101 χρόνια έχουν περάσει από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1924, και την επώδυνη Ανταλλαγή των πληθυσμών. Με τη Συνθήκη που όριζε τα σύνορα του νέου τουρκικού κράτους, η Ελλάδα κράτησε μόνο τη Δυτική Θράκη απ’ όσα οθωμανικά εδάφη είχε κερδίσει με τη Συνθήκη των Σεβρών. Αμέτρητες είναι οι ιστορίες πόνου από εκείνη την περίοδο αλλά και από τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Ιωακείμ Λαζαρίδης από τη Γάραλη της Σαμψούντας έφθασε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, με χρήματα που του έδωσε ένας Κούρδος τσιφλικάς ο οποίος τον είχε αγοράσει από το Ερζερούμ.
Την ιστορία του διηγήθηκε στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Νίκο Ασλανίδη ο ανιψιός του Λάζαρος Λαζαρίδης από το Φίλυρο Θεσσαλονίκης. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Μάρτυρες – 100 χρόνια μετά (Θεσσαλονίκη 2019).
≈
Ο Λάζαρος Λαζαρίδης από το Φίλυρο Θεσσαλονίκης, μου διηγήθηκε την ιστορία του θείου του Ιωακείμ Λαζαρίδη, τον οποίο τον αποκαλούσε πατέρα… Καταγόταν από το χωριό Γάραλη (Karaali) της Σαμψούντας και ο πατέρας του (παππούς του Λάζαρου) ήταν μουχτάρης.
Μια μέρα στο χωριό έκαναν την εμφάνισή τους οι τσέτες με τον Τοπάλ Οσμάν.
«Αμέσως συνέλαβαν τον παππού μου και τον κρέμασαν» λέει ο Λάζαρος Λαζαρίδης και συνεχίζει: «Η αδελφή του πατέρα μου, η Βαρβάρα, το μόνο κορίτσι από εφτά αδέλφια, ήταν νιόπαντρη και είχε ένα μωρό λίγων μηνών. Την άρπαξαν οι τσέτες, την έκλεισαν σε ένα σπίτι και την βίαζαν επί τρεις μέρες… Το μωρό της πέθανε από ασιτία… Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του πατέρα μου, μαζί με τον άντρα της Βαρβάρας, τα έστειλαν εξορία στο Ερζερούμ. Όλοι τους πέθαναν. Γλίτωσε μόνο ο Ιωακείμ που ήταν ο πιο μεγάλος και ο πιο εύσωμος. Ένας Κούρδος τσιφλικάς μόλις τον είδε, έδωσε “μπαξίσι” στον επικεφαλής που τους συνόδευε στην εξορία και τον αγόρασε για υπηρέτη. Στην πορεία γνωρίστηκαν και τον συμπάθησε τόσο πολύ που όταν έγινε η Ανταλλαγή με τη Συνθήκη της Λοζάνης, του έδωσε χρήματα για να έρθει στην Ελλάδα».
Στο μεταξύ η γυναίκα του Ιωακείμ, η Βασιλική, με τα τέσσερα παιδιά τους έφυγαν νωρίτερα στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Λευκάδα και στη συνέχεια στην Ορέστεια Νιγρίτας. Στο βαπόρι αρρώστησαν και τα τέσσερα παιδιά και πέθαναν. Στη Λευκάδα πέθανε η μητέρα και τα άλλα δυο αδέλφια του Ιωακείμ και απέμεινε μόνο ο μικρότερος ο Σοφοκλής. Μόλις ο Ιωακείμ βρήκε τη γυναίκα του ανυποψίαστος ρώτησε:
— Μέρ’ είναι τα παιδία; (Πού είναι τα παιδιά;)
Κλαίγοντας η Βασιλική του εξήγησε την τραγωδία της οικογένειας.
Όταν ο Σοφοκλής παντρεύτηκε έκανε πέντε παιδιά και έμεινε στο ίδιο σπίτι με τον μεγάλο του αδελφό. Τον Ιωακείμ όλοι στο χωριό τον φώναζαν «Κούρτο» επειδή έζησε χρόνια με τον Κούρδο τσιφλικά. Τα παιδιά του Σοφοκλή όμως τον φώναζαν πατέρα γιατί κατάλαβαν πόσο σκληρό είναι να έχεις τέσσερα παιδιά και να τα χάνεις όλα μέσα σε λίγες μέρες…
Μάνα αποκαλούσαν και τη γυναίκα του, τη Βασιλική ενώ όλος ο κόσμος την αποκαλούσε «Κορτσάνα» δηλαδή αντρογυναίκα γιατί δούλευε σκληρά μέρα-νύχτα…
«Όλη μου τη ζωή θυμάμαι την “Κορτσάνα” να λέει: Αχ, Τοπάλ Οσμάν ντο εποίκες μας… (Αχ, Τοπάλ Οσμάν τι μας έκανες…). Με αυτό το παράπονό της, μεγαλώσαμε…» καταλήγει ο Λάζαρος Λαζαρίδης.