Η προγιαγιά μου η Βαρβάρα σαν έβαζε τα εγγόνια της για ύπνο καθότανε στην αυλή δίπλα στη φωτιά και ψευτοσκάλιζε τα κάρβουνα. Στην ησυχία της νύχτας καθόταν μόνη της και μοιρολογούσε μ’ ένα κλάμα βουβό. Επαναλάμβανε με σιωπηλά αναφιλητά τα ονόματα των αδικοχαμένων της τέκνων. Τα ψιθύριζε κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό για ν’ ακούγονται, για να μη ξεχαστούν.
Ρωτάω τον πατέρα μου αν καμιά φορά πήρε τ’ αυτί του κάτι, κάποιο όνομα, για να ξέρω. Από κάποιες φορές που κρυφάκουσε θυμάται μονάχα το ξεκίνημα της μνημόνευσης των ονομάτων: «Αχ… Δεσποίνη, αχ… Όλγα…». Δύο ονόματα. Από τα πόσα;
Ήρθε από τον Πόντο μόνη με τρία παιδιά. Έχασε εκεί τον άντρα της τον Πέτρο και τα υπόλοιπα παιδιά της.
«Πόσα παιδιά είχε η γιαγιά η Βαρβάρα συνολικά στην πατρίδα, πατέρα;», ρωτάω. «Δεν ξέρω… Ή εννέα ή έντεκα… Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι∙ δεν μιλούσε πολύ γι’ αυτά», απαντάει. Αυτή η διάζευξη «ή εννέα ή έντεκα» είναι που με σκοτώνει. Κρύβει μ’ έναν αδιόρατο, ποιητικό τρόπο το υπόγειο ρεύμα ενός δράματος που κυλάει από γενιά σε γενιά Ποντίων.
Θέλω να πω, γιατί όχι δέκα; «Ή εννέα ή έντεκα…». Όποιος έχει ποιητική ψυχή θα καταλάβει τι εννοώ, αν το σκεφτεί βαθιά – αν αφεθεί. Πάντως, έχασε τον άντρα της και πολλά παιδιά, πάνω από τα μισά. Το πόσα ακριβώς και πώς, ο Θεός ξέρει.
Έτσι, κάθε φορά όταν ακούω τα περί αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου είναι αυτό ακριβώς το υπόγειο ρεύμα που κοχλάζει μέσα μου. «Τ’ ομμάτια μου εθάμπωσαν, και το σπαθίν εχ’ άχναν»¹. Σηκώνονται όλοι οι γίγαντες πρόγονοι της ιωνικής μας φύτρας και με παίρνουν στους ώμους τους και με ψηλώνουν. Οπόταν κοιτάζω όλους τους ξένους κυβερνήτες και τους πολιτικούς και τα κοινοβούλια και τους οργανισμούς και τους πρέσβεις αφ’ υψηλού και τους τελειώνω με μια κουβέντα: «Ήεννέα ή έντεκα».
Πετάω πάνω από τον Ελλήσποντο κι αφήνω την Έλλη να βουτήξει στα νερά, για ν’ αφήσει στεφάνια για τη Δέσποινα, για την Όλγα, για τον Πέτρο. Για εννέα, για έντεκα, για τριακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες ψυχές.
Λυπάμαι βαθιά… Τι να πεις για την κατάντια της ανθρωπότητας. Σαν ψέμα μοιάζει να φτάσαμε να λέμε πως πρέπει να δοθεί αγώνας για ν’ αναγνωριστεί ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Ένα έγκλημα καταγεγραμμένο κι αδιαφιλονίκητο. Είναι πολιτισμός αυτό το πράγμα; Γιατί άλλο είναι η τεχνολογία κι άλλο ο πολιτισμός.
Είτε αναγνωριστεί η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής είτε όχι δεν αλλάζει κάτι για τις ψυχές τους και για τη συνεχή διασύνδεση και τον προσευχητικό διάλογο που έχουν με εμάς τους ζώντες απογόνους τους. Αλλάζει, όμως, κάτι για τους υπόλοιπους, γι’ αυτούς που αναγνωρίζουν επισήμως τη γενοκτονία.
Αυτούς είναι που τους φέρνει η αναγνώριση ένα βήμα πιο κοντά στον όντως πολιτισμό. Ότι δεν είναι πραγματικά πολιτισμένος ένας άνθρωπος που εξαρτά την αναγνώριση μιας ιστορικής αλήθειας, από συμφέροντα και σκοπιμότητες. Μάλλον μοιάζει γι’ απολίτιστος, μικροπρεπής κι αφιλότιμος. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι έχει αρχοντιά, ήθος κι αξιοπρέπεια αυτή η νοοτροπία κι η συμπεριφορά. Να ξέρεις για ένα έγκλημα τέτοιας αγριότητας, τέτοιας βαρβαρότητας, τέτοιων διαστάσεων, τόσο ειδεχθές και να κάνεις τη στρουθοκάμηλο.
Η αναγνώριση, λοιπόν, της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας βαραίνει ηθικά πρωτίστως τους τρίτους.
Μετά βέβαια κι από την πρόσφατη αναγνώριση της γενοκτονίας των ομοιοπαθών μας Αρμενίων από την αμερικανική κυβέρνηση το ζήτημα –λογικά– θα πρέπει να τους βαραίνει περισσότερο. «Ή εννέα ή έντεκα»… Δεν μπορεί να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά∙ σωστά;
Πώς γίνεται, εννοώ, να είσαι πρέσβης μιας τρίτης χώρας στην Ελλάδα κι η χώρα σου να μην έχει αναγνωρίσει επισήμως τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής; Βάζω τον εαυτό μου στη θέση τους και δυσκολεύομαι. Είναι σαν να μου έλεγε κανείς να πάω πρέσβης της Ελλάδας στην Αρμενία χωρίς να έχει αναγνωρίσει η χώρα μου τη Γενοκτονία των Αρμενίων… Νομίζω πως δεν θα δεχόμουνα∙ δεν ξέρω πώς θα κοιτούσα τους Αρμένηδες στα μάτια εκεί που θα πήγαινα. Ντροπής πράγματα…
Νά τι πάει να πει πολιτισμός: «Η σκέψη των Ιώνων, η πρώτη λυρική φωνή στην ποίηση, η υπακοή του μαρμάρου στο ανθρώπινο χάδι, το τρίγωνο των βουνών κατεβασμένο στο αρχιτεκτόνημα, ο Σωκράτης, ο Ιησούς, όλα ή σχεδόν όλα γύρω από το σχολείο αυτής της θάλασσας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Αν σκεφτόμαστε όπως οι εκατομμυριούχοι, το φαινόμενο είναι αμελητέο και ο κόσμος ασφαλώς πολύ μεγάλος για να τα συζητάμε αυτά. Όμως η σελήνη των ηλεκτρονικών εγκεφάλων φοβούμαι ότι θα εξακολουθεί να είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, κατώτερη απ’ τη σελήνη της Σαπφώς, πού η αχτίδα της, έτσι καθώς μας σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε – όττω τις έραται, που έλεγε και η ποιήτρια»².
«Ότω τις εράται» πρέσβειρες και πρέσβεις: πολιτισμό ή βαρβαρότητα…