Στο νεκροταφείο του Ευόσμου στη Θεσσαλονίκη ένας απλός τάφος, ανάμεσα σε άλλους, γράφει «Σεβαστή Παπαδοπούλου 1931-1990». Μόλις στα 59 της χρόνια, στις 18 Μαΐου 1990, άφησε την τελευταία της πνοή με ελάχιστους να τη συνοδεύουν στην τελευταία της κατοικία μια ντίβα της χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού που μεσουράνησε στα καλύτερα νυχτερινά κέντρα της δεκαετίας του 1950, η Σεβάς Χανούμ.
«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι!», είχε πει στον Γιώργο Χρονά ξεκινώντας να διηγείται την ιστορία της ζωής της, το 1983.
Δύο χρόνια μετά, το 1985, γνώρισε τον Μανώλη Τασούλα, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία – στη Σεβάς Χανούμ είναι αφιερωμένο ένα από τα βιβλία που έγραψε. Τρεις δεκαετίες μετά το θάνατό της, άνοιξε το αρχείο του και μοιράζεται τις αναμνήσεις του για την τραγουδίστρια που έσβησε πάμφτωχη και άρρωστη, παρά το γεγονός ότι αγαπήθηκε πολύ, και από τον Τάκη Μπίνη και από τον Στέλιο Καζαντζίδη:
«Θα μου μείνει αξέχαστη η πρώτη μου επίσκεψη στο σπίτι της. Ήταν λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Με κέρασε κουραμπιέ, και τα χέρια μου λερώθηκαν από την άχνη. Τότε γονάτισε μπροστά μου και μένα βρεγμένο πανάκι μου τα σκούπισε!».
«Μετά από την πρώτη εκείνη επίσκεψή μου στο σπίτι της Σεβάς, στην οδό Αυστραλίας 37 στη Νεάπολη, οπότε ξανανέβαινα Θεσσαλονίκη να τη δω είχα κάνει το σπίτι της σπίτι μου. Οργάνωσα το φωτογραφικό της αρχείο και της έφτιαξα το άλμπουμ που αποτελούσε τη συντροφιά της στο νοσοκομείο λίγους μήνες πριν πεθάνει. Εκείνο το ίδιο άλμπουμ που ξεφυλλίζει στο βίντεο κλιπ του Πασχάλη Τερζή “Σεβάς Χανούμ”».
«Όταν το 1948, 17 χρονών κοπέλα, με μία χρυσή λίρα στο χέρι και με μια κοτσίδα μέχρι τη μέση της κατέβηκε η Σεβαστούλα από τη Θεσσαλονίκη, έτοιμη τραγουδίστρια, να κατακτήσει την Αθήνα και να γίνει “βασίλισσα” όπως ονειρευόταν με το νεανικό μυαλό της, τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν τόσο εύκολα. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, για να βγάλει τίμια ένα κομμάτι ψωμί δούλευε σε πατσατζίδικο, όπως μου είχε πει ο Μπάμπης Μπακάλης. Κι όταν λίγο μετά πήγε συστημένη να τραγουδήσει στο κέντρο “Ζούγκλα” της πλατείας Βάθης όλα τα αρσενικά βλέποντας μια “όμορφη γκόμενα” –όπως τα μιλούσαν στη γλώσσα τους–, έπεσαν να τη “φάνε”, όπως τα αρπαχτικά ξεσκίζουν στο φρέσκο κρέας! Η Σεβαστούλα έπρεπε να παλέψει με τους ρεμπέτες που είχε μπλέξει, για να ξεφύγει όσο γινόταν “καθαρή”».
«Πολλοί τη διεκδίκησαν, αλλά την καρδιά της έκλεψε ο ξανθός γόης, αποκαλούμενος από το σινάφι του και Εγγλέζος, ο Τάκης Μπίνης. Εκτός από το γεγονός ότι δούλεψαν μαζί στο πάλκο, την έβαλε και στο στούντιο και ηχογράφησε μαζί του τα πρώτα της τραγούδια, ως Σεβαστή Παπαδοπούλου. Όταν ανακάλυψε τη σχέση τους η γυναίκα του Μπίνη έγινε χαμός. Και η Σεβάς πληγωμένη από το χωρισμό του πρώτου μεγάλου έρωτά της, το έριξε για λίγο στα τσιγάρα και στο ποτό για να τον ξεχάσει. Της έγινε βέβαια μάθημα και κανόνας, να μην ξαναπλησιάσει παντρεμένο. Ο Τάκης Μπίνης με τη σκληρή, ρεμπέτικη γλώσσα του μιλάει για την εφήμερη αυτή σχέση με τη Σεβάς στο βιβλίο του».
«Όταν τη χώρισε ο Μπίνης, η Σεβάς απελπίστηκε, τρελάθηκε από το φοβερό “χαστούκι” και, εκτός από τα πολλά ποτά και τα τσιγάρα στα οποία βρήκε για λίγο παρηγοριά, του έκανε και πολλά σκηνικά, μήπως τον ξανακέρδιζε. Όμως, η συμπεριφορά της την έριξε πολύ στα μάτια του. Αλλά φοβόταν και την οργή της γυναίκας του. Μπορεί να κρίνει άραγε αυστηρά κανείς ένα 20χρονο, ερωτοχτυπημένο κορίτσι που η ρεμπέτικη ιδιοσυγκρασία του το κάνει να παραφέρεται και να συμπεριφέρεται υπέρ το δέον;».
«Όταν από Σεβαστούλα έγινε Σεβάς Χανούμ ο δρόμος ανοίχτηκε φωτεινός μπροστά της! Δούλεψε με τα πιο μεγάλα ονόματα και στα πιο μεγάλα κέντρα. Ο τρόπος που στεκόταν στην πίστα, ο τρόπος που τραγουδούσε κι έπαιζε εξαιρετικά το ντέφι την έκαναν ακαταμάχητη στο πάλκο. Ο Άκης Πάνου είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στο Γιώργο Τσάμπρα ότι ο λόγος που εγκατέλειψε το πάλκο ήταν η Σεβάς Χανούμ, γιατί η παρουσία της ήταν καταλυτική. Τους εξαφάνιζε όλους όταν έπιανε αυτή το μικρόφωνο. Ήταν καθαρά τραγουδίστρια πίστας».
«Την εποχή εκείνη που γνωριστήκαμε είχε δώσει συνεντεύξεις –εκτός του Γιώργου Χρονά– στη Βάνα Χαραλαμπίδου και στη Μαρία Χούκλη. Κατόπιν δικής της προτροπής, και με υπαγόρευσή της, έγραψα μια επιστολή προς την εκπομπή Ρεπόρτερς και λίγο καιρό μετά πήγε σπίτι της ο Κώστας Χαρδαβέλλας στον οποίο έδωσε και την τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη. Όλες εκείνες τις συνεντεύξεις τις είχαμε γράψει σε κασέτες και με έβαζε να τις απομαγνητοφωνώ. Της διάβαζα τα κείμενα, στα οποία προσπάθησα να αποδώσω σωστά τον τρόπο που η ίδια μιλούσε και εκφραζόταν. Και τότε μου έλεγε: “Γράψε κι αυτό, γράψε κι αυτό”. Και έτσι συμπληρώσαμε όλα τα κενά που υπήρχαν. Αγωνιούσε μην γίνει κάποια παράληψη. Και ήθελε να πει μια καλή κουβέντα για όλους τους συναδέλφους της. Πράγμα που εκείνοι δυστυχώς στις δικές τους βιογραφίες –εκτός της Ρένας Στάμου– δεν έκαναν για τη Σεβάς».
«Όσο για τα “άνθη του κακού” –όπως ποιητικά τα αποκαλεί ο Γιώργος Χρονάς–, δεν ήθελε να κάνει λόγο. Ούτε ποτέ υπήρξε εθισμένη απ’ αυτά. Πολλοί λένε ότι “κάπνιζε”. Εκείνη ποτέ δεν μου έθιξε το θέμα αυτό. Παρά μόνο μία φορά, μετά από πίεση του Κώστα Χατζηδουλή, απάντησε διπλωματικά: “Όλοι κάπνιζαν τότε! Μήπως κι εσείς καπνίζετε;”. Και θυμάμαι έναν άγνωστο τραγουδιστή λίγο πριν από τη συναυλία της στο στάδιο της Νεάπολης να προσπαθεί να της βάλει στο χέρι της ένα χαπάκι, που μάλλον “έφτιαχνε τη διάθεση”, κι εκείνη να τον κοιτάζει πολύ αυστηρά και να αρνείται να το πάρει».
«Η Σεβάς στο σπίτι της ήταν καθαρά Πόντια. Φιλόξενη, με το τραπέζι της να έχει όλα τα καλά, απλή και με πολύ χιούμορ, αυστηρή όταν έπρεπε, και όταν είχε και συγγενείς τρώγαμε χώρια οι άντρες στο σαλόνι, και χώρια οι γυναίκες, στην κουζίνα. Εντελώς παραδοσιακή».
«Λίγο πριν φύγει για την Αμερική παντρεύτηκε τον Κρητικό Γιάννη Ρεράκη, και για να μπορέσουν να φύγουν μαζί με το συγκρότημα βγάλανε φωτογραφίες σε ένα πάλκο με εκείνον να κρατάει ένα ακορντεόν. Στα χαρτιά τον περάσανε για μουσικό, ενώ δεν ήταν. Επίσης, χρόνια αργότερα, όταν συναντήθηκαν η Σεβάς με τον Καζαντζίδη στη Γερμανία και έκλεισαν μια συνεργασία –που εκείνος ακύρωσε τελευταία στιγμή παρόλο που είχαν κυκλοφορήσει αφίσες–, η Σεβάς πικαρίστηκε πολύ μαζί του και δήλωσε σε ελληνόφωνη εφημερίδα της Γερμανίας ότι “ο Καζαντζίδης είναι ένα μεγάλο νινί”. Η ίδια μου είπε ότι τον συνάντησε κάποια στιγμή που είχε κατέβει Αθήνα, το 1987-88, την έβγαλε για φαγητό στου “Μπόκαρη” στην Κηφισιά. Ήταν η “καψούρα” και το έλεγε σε κάθε συνέντευξή της, γιατί της είχε μείνει μαζί του το απωθημένο».
«Πριν από την τελευταία συνάντηση στου “Μπόκαρη” της Σεβάς με τον Στέλιο είχε προηγηθεί επιστολή που του ζητούσε να συναντηθούνε. Μου την είχε υπαγορεύσει και της την έγραψα, την υπόγραψε η ίδια, και μετά χέρι με χέρι, μέσω κοινών γνωστών, έφτασε σε εκείνον. Τελικά, φαίνεται ότι τόσο ο Στέλιος, όσο και ο Μπίνης, την αγάπησαν τη Σεβάς, ο καθένας με τον τρόπο του, γι’ αυτό την αναφέρουν και στα βιβλία τους, ασχέτως το πώς την αναφέρουν. Το κακό κορίτσι που πήγε να αποπλανήσει τα καλά αγόρια. Είναι λίγο κωμικό. Αλλά φαίνεται είχαν πικαριστεί μαζί της, και δεν ήξεραν πώς να εκφραστούν».
«Το βέβαιο είναι ότι ο Στέλιος ήθελε πολύ σοβαρές τις γυναίκες δίπλα του. Αν προσέξετε, στις φωτογραφίες που είναι με τη Σεβάς αγκαλιά εκείνη φοράει ταγιεράκι από το ίδιο ύφασμα του κοστουμιού του. Λίγα χρόνια μετά, όταν πήγε στο ίδιο φωτογραφείο με τη νέα του αρραβωνιαστικιά, τη Μαρινέλλα, εκείνη πήγε με τιράντες. Την υποχρέωσε, λοιπόν, να φορέσει τη ζακέτα της γυναίκας του Βογιατζόγλου για να φωτογραφηθεί μαζί της».
«Θυμάμαι, την εποχή που έδωσε τη συναυλία της στο Παλέ Ντε Σπορ είχα ανακαλύψει στο ΦωτοΡεκόρ του Λευτέρη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία τις φωτογραφίες που είχε βγάλει με τον Καζαντζίδη. (Εκεί ο τραγουδιστής είχε φωτογραφηθεί και με την Καίτη Γκρέι και με τη Μαρινέλλα. Γυναίκες άλλαζε, φωτογράφο δεν άλλαζε.) Συνεννοηθήκαμε, λοιπόν, και την ώρα που θα έλεγε το τραγούδι “Στο άδειο προσκεφάλι” μόλις έλεγε το στίχο: “Και μια φωτογραφία που είμαστε αγκαλιά” να ανέβω επάνω στη σκηνή και να της δώσω, σαν έκπληξη, ένα κάδρο με μια τέτοια φωτογραφία. Έγινε πάταγος!».
«Στις συναυλίες της με ήθελε πάντα στο πλευρό της και ήμουν μόνιμα ο συνοδός της. Στο Παλέ Ντε Σπορ όταν ξεκίνησε με τα πρώτα δυο τραγούδια, το “Μπαξέ τσιφλίκι” και την “Όμορφη Πειραιώτισσα”, το κοινό δεν την αντιμετώπισε θερμά. Όμως εκείνη, χρόνια βαλμένη στα κόλπα της δουλειάς, δεν πτοήθηκε. Είπε: “Ακόμα και να πεθάνω, θα σας τα πω!”, και έκανε νόημα στην ορχήστρα να σταματήσει η μουσική. Ξεκίνησε τότε ένα πολύ δύσκολο τούρκικο αμανέ, και συνέχισε με τη “Μανόλια” του Ζεκί Μουρέν, μισά τούρκικα, μισά ελληνικά. Και όταν μετά από δέκα λεπτά περίπου τελείωσε όλο το κοινό (που πριν ήταν χλιαρό) σηκώθηκε όρθιο, χειροκροτώντας και φωνάζοντας: “Είσαι μεγάλη τραγουδίστρια!”».
«Η Σεβάς στην κρεβατοκάμαρά της πάνω από το κρεβάτι της είχε μια μεγάλη εικόνα του Χριστού που ευλογούσε τα παιδιά. Δεξιά, λίγο πιο χαμηλά, το κάδρο που της είχα πάει με τον Καζαντζίδη αγκαλιά μαζί της (εκείνη την παλιά φωτογραφία, την αυθεντική), και λίγο πιο κάτω, επάνω στο κομοδίνο ήταν αυτές οι δύο φωτογραφίες μέσα σε μια κορνίζα, μαζί με μια χάρτινη εικονίτσα του Χριστού φορώντας αγκάθινο στεφάνι. Αυτή η κορνίζα δυστυχώς χάθηκε».
«Πληροφορήθηκα το θάνατό της όντας φαντάρος και συγκλονίστηκα! Ήθελα να ήμουν εκεί, στον Άγιο Γεώργιο της Νεάπολης, αλλά δεν ήταν δυνατόν. Την ώρα ακριβώς της νεκρώσιμης ακολουθίας πήρα τηλέφωνο στην εκκλησία και παρακάλεσα να το αφήσουν για λίγο το ανοιχτό να ακούω, σαν να ήμουν κι εγώ εκεί. Λίγες μέρες μετά κατάφερα και πήρα ειδική άδεια από τη Χίο όπου υπηρετούσα και πήγα στη Θεσσαλονίκη. Βρήκα τον ανιψιό της τον Τάσο, ο οποίος με πήγε στον τάφο της και της κάναμε τρισάγιο».
«Πρέπει να πω ότι οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον μακαρίτη τον ανιψιό της, τον Τάσο Θεοδωρίδη, που μου άνοιξε το σπίτι της Σεβάς όταν εκείνη πέθανε και μου χάρισε πολλά ενθύμια της (ρούχα του πάλκου, φωτογραφίες, μικροαντικείμενα, κλπ.), που τα φύλαξα μαζί με τα πλεχτά σεμεδάκια που μου έφτιαξε η ίδια. Γιατί και σ’ αυτό ήταν παραδοσιακή».
«Ο ρεμπετολόγος –συγχωρεμένος πλέον κι αυτός–, Κώστας Χατζηδουλής, είχε πολλές κασέτες από συνεντεύξεις που του είχε δώσει η Σεβάς, με σκοπό να της κάνει ένα βιβλίο. Μάλιστα, την είχε δεσμεύσει να μην τα λέει όλα τα κεφάλαια τις ζωής της, όταν έδινε συνεντεύξεις, ώστε το βιβλίο να έχει ενδιαφέρον. Η Σεβάς του είχε δώσει και ένα παλιό δερμάτινο άλμπουμ με χαλκογραφία την Κωνσταντινούπολης απ’ έξω που της το είχε φτιάξει ο πατέρας της (με τον οποίο είχε μεγάλη αγάπη και αλληλοσεβασμό), και δίπλα σε κάθε φωτογραφία είχε γράψει ο ίδιος σε ποντιακή διάλεκτο κάποιες λεζάντες. Από εκεί προέρχεται και το εξώφυλλο του βιβλίου μου, και πολλές φωτογραφίες στις εσωτερικές σελίδες».
«Εκείνο που είναι πολύ συγκινητικό είναι τα γράμματα και οι κάρτες που αντάλλασσε η Σεβάς με τους γονείς της όσο βρισκόταν στο εξωτερικό, αλλά και στην εποχή του μεγάλου χειρουργείου της στο Λονδίνο. Τους έγραφε στον πληθυντικό, και πάντα με αγάπη και σεβασμό. Ένα καλό, παραδοσιακό, κορίτσι από τον Πόντο! Καμία σχέση, όπως την σκιαγραφούν με μελανά χρώματα στα βιβλία τους, ο Καζαντζίδης και ο Μπίνης. Εκείνοι ήξεραν αυτά, τα είπαν και γράφτηκαν! Μα και η Σεβάς ήξερε για εκείνους (και για άλλους) κάποια πράγματα, αλλά δεν ήθελε να τα θίξει στο βιβλίο της. Γιατί έλεγε: “Τι παραδείγματα θα δώσουμε στα παιδιά μας;”».
«Κάποτε είχε πει κοιτάζοντας προς το μέλλον: “Όταν πεθάνω να δείτε τι θα γραφτεί για μένα και τι θα ειπωθεί!”. Και πράγματι, έγινε βιβλίο, τραγούδι, θεατρικό έργο. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα ακολουθήσει».
«Πάντως, για εμένα το γεγονός ότι η Ζωή, η γυναίκα του Τσιτσάνη, ζωγράφισε μόνο τη Σεβάς απ’ όσες γυναίκες τραγούδησαν μαζί του στο πάλκο λέει πολλά. Και η Σεβάς όταν είδε τη φωτογραφία του πίνακα είπε: “Η Ζωή κοίταξε μέσα μου και με ζωγράφισε έτσι!”».