια (Amasya) είναι πόλη στη βόρεια Τουρκία, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας Αμάσειας. Στα βουνά, πάνω από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας, που είναι σκαρφαλωμένη και απλωμένη μέσα σ’ ένα φαράγγι του πάλαι ποτέ Καππαδοκικού Πόντου, ξεχωρίζει από την υπόλοιπη Ανατολία, μιας και τη διαρρέει ο Ίρις ποταμός (Yeşilırmak), στις όχθες του οποίου ένθεν κακείθεν είναι χτισμένη.
Στην αρχαιότητα υπήρξε μια πόλη οχυρωμένη πάνω από τον ποταμό, ενώ στη γη της γεννήθηκαν ο γεωγράφος Στράβωνας, βασιλείς του ονομαζόμενου Βασιλείου του Πόντου, πρίγκιπες και βασιλείς της οθωμανικής αυτοκρατορικής δυναστείας, καλλιτέχνες, επιστήμονες, ποιητές, καθώς και ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων.
Την μακρά ιστορία αυτής της πόλης, των 7.500 χρόνων την μυρίζεις στον αγέρα της, την αντικρίζεις στα όρη, στον ποταμό της, στους λαξευμένους τάφους των Μιθριδατών Βασιλέων. Αυτές και μόνο οι αιτίες αποτελούν βασικούς παράγοντες για να την επισκεφθεί κάποιος.
Η πόλη της Αμάσειας όμως φέρει και μια βαριά μαύρη ενέργεια στον αγέρα της, μιας και αποτέλεσε τον τόπο, όπου απαγχονίστηκαν σημαντικοί Έλληνες του Πόντου, από τους Κεμαλικούς το 1921, 100 χρόνια πριν. Για τον κάθε Πόντιο επίγονο, αλλά και για τον κάθε Έλληνα που ασπάζεται και τιμά την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, η Αμάσεια είναι ο τόπος που ο κάθε Έλληνας ψελλίζει μια προσευχή για τις ψυχές που αδίκως δολοφονήθηκαν. Και την ψελλίζει στην καρδιά της πόλης, απέναντι από τον Πύργο του Ρολογιού, που με τους χτύπους του σήμαινε και τις ώρες των άδικων και αποτρόπαιων εκτελέσεων.
Ιστορική αναδρομή
«…η δε ημετέρα πόλις κείται εν φάραγγι βαθεία και μεγάλη, δη ης ο Ίρις φέρεται ποταμός …..» Έτσι περιγράφει τη γενέτειρά του Αμάσεια, ο γεωγράφος Στράβωνας.
Το όνομά της το διατηρεί από τους αρχαίους χρόνους απαράλλαχτο, μιας και κατοικείται αδιάλειπτα από τα μέσα της 4ης π. Χ. χιλιετηρίδας, όπως μαρτυρούν οι ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή. Αυτό, επίσης, το πιστοποιούν και τ’ αρχαία νομίσματα 120-100 π. Χ. που βρέθηκαν κι αναγράφουν το όνομα «ΑΜΑΣΣΕΙΑ».
Στην ελληνιστική περίοδο, η Αμάσεια υπήρξε πρωτεύουσα του Μιθριδατικού Βασιλείου με ηγήτορα τον Μιθριδάτη Α΄ τον Κτίστη, από το 300 μέχρι το 183 π. Χ., που ο Φαρνάκης Α΄ μετέφερε την έδρα του βασιλείου στη Σινώπη.
Η ρωμαϊκή εποχή στον Πόντο αρχίζει με την ήττα και το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα. Η Αμάσεια κυριεύθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο το 70 π. Χ. ενώ το 64 π.Χ. ο Πομπήιος κατεδάφισε τα τείχη της και την κήρυξε πρωτεύουσα της αυτόνομης ρωμαϊκής επαρχίας «Bithynia et Pontus», δηλαδή «Βιθυνία και Πόντος».
Στη βυζαντινή εποχή, στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565 μ. Χ.) και πάλι η Αμάσεια αποτέλεσε πρωτεύουσα της επαρχίας του Ελενόποντου.
Επίσης συμπεριλαμβανόταν στο Θέμα Αρμενιακών. Μάλιστα, όταν επλήγη από σοβαρότατο σεισμό, ο αυτοκράτορας ανέλαβε την ανοικοδόμηση των κτηρίων, καθώς και την ανέγερση όλων των εκκλησιών. Επίσης, αποτέλεσε έδρα της ομώνυμης Μητροπόλεως, που αργότερα μεταφέρθηκε στην Αμισό, λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού της εκεί ελληνικής κοινότητας. Τον 10ο αιώνα η μητρόπολη κατέλαβε την 11η θέση μεταξύ των μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Από τον 12ο αιώνα το χριστιανικό στοιχείο μειώθηκε, λόγω των τουρκικών μεταναστεύσεων στην Ανατολία. Το 1075 κατακτήθηκε από τους Τανισμάνιους Εμίρηδες, που την έκαναν πρωτεύουσά τους. Το 1174 κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους, το 1328 καταλήφθηκε από τους απογόνους του Τζέγκις Χαν, τους τελευταίους Σελτζούκους ηγεμόνες Ισφεντιγιάρογλου και το 1393 από τους Οθωμανούς.
Κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο υπήρχε το έθιμο να αποστέλλονται εκεί οι Οθωμανοί πρίγκιπες για να αποκτήσουν διοικητική εμπειρία. Γι’ αυτό και τη χαρακτήριζαν ως πόλη των πριγκίπων. Την περίοδο της διαδοχικής εγκατάστασης μουσουλμανικών φύλων στην επικράτειά της, η Αμάσεια απέκτησε πολλά μουσουλμανικά τεμένη και μνημεία.
Ελληνική κοινότητα Αμάσειας
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη της Αμάσειας αριθμούσε 30.000 κατοίκους, κυρίως Τούρκους και Αρμένιους. Οι Έλληνες ήταν μόλις 3.000 και διατηρούσαν οκτατάξια Αστική Σχολή, Παρθεναγωγείο και τρεις εκκλησίες, τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Βασιλέα. Ο Άγιος Βασιλέας υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος Αμάσειας και μαρτύρησε το 317μ.Χ, επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Λικινίου.
Την ημέρα της εορτής του στην Αμάσεια, 26 Απριλίου, πραγματοποιείτο μεγάλη πανήγυρις, από τα βυζαντινά χρόνια έως και τον Ξεριζωμό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν στην περιοχή 392 ελληνικές κοινότητες με 155.000 χιλιάδες περίπου κατοίκους, 393 εκκλησίες με 439 ιερείς, 325 σχολεία με 10.000 περίπου μαθητές-μαθήτριες και 565 δασκάλους και δασκάλες.
Δικαστήρια Ανεξαρτησίας
Η Αμάσεια υπήρξε έδρα των περιβόητων «Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας». Οργανώθηκαν από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, το 1921. Πρόκειται για εξοντωτικές φυλακές που χτίστηκαν εκεί και στόχευαν στην μαζική εξόντωση των Ελλήνων εκπροσώπων του Πόντου, κάτω από ένα νομιμοφανές πλαίσιο Από το Γενάρη του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τις υγρές φυλακές της Αμάσειας όλοι οι Έλληνες που διακρίνονταν στο εμπόριο, στον πλούτο, στις επιστήμες και προέρχονταν από όλες τις περιοχές του Πόντου.
Η κατηγορία που τους βάραινε είναι ότι αποτελούσαν μέλη μυστικής επαναστατικής οργάνωσης που έπαιρνε οδηγίες από την Ελλάδα κι είχε σκοπό να πετύχει, σε συνεργασία με τους Έλληνες αντάρτες της περιοχής, την ανεξαρτησία του Πόντου.
Η επιλογή της πόλης δεν ήταν τυχαία, καθώς βρισκόταν μακριά από τα προξενεία δυτικών χωρών, με σκοπό να αποφευχθεί η παρουσία αντιπροσώπων τους. Οι δίκες θεωρήθηκαν από την τουρκική ηγεσία ως καθαρά «εσωτερική υπόθεση». Το Σεπτέμβριο του 1921 καταδικάστηκαν με σύντομη διαδικασία κι εκτελέστηκαν δι’ αγχόνης, στο κέντρο της πόλης οι Έλληνες καθηγητές και μαθητές του ελληνοαμερικανικού κολεγίου Μερζιφούντας, 52 χωρικοί από την Κάβζα και υπόδικοι από την Τοκάτη, Φάτσα. Τσόρουμ, Αμισό, Πάφρα κι αλλού. Συνολικά καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν γύρω στα 180 άτομα σε κοινή θέα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Παράλληλα καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο και οι μητροπολίτες Αμάσειας Γερμανός, Νεοκαισάρειας Πολύκαρπος, Τραπεζούντας Χρύσανθος, Χαλδίας και Κερασούντας Λαυρέντιος.
Οι θηριωδίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Ιδιαίτερα ο απαγχονισμός του Ματθαίου Κωφίδη, που υπήρξε μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου, εξόργισε ακόμη και τους μουσουλμάνους της Τραπεζούντας, που σιωπηρά αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους εθνικιστές, και έτσι κατάφερε να διασωθεί ένας αριθμός ντόπιων Ελλήνων. Επίσης διαμαρτυρίες καταγράφτηκαν στην Ελλάδα, στην Αγγλία, καθώς και σε χώρες που βρίσκονταν σε συμμαχία με το κεμαλικό κίνημα, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, οι οποίες και καταδίκασαν τις αποτρόπαιες πράξεις.
Η πόλη σήμερα
Σήμερα η Αμάσεια είναι μια τυπική, σχετικά μικρή, αλλά πανέμορφη πόλη της Ανατολίας, με πληθυσμό 335.000. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Ανατολίας, η Αμάσεια δε είναι τόσο συντηρητική, λόγω των πολλών επισκεπτών κατά τους θερινούς μήνες.
Το κλίμα της Αμάσειας είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια μήλων, για την οποία φημίζεται, καθώς και κρεμμυδιών.
Στην παραποτάμια οδό ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει σπίτια της οθωμανικής περιόδου, που χαρακτηριστικά τα ονομάζουν «Yalıboyu».
Τα περισσότερα από αυτά λειτουργούν ως ξενοδοχεία και καφέ. Επίσης η παραποτάμια οδός είναι διακοσμημένη με πολλά παρτέρια και ομοιώματα προσώπων, ιστορικών και μυθικών, που έχουν άμεση σχέση με την ιστορία της πόλης.
Η τοπική κουζίνα περιλαμβάνει αρκετές σπεσιαλιτέ, μεταξύ αυτών το κεσκέκ’, keşkek, φαγητό από κοτόπουλο και σιτάρι, που συναντάται και στην ποντιακή κουζίνα, ως γαμήλιο και χριστουγεννιάτικο φαγητό.
Επίσης, ονομαστό επιδόρπιο είναι το Unutma Beni, που σημαίνει μη με ξεχνάς και παρασκευάζεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μελάσα και καρύδι. Μια πραγματικά ιδιαίτερη γεύση που δεν ξεχνιέται.
Μοναδικά αξιοθέατα
Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στις απολήξεις του όρους Χαρσενέ (272μ. ύψος) τους λαξευμένους βασιλικούς τάφους ,που σύμφωνα με τον Στράβωνα ανήκουν στους βασιλείς του κράτους του Πόντου της δυναστείας των Μιθριδατών, 3ος αι. π.Χ.
Οι τάφοι αυτοί είναι πέντε και αποτελούν διαχρονικό σύμβολο της Αμάσειας, ενώ υπάρχει μεγάλος αριθμός λαξευμένων τάφων μικρότερου μεγέθους, σε διάφορα σημεία του βραχώδους ορεινού όγκου, που εκτιμάται ότι είναι τάφοι ευγενών της ίδιας περιόδου. Μετά την κατάλυση του Βασιλείου του Πόντου από τους Ρωμαίους και όλες τις επόμενες περιόδους, χρησιμοποιήθηκαν για διαφορετικούς σκοπούς.
Τελευταία από τους Οθωμανούς χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες. Μέχρι και το 2015 όπου η υπαίθρια και μοναδική νεκρόπολη εγγράφηκε στην προσωρινή λίστα της UNESCO με τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, το υπαίθριο μουσείο των τάφων ήταν παντελώς παραμελημένο. Ο επισκέπτης έπρεπε να σκαρφαλώσει στους βράχους, για να επισκεφθεί και ν’ αγγίξει τα ταφικά μνημεία, ενώ τώρα έχουν κατασκευαστεί σκάλες, που οδηγούν ξεκούραστα τον επισκέπτη πάνω στον τόπο των μνημείων.
Ακριβώς πάνω από τους λαξευτούς τάφους βρίσκεται το κάστρο της Αμάσειας, που μέχρι τον 18ο αιώνα το χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς.
Το κάστρο είναι ταυτισμένο με την ιστορία του τόπου και αξίζει ο επισκέπτης να το επισκεφθεί. Θα τον αποζημιώσει η μαγευτική θέα της πόλης.
Ο Πύργος του Ρολογιού χτίστηκε το 1865 από τον κυβερνήτη της Αμάσειας Ziya Paşa. Τον Φεβρουάριο του 1940, μια φωτιά κατάστρεψε μέρος του πύργου και ο τότε κυβερνήτης της πόλης, με την αιτιολογία ότι εμπόδισε την κατασκευή της παρακείμενης γέφυρας που οδηγεί στο μνημείο του Κεμάλ, τον γκρέμισε.
Ο σημερινός πύργος ξαναχτίστηκε στις 18 Ιουνίου 2002, σύμφωνα με την αρχική του μορφή, που μοιάζει με μιναρέ.
Επίσης το Φετχιγιέ Τζαμί (Fethiye Camii) αναφέρεται πως ήταν χριστιανικός ναός που χτίστηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, κόρη του Νικηφόρου Φωκά, και μεταβλήθηκε σε τέμενος το 1176.
Το αρχαιολογικό μουσείο της Αμάσειας, ένα από τα σπουδαιότερα της Τουρκίας, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1925 ενώ η επίσημη ίδρυσή του πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1958. Το μουσείο μεταφέρθηκε στο νεόκτιστο σημερινό σύγχρονο κτήριό του στις 22 Μαρτίου 1977. Άνοιξε για το κοινό στις 14 Ιουνίου 1980, μετά την αναδιάταξη των εκθεμάτων με χρονολογική σειρά.
Τα 24.108 εκθέματα στο σύνολο, αρχαιολογικά και εθνογραφικά, καθώς και νομίσματα, σφραγίδες, χειρόγραφα, εικόνες και μούμιες, που ανήκουν σε έντεκα διαφορετικούς πολιτισμούς και εθνότητες τοποθετήθηκαν στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του κτηρίου.
Στο Εθνογραφικό Τμήμα εκτίθενται αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στα οθωμανικά νοικοκυριά του 19ου αιώνα, αλλά και ενδύματα, υφάσματα, χαλιά, κοσμήματα, χειρόγραφα, κοράνια κ.τλ. Στον κήπο, στα δυτικά του μουσείου, εκτίθενται πέτρινα αντικείμενα μεγάλου μεγέθους από τις περιόδους των Χετταίων, καθώς και αντικείμενα Ελληνιστικών, Βυζαντινών, Ιλχανικών, Σελτζουκικών και Οθωμανικών χρόνων.
Επίσης, μέσα στο Μαυσωλείο του σουλτάνου Μεσούτ Α΄ εκτίθενται έξι ταριχευμένα ανθρώπινα λείψανα της περιόδου Ιλχανλί, μεταξύ των οποίων τα δυο ανήκουν σε παιδιά.
Θωμαΐς Κιζιρίδου