Γεννηθείσα το 1916, στο Ακτουβάν της Σαμψούντας, η Μαρία Μπαϊραμίδου έφυγε από τη ζωή το 2010. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 2007, είχε διηγηθεί το πώς έφυγε η οικογένειά της από το χωριό στη δημοσιογράφο Θωμαΐδα Κιζιρίδου.
Η Μαρία Μπαϊραμίδου μετεγκαταστάθηκε στην Καλή Βρύση Δράμας όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, έχοντας αποκτήσει τρία παιδιά.
Η συγκλονιστική μαρτυρία της
Απ’ το Ακτουβάν φύγαμε όταν κάψαν τα σπίτια, οι Τούρκοι έκαψαν τα σπίτια κι ένας με πήγε στον αχυρώνα, ο πατέρας μου στ’ αλώνι κοντά στο σπίτι ήτανε κι εμένα με άφησε στο δρόμο απάνω κι αυτός ανέβηκε σ’ ένα ψηλό μέρος και κοίταζε την καπνίλα. Λέω γιατί ο πατέρας μου σταματάει και κοιτάζει κι εγώ εκείνον κοίταζα κι έβλεπα μια καπνίλα έτσι γυρνούσε κι έβγαινε στον ουρανό. Είχανε κάψει το χωριό, εφτά χωριά μαζευτήκανε έλεγαν, γιατί τους είχε η αστυνομία, τους είχανε εκεί. Τους έβαλαν όλα στα σπίτια, τις εκκλησίες, τις αχυρώνες, τους έδωσαν φωτιά, δηλαδή με την ψυχή τους εκαψάνε. Εκείνη την καπνίλα την είδα κι εγώ, αλλά τι ήταν δεν ήξερα. Έκαψαν τα σπίτια κι εμείναμε στο βουνό όλοι. Μας κυνηγούσαν και οι γονείς με τα παιδία, εμένα ο πατέρας μου στον σβέρκο με κουβαλούσε.
Μικρά παιδιά που είχαν και βυζαίνανε, φώναζαν κι έλεγαν: «Τα παιδιά σας, τα παιδιά σας, να μην ακούν οι Τούρκοι και μας κυνηγάνε». Εκεί μερικές γυναίκες έσφιγγαν να το βυζάξουν το παιδί να μην κλαίει, το έσφιξε και το έπνιξε.
Δεν θέλησε, αλλά να μην βγάλει φωνή, τι να κάνει. Και η συγχωρεμένη η μάνα μ’ ήταν άρρωστη κι έλεγε μια γυναίκα σε μια γκίολα έριξε το παιδί της. Την κυνηγούσαν οι Τούρκοι κι από πίσω έριχναν.
Ύστερα βγήκαμε σε ένα μέρος κι όλο περπατούσαμε. Ο πατέρα μ’ τ’ όπλο στο χέρι κι εγώ ήμαν στο σβέρκο του. Η μάνα μ’ είχε κι άλλο μικρό παιδί στην αγκαλιά της. Υστέρα, νύχτα ήταν και θα περνούσαμε ένα μέρος φοβερό κι έλεγαν σωπάτε-σωπάτε, μη μιλάτε. Κοίταζαν ένα λάκκο να βρούμε και ν’ ανάψουμε φωτιά, να κάνουνε ένα φαΐ αν είχανε, αν δεν είχανε, τίποτα δεν έχει. Κι από εκεί περπατούσαμε, ούτε χωρίο ξέρω, ούτε βουνό.
Μετά, σ’ ένα μέρος πήγαμε σε ένα βουνό μεγάλο, στην Μπάφρα μεριά και το έλεγαν Νεπιέν Ντάγ. Εκεί καθίσαμε. Μετά φαίνεται έγινε διαταγή να κατέβουν τα γυναικόπαιδα στην Σαμψούντα.
Οι γυναίκες πήρανε τα παιδιά τους από της θάλασσας την άκρα. Εμείς τα παιδία έτρεχαμε και οι γονείς από πίσω έκλαιγαν κι έρχονταν.
Ήρθε το πλοίο μας πήρε, τους πρόσφυγες. Εμείς ήμασταν στ’ αμπάρι κάτω. Σαν κι εμένα ήτανε κι ένα κοριτσάκι. Αυτό το κοριτσάκι πήρε ψωμί, αυτοί σηκώθηκαν από τα σπίτια τους με τα όλα τους, σαν κι εμάς δεν καήκανε. Τότες δεν ήξερα, αλλά εγώ με το μυαλό μου το λέω. Γιατί είδα το κορίτσι ψωμί πήρε, ψάρια παστά πήρε κι έτρωγε. Εγώ κοίταζα έτσι, γιατί εγώ δεν είχα τίποτα.
Η μάνα μ’ ζαλίστηκε και πλάγιαζε. Μετά αυτό το κοριτσάκι, είδε που είχα στο χέρι μου δυο χάντρες, μου είπε δώσ’ με αυτά και να σε δώσω ψωμί. Εγώ αμέσως τράβηξα, έκοψα, έδωσα το κοριτσάκι, με έδωσε απ’ τον τενεκέ μέσα ένα κομμάτι. Έφαγα. Εκείνο ήταν με εκείνο πόσο πήγαμε δεν ξέρω, ήρθε ένα άλλο πλοίο μας κόλλησε, άσπρο. Περάσαμε εκεί στο πλοίο όλοι.
Εκεί όταν πήγαμε μας έδωσαν και ψωμί και τ’ αδελφάκι μ’ ήτανε άρρωστο και η καημένη μάνα μ’ έκλαιγε κι έλεγε το καημένο το παιδί μ’ θα πεθάνει και θα το ρίξουνε στη θάλασσα. Δεν πέθανε, ύστερα, όταν βγήκε έξω πέθανε. Από την πείνα πέθανε, δεν αρρώστησε.
Με το καράβι βγήκαμε στην παλιά Ελλάδα, στη Φιλιππιάδα, εκεί μας εβγάλανε. Στη στρατώνα ήμασταν. Πολύς κόσμος ήταν. Ένας τραγουδούσε, άλλος χόρευε, άλλος έκλαιγε κι έτσι από εκεί μας έφεραν, μας έβγαλαν στην Καβάλα, κι από εκεί μας πήγαν στο Δοξάτο…
Θωμαΐς Κιζιρίδου
- Διατηρήθηκε με ακρίβεια η διάλεκτος διήγησης της Μαρίας Μπαϊραμίδου.