Όλοι έχουμε ζήσει κάτι που μας πλήγωσε και μας έκανε να κλάψουμε, και κάτι που μας έκανε ευτυχισμένους. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι όμως που τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους έχουν τον τρόπο –αλλά και το χάρισμα– να τα μετουσιώνουν σε μουσική, και να γίνονται για μας τους υπόλοιπους συντροφιά στη λύπη ή στη χαρά μας.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο συνθέτης και τραγουδιστής Χρήστος Παπαδόπουλος.
Τα ταξίδια του και τα συναισθήματά του τα μετατρέπει σε υπέροχη μουσική. Όπως την απώλεια Πόντιας γιαγιάς του Μυροφόρας που έγινε αφορμή σε ένα βράδυ να γράψει έξι τραγούδια που έγιναν και το κατευόδιο για το τελευταίο της ταξίδι.
Τι σας εμπνέει και αποτελεί για εσάς δημιουργική αφορμή;
Γενικά εγώ γράφω όταν είμαι σε καλή ψυχολογία. Εμπνέομαι βέβαια στα ταξίδια, αλλά ακόμη και σε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Επειδή είμαι εργασιομανής περνάω πολύ από το χρόνο μου δημιουργικά στο στούντιο μου γράφοντας μουσική.
Τα ταξίδια σας στην Ανατολή, και όχι μόνο εκεί, τι σας προσφέρουν ως καλλιτέχνη;
Ένας δημιουργός επηρεάζεται από τη συναναστροφή του με άλλες κουλτούρες, άλλους ήχους, άλλα τοπία, παραστάσεις, μυρωδιές, γλωσσικά ιδιώματα. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει με μένα. Άλλωστε πολλές φορές όταν παίζω τα πρώτα ακόρντα (γιατί γράφω με κιθάρα) ανακαλώ στη μνήμη μου μέρη όπου ταξίδεψα. Σίγουρα με έχει επηρεάσει ένα ταξίδι μου στην Αμερική με αυτοκίνητο (Νέα Υόρκη – Βόρεια Καρολίνα σε 15 ώρες), περνώντας από ερήμους και ινδιάνικα τοπία.
Επίσης η μυσταγωγία στον Γάγγη ποταμό, όταν είδα να καίνε τους νεκρούς, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όπως και η επίσκεψή μου στις σπηλιές της Καππαδοκίας, οι οποίες ήταν γεμάτες σκαλιστούς σταυρούς χριστιανών. Είμαι σίγουρος ότι αυτές οι εικόνες επηρέασαν τον τρόπο γραφής μου.
Με τα ταξίδια σας έχετε γνωρίσει τις μουσικές πολλών χωρών και τα μουσικά τους όργανα. Ποιο κατά τη γνώμη σας είναι ο βασιλιάς;
Δεν υπάρχει βασιλιάς στα μουσικά όργανα. Ανάλογα με το ύφος του τραγουδιού ορίζεται το όργανο που κυριαρχεί. Αν θες να γράψεις λαϊκό, αυτό θα είναι το μπουζούκι. Αν έχεις μια εικόνα σε ένα λιμάνι της Μεσογείου, αυτά θα είναι το βιολί και το ούτι. Αν είσαι στην Τραπεζούντα και τη Μαύρη Θάλασσα, ο κεμεντζές φυσικά.
Έχετε γράψει σάουντρακ και μουσική για πολλές ταινίες. Θεωρείτε ότι είναι πιο απαιτητική δουλειά από τη σύνθεση ενός τραγουδιού;
Νομίζω ότι το ίδιο εύκολα είναι και τα δύο. Επειδή όμως στο τραγούδι παίζει ρόλο ο ερμηνευτής, η τεράστια δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι συνθέτες είναι το να δεχτεί ο τραγουδιστής να τραγουδήσει. Γιατί σ’ αυτή στη διαδρομή μεταξύ συνθέτη και τραγουδιστή μπαίνουν τρίτα πρόσωπα, παραγωγοί, μάνατζερ.
Φαντάσου ότι επίκαιρος τραγουδιστής μου είπε: «Ναι, φοβερό τραγούδι, θα το πω». Και την άλλη μέρα επηρεασμένος από την «αυλή» του μου έλεγε άλλα. Το πιο εύκολο και σωστό είναι να ξέρεις για ποιον θα γράψεις από πριν. Το να γράφω για εικόνα ορχηστρική μουσική είναι το καλύτερο για μένα, γιατί εκεί δεν υπάρχουν σκοπιμότητες, είμαστε εγώ, η εικόνα και η έμπνευση.
Η συμμετοχή σας στο «Κόκκινο ποτάμι» ήταν μια συνεργασία που βάλατε λόγω της καταγωγή σας και κάτι από την ψυχή σας;
Είμαι Πόντιος από τη μεριά του πατέρα μου και μεγάλωσα στα Γρεβενά μέχρι τα 18 μου. Τα καλοκαίρια στον Έλατο Γρεβενών όπου έμεναν οι παππούδες μου μπολιάστηκα με τις ιστορίες της πατρίδας.
Ξέρεις, όταν οι παππούδες μου έλεγαν πατρίδα, εννοούσαν το χωριό Αριάπα στην Τοκάτη του Πόντου.
Οι πιο πολλές ιστορίες αφορούσαν τα ωραία παιδικά τους χρόνια στο ψηλό βουνό με τα παρχάρια, αλλά και της τραγικές στιγμές που έζησαν στην εξορία.
Γιατί γι’ αυτούς ήταν εξορία όλο αυτό το ταξίδι με τα πόδια από τον Πόντο μέχρι την Κωνσταντινούπολη το 1922. Αλλά έχω την εντύπωση ότι και στην Ελλάδα που ήρθαν στην αρχή, για κάποιους μήνες στον Πειραιά και μετά στον Έλατο Γρεβενών, εξορία ήταν γι’ αυτούς, αφού οι ντόπιοι δεν τους δέχτηκαν και με τον καλύτερο τρόπο.
Όλες αυτές οι ιστορίες, οι αποτυπωμένες στην ψυχή μου, έγιναν νότες στο «Κόκκινο ποτάμι», για το οποίο θέλω να ευχαριστήσω τον Μανούσο Μανουσάκη, για την εμπιστοσύνη και την άψογη συνεργασία μας.
Έχετε ποτέ επισκεφτεί τα πατρογονικά σας εδάφη;
Ναι, δύο φορές. Την πρώτη με λεωφορείο μέχρι την Τοκάτη και μετά με μικρό βανάκι μέχρι το προηγούμενο χωριό από την Αριάπα απ’ όπου κατάγονταν οι παππούδες. Ο παππούς ήταν από τον κάτω μαχαλά. Δεν βρήκα το σπίτι του, όμως βρήκα το σπίτι της γιαγιάς, διώροφο όπως μου έλεγε, δίπλα από την εκκλησία που ήταν σπίτι πια, και με προσανατολισμό στη βρύση, η οποία παρέμεινε ίδια. Η οικογένεια της γιαγιάς (Αμανατίδηδες) ήταν πλούσια· πάντα μας έλεγε ότι είχαν χουσμεταραίους Τούρκους.
Τη δεύτερη φορά επισκέφτηκα την Τραπεζούντα το 2014, όπου με χορηγούς τον Γιώργο Ποζίδη και τον Δημήτρη Μελισσανίδη γυρίσαμε βίντεο κλιπ μέσα στο ναό της Παναγίας Σουμελά το τραγούδι «Ξενιτεμέντσα Παναΐα» με τους: Αλέξη Παρχαρίδη, Στάθη Νικολαΐδη, Δημήτρη Καρασσαβίδη και Κώστα Αγέρη, σε στίχους του Γιάννη Κοσμίδη.
Ο θάνατος της γιαγιάς σας το 2011 στάθηκε η αφορμή για συνθέσετε σε ένα βράδυ έξι τραγούδια, προσφέροντάς της ένα μουσικό κατευόδιο με κεμεντζέ στην πορεία της, όπως έχετε πει, προς το άγνωστο. Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τη σχέση σας με τη γιαγιά σας και τη δημιουργία αυτών των τραγουδιών.
Η γιαγιά μου ήταν πολύ καλός και πονεμένος άνθρωπος γιατί έζησε τον ξεριζωμό, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν της παράβγαινε στη δουλειά. Θυμάμαι εγώ 20 χρονών και εκείνη 60 κι έσκαβε πιο πολύ από εμένα.
Γενικότερα όλοι οι Πόντιοι της πρώτης γενιάς του ξεριζωμού δούλεψαν πολύ και συνέβαλαν στην αλλαγή της Ελλάδας προς το καλύτερο.
Η γιαγιά μου η Μύρο (Μυροφόρα) έφυγε πλήρης ημερών, 102 ετών. Το βράδυ πριν από την ταφή της –αν και ήμουν άυπνος από το ταξίδι δεν κοιμήθηκα–, κι ενώ στον κάτω όροφο τη μοιρολογούσαν οι Πόντιες γιαγιάδες, εγώ στον πάνω έγραψα αυτές τις έξι ποντιακές μελωδίες.
Εδώ θέλω να πω ότι οι ποντιακές μελωδίες δεν διαφέρουν πολύ από τις έντεχνες ή τις λαϊκές. Απλώς οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί, αφού στην ποντιακή μουσική έχουμε τίκ‘ (πεντάσημος), ομάλ’ (τετράσημος) και άλλους δύσκολους ρυθμούς – και εννοείται ότι στην ενορχήστρωση κυριαρχεί ο κεμεντζές.
Η εκπομπή «Χάριν Ευφωνίας» έδωσε μια άλλη διάσταση στον τρόπο ερμηνείας κάποιων τραγουδιών, αλλά και συνεργασίας διαφόρων μουσικών ειδών, με εξαιρετικό ακουστικό αποτέλεσμα. Θα θέλατε να ξανακάνετε κάτι ανάλογο ή πιστεύετε πως είναι ένας κύκλος που έκλεισε;
Η εκπομπή έκανε τέσσερις κύκλους, από το 1995 μέχρι το 2020 πριν από την πανδημία. Οι δύο κύκλοι έγιναν στο κανάλι Seven, ο τρίτος στην ΕΡΤ3 και ο τέταρτος στο κανάλι της Βουλής.
Όλες αυτές τις περιόδους είχα ανάγκη να επικοινωνήσω με σπουδαίους Έλληνες μουσικούς και δημιουργούς, με σεβασμό, αφού πήγαινα στα σπίτια τους και κάναμε πρόβα. Όλοι αυτοί μου δίδαξαν ήθος και μουσική. Κατά κάποιο τρόπο υπήρξαν δάσκαλοί μου. Αν αισθανθώ ξανά την ανάγκη εννοείται ότι θα προσπαθήσω να κάνω και τον πέμπτο κύκλο.
Έχετε πειραματιστεί με πολλά μουσικά όργανα και διαφορετικά είδη μουσικής. Αυτό μου δίνει την αίσθηση ότι με κάποιο τρόπο γκρεμίζετε τις ταμπέλες ανάμεσα στα είδη της μουσικής και αίρετε τους περιορισμούς ως προς στο είδος που ερμηνεύει το κάθε μουσικό όργανο. Ισχύει αυτό;
Είμαι υπέρ της μίξης της μουσικής, από όποιο χώρο κι αν προέρχεται. Δεν συμφωνώ με αυτούς που επιμένουν στον ήχο της παράδοσης χωρίς προσμίξεις με αλλά όργανα, άλλους ήχους, άλλες ενορχηστρώσεις. Έτσι η μουσική θα παρέμενε μουσειακό είδος.
Βέβαια, αυτοί που θα πειραματιστούν πρέπει πρώτα να εμβαθύνουν στην παράδοση, μαθαίνοντας όλα τα μυστικά της, όλους τους δρόμους, τα στιλ, τα μακάμια, 0 και αυτό που θα διασκευάσουν να το κάνουν με σεβασμό. Κάποιοι έκαναν υποτίθεται διασκευή «Το κόκκινο ποτάμι» προσθέτοντας ένα μπιτ. Είναι γελοίο το αποτέλεσμα. Όταν όμως ο DJ ξέρει μουσική, όπως ο Dim Angelo με τον οποίο συνεργάζομαι, τότε το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό, με πολλή μουσικότητα.
Ισχύει αυτό και για τους τραγουδιστές; Ο Μητροπάνος, για παράδειγμα, είναι αναμφισβήτητα ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής. Θα ήταν τολμηρό ή λάθος αν σας έλεγα πως είναι και ροκ;
Είχα την τιμή να συνεργαστώ δισκογραφικά με τον Δημήτρη Μητροπάνο το 2017, όταν ερμήνευσε επτά τραγούδια μου. Η φωνή του κουβαλούσε μέσα της όλα τα ηχοχρώματα. Και Ήπειρο και Κρήτη, αλλά και προσφυγιά. Θεωρώ λοιπόν ότι ήταν ένας άνθρωπος που με τα βιώματά του ήταν και ροκ.
Έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους ερμηνευτές. Υπάρχουν κάποιες συνεργασίες που ξεχωρίζετε και για ποιον λόγο;
Το 1984 γνωριστήκαμε με τον Άκη Πάνου, ο οποίος μας έδωσε σε δεύτερη εκτέλεση το τραγούδι «Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός». Θεωρώ ότι η συνεργασία αυτή ήταν κομβική για την καριέρα του τότε συγκροτήματός μας.
Επίσης σημαντική στιγμή για μένα είναι όταν το καλοκαίρι του 2005 πέρασα από το σπίτι του Πασχάλη Τερζή στη Χαλκιδική και του έπαιξα τη μελωδία του τραγουδιού «Αρχιπέλαγος» και μου απάντησε: «Τραγουδάρα». Από εκεί ξεκίνησα να γράφω επιτυχημένα τραγούδια για σειρές στην τηλεόραση, όπως «Της αγάπης μαχαιριά» το 2006, «Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω» το 2007, μέχρι «Το κόκκινο ποτάμι» σε στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη, το 2020.
Συναντηθήκατε με τα υπόλοιπα «Παιδιά από την Πάτρα» σε κατάληψη. Τι θυμάστε από αυτή την πρώτη συνάντηση;
Αν και με πας 40 χρόνια πίσω, θυμάμαι πολύ καλά ότι σε μια κατάληψη στο παράρτημα του Πανεπιστημίου Πατρών, στην οδό Κορίνθου, είμαι με μια κιθάρα και παίζω το «Περασμένες μου αγάπες» του Χιώτη. Δεν υπήρχε τότε το συγκρότημα «Παιδιά απ’ την Πάτρα».
Σ’ αυτήν την κατάληψη μου έγινε η πρόταση από τον Αργύρη Παπαγεωργίου και τον Λάμπρο Καρελά μόλις θα έφευγε το μπουζούκι που δούλευε μαζί τους σε μια ταβέρνα για να πάει φαντάρος, να πάω εγώ στη θέση του.
Πολλά χρόνια συνεργασίας και μόνο τη δεκαετία του 1980 πάνω από 750.000 πωλήσεις δίσκων με «Τα παιδιά από την Πάτρα». Όταν ήρθε η στιγμή να διαλυθεί το συγκρότημα νιώθατε πως ήταν η ώρα να κλείσει αυτός ο κύκλος;
Θα σου πω κάτι που δεν το έχω πει ποτέ σε συνέντευξη. Το συγκρότημα είχε τρεις καταπληκτικές φωνές. Αν είχε μία θα είχε διαλυθεί το πολύ σε τρία χρόνια μετά την επιτυχία. Γιατί οι τραγουδιστές των συγκροτημάτων, μόλις γίνει ένα τραγούδι επιτυχία με τη φωνή τους, μετά θέλουν να την καρπωθούν μόνοι τους.
Το συγκρότημα κρατήθηκε κοντά 20 χρόνια. Κάποια στιγμή όμως ήθελα να διοχετεύσω προς τα έξω τις μουσικές μου ανησυχείς με διαφορετικό τρόπο.
Αυτό μην φανταστείς ότι έγινε από τη μία στιγμή στην άλλη. Από το 1990 μέχρι το 1995 είχα το κουαρτέτο KOSMOS, με το οποίο έπαιζα σε μικρά τζαζ κλαμπ («Παράφωνο», «Καφέ Παράσταση») μόνο ορχηστρική μουσική έθνικ-τζαζ, με σπουδαίες συνεργασίες, όπως με τους Βασίλη Ρακόπουλο, Γιώργο Φακανά, Γιώργο Καλκάνη, κ.ά. Ήμασταν από τους πρωτοπόρους που πάντρεψαν την έθνικ μουσική με την τζαζ.
Να φανταστείς ότι με το γκρουπ KOSMOS έπαιρνα 5.000 δρχ ενώ με τα «Τα παιδιά από την Πάτρα» 50.000 δρχ, αλλά με το κουαρτέτο το ευχαριστιόμουν πιο πολύ. Ο κύκλος λοιπόν των «Παιδιών από την Πάτρα» έκλεισε, αλλά παραμένουμε φίλοι και πολλές φορές βρισκόμαστε στο στούντιο ή γράφουμε και κανένα τραγουδάκι παρέα, για να θυμόμαστε τα παλιά.
Ζήσατε σε πολύ νεαρή ηλικία μεγάλη επιτυχία με το συγκρότημα «Τα Παιδιά από την Πάτρα». Δεν είναι δύσκολο να το διαχειριστεί αυτό ένα παιδί μόλις 22 χρονών;
Ήμασταν λαϊκά, μορφωμένα παιδιά από επαρχία που σπούδαζαν στην Πάτρα. Νομίζω ότι η επιτυχία μας τότε δεν μας έκανε να καβαλήσουμε καλάμι. Απλά την απολαμβάναμε.
Έχετε γράψει τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ. Όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, στο μυαλό των περισσότερων μένει ο ερμηνευτής και πολύ λιγότερο ο στιχουργός και ο συνθέτης. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτό;
Για μένα το ποσοστό συμμετοχής σε μια επιτυχία είναι κατά 40% η μουσική, 30% ο στίχος και 30% ο ερμηνευτής. Και λέω 40% γιατί στη δική μου περίπτωση πρώτα σκηνοθετώ πού θα κινηθεί ο στίχος και μιλάω με τον στιχουργό (ο οποίος μπορεί να κάνει διορθώσεις και δύο και τρεις φορές). Αλλά ήδη από τη μουσική θα επιλέξω και τον τραγουδιστή. Κι εκεί γίνεται το έλα να δεις. Κόπος, αγωνία, απογοήτευση. Επειδή λοιπόν οι συνθέτες στις μέρες μας είναι και παραγωγοί του εαυτού τους, γι’ αυτό τους δίνω 40%.
Δεν με στενοχωρεί καθόλου που τη μερίδα του λέοντος την παίρνουν οι τραγουδιστές. Άλλωστε εκείνοι επικοινωνούν το τραγούδι στον κόσμο.
Στις μέρες μας με παρηγορεί που πολλά σοβαρά ραδιόφωνα αναφέρονται στα ονόματα των δημιουργών, όπως και σε όλες της ψηφιακές πλατφόρμες όπου ο καθένας έχει πρόσβαση και μπορεί να δει όλους τους συντελεστές του κάθε τραγουδιού.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που όταν το ακούσατε σκεφτήκατε ότι θα θέλατε να το είχατε γράψει εσείς;
Εκατοντάδες απ’ τους μεγάλους δημιουργούς: Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Χατζηδάκις. Το «Σαν τον μετανάστη» των Ζουλφί Λιβανελί και Λευτέρη Παπαδόπουλου, και πολλά άλλα. Από τα σύγχρονα το «Μιλώ για σένα» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, «Το Φεγγάρι» του Ορφέα Περίδη, και άλλα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Χρήστο Θηβαίο; Θα θέλαμε να μας πείτε και για το νέο τραγούδι που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Το τραγούδι «Τη θάλασσα ζητούσες να ξεβάψεις» το γράψαμε το 2017 με τον Νίκο Αναγνωστάκη. Οι δημιουργίες καμιά φορά μπορεί να περιμένουν και τέσσερα, μπορεί και περισσότερα χρόνια, μέχρι να έρθει η ευλογημένη στιγμή που θα βρεθεί ο κατάλληλος ερμηνευτής, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Χρήστος Θηβαίος.
Το τραγούδι αυτό είναι ο προπομπός μιας ολοκληρωμένης δισκογραφικής δουλειάς που θα κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου, σε μουσικές δικές μου και του φίλου συνθέτη Ανδρέα Κατσιγιάννη και σε στίχους του Νίκου Αναγνωστάκη.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Στις 20 Σεπτεμβρίου θα γίνει η ανέγερση του ανδριάντα του Νίκου Καπετανίδη, του ηρωικού δημοσιογράφου του Πόντου, που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στις 21 Σεπτεμβρίου του 1921, στην Αμάσεια. Ο ανδριάντας θα τοποθετηθεί στο πρώην στρατόπεδο του Δήμου Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
Στη μνήμη του Νίκου Καπετανίδη θα ακολουθήσει συναυλία στη Μονή Λαζαριστών, την καλλιτεχνική επιμέλεια της οποίας έχω αναλάβει. Είναι πραγματικά μεγάλη τιμή για μένα που συμμετέχω σ’ αυτή την εκδήλωση για τον σπουδαίο αυτό πατριώτη.
Η οργάνωση, η παραγωγή και τα κείμενα της εκδήλωσης είναι του δημοσιογράφου της ΕΡΤ3 Γιώργου Γεωργιάδη. Επίσης, μεταξύ άλλων, θα συμμετάσχουν η Ελένη Τσαλιγοπούλου και ο Αλέξης Παρχαρίδης. Στο κλαρίνο θα είναι ο Σταύρος Παζαρεντζής, στα πλήκτρα ο Γιάννης Ευσταθιάδης, στην ποντιακή λύρα ο Γιώργος Ατματσίδης και στο ούτι εγώ. Αφηγητής θα είναι ο ηθοποιός Τάσος Νούσιας.
Η απόφαση του γιου σας να ασχοληθεί με τη μουσική ήταν κάτι που περιμένατε;
Ο Περικλής από 11 χρόνων έκανε μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας και στο Μουσικό Γυμνάσιο πήρε πολύ καλές βάσεις από την κλασική κιθάρα. Τώρα που σπουδάζει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο έχει όλο το χρόνο να ασχολείται με την ηχοληψία που του αρέσει και σιγά-σιγά γράφει τα δικά του τραγούδια. Εννοείται ότι είναι δική του απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, παράλληλα με τις σπουδές του.
Με την εμπειρία που έχετε αποκτήσει τόσα χρόνια στο χώρο, ποια θεωρείτε πως είναι η πολυτιμότερη συμβουλή που του δώσατε;
Τη μουσική να μην τη βλέπει ποτέ σαν μέσο πλουτισμού, αλλά ως μέσο ψυχοθεραπείας. Αν δεν βρουν το δρόμο τους οι συνθέσεις του, να μην απογοητευτεί, αλλά να πεισμώσει και να δουλέψει περισσότερο. Αν πετύχει σε αυτό που σπουδάζει, να μην παρατήσει τη μουσική, γιατί αυτή θα είναι πάντοτε το ψυχικό του κουράγιο.
Αγαθή Χατζή