Ο Ρεφέτ Πασά, ένας εκ των αυτουργών της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, γεννήθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη όπως και ο Μεχμέτ Ναζίμ, και πέθανε το 1963. Σπούδασε στη στρατιωτική ακαδημία και έγινε μέλος του Κομιτάτου «Ένωση και πρόοδος» (Committee of Union and Progress), που γέννησε το Kίνημα των Νεότουρκων. Συμμετείχε σε όλους τους μεγάλους πολέμους της εποχής (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος κ.ά.).
Αν και γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ο παππούς του καταγόταν από τη Βουλγαρία, γρήγορα ανέπτυξε εθνικιστικά συναισθήματα που έγιναν εντονότερα μετά την ήττα της Τουρκίας, μεγάλο κομμάτι της Μικράς Ασίας κατείχαν ξένες δυνάμεις, αλλά ειδικά όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στην Σμύρνη, το 1919.
Έτσι έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, όπου και διέμενε την εποχή εκείνη και πήγε στη Μικρά Ασία για να οργανώσει αντίσταση εναντίον αυτών των δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Όπως και ο Ναζίμ, ο Ρεφέτ δεν είχε καλές σχέσεις με τον Μουσταφά Κεμάλ. Και αυτός κατηγορήθηκε για την απόπειρα δολοφονίας του το 1926, αλλά σε αντίθεση με τον Ναζίμ, αθωώθηκε.
Το ότι συμμετείχε στην αντίσταση και στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, αλλά και τον Πόντο είναι γνωστό, αλλά ο Ρεφέτ φέρεται να είχε μεγαλύτερο ρόλο, αλλά και μένος εναντίον των Ελλήνων που διέμεναν τότε στην Τουρκία.
Αν και δεν είναι αποδεδειγμένο, φέρεται ότι είχε πει: «Πρέπει να αποτελειώσουμε τους Έλληνες, όπως κάναμε με τους Αρμενίους… σήμερα έστειλα διμοιρίες στο εσωτερικό της χώρας για να σκοτώσει κάθε Έλληνα που θα δει».
Επιπλέον έγγραφα που συλλέχθηκαν από την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, κρίνουν υπεύθυνο τον Ρεφέτ Πασά για τον εμπρησμό και την απέλαση των Ελλήνων κατοίκων της Σαμψούντας, το 1916 και αρχές του 1917.
Τον περιγράφουν ως «φανατικό, παθιασμένο και με μεγάλο βαθμό μίσους εναντίον των Ελλήνων». Τα έγγραφα λένε ότι είχε γίνει «η μάστιγα της χώρας και ο τύραννος των Χριστιανών».
Επιμέλεια: Ερμιόνη Βλαχίδου.