Η βίαιη εκκοσμίκευση της κεμαλικής περιόδου είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καλλιέργεια μιας ιδεολογικής αναφοράς και την πρόσδοση ενός συγκεκριμένου (δυτικού) προσανατολισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε την ικανότητα να αναγνώσει τον αναδυόμενο – μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – κόσμο και την κατάρρευση των αυτοκρατοριών.
Τη δεκαετία του 1920 υπήρχε πλέον μία επιλογή για μια συλλογικότητα, η οποία επεδίωκε να παραμείνει αυτεξούσια και κυρίαρχη. Επρόκειτο για την επιλογή του έθνους-κράτους.
Εντός της τότε νέας – ουϊλσονιανών καταβολών – διεθνούς τάξης αποθεώθηκε η έννοια της αυτοδιάθεσης και καλλιεργήθηκαν ισχυρές κρατικές δομές, οι οποίες απέβαλλαν από τις τάξεις τους οτιδήποτε δεν υπάκουε στο δεσπόζον εθνικό αφήγημα. Τα αυτοκρατορικά οικοδομήματα δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα νέα κοινωνικά αιτήματα και δε θα δύναντο να αποκτήσουν την απαιτούμενη πίστη και νομιμοφροσύνη από πλευράς των ανθρώπων.
Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος συνιστούσε μονόδρομο και για τη μουσουλμανική κοινωνία της Μικράς Ασίας, η οποία στερείτο μέχρι πρότινος εθνικής αναφοράς. Καλλιεργώντας εθνική ιδεολογία, ο Κεμάλ προσέφερε προσανατολισμό σε όλα τα επίπεδα, από το κοινωνικό και εκπαιδευτικό έως εκείνο της εξωτερικής πολιτικής, φυσικά διά της βίας καθότι επρόκειτο για κάτι παντελώς ξένο για ανθρώπους, οι οποίοι αναγνώριζαν ως υπέρτερη ταυτοτική αναφορά αποκλειστικά τη θρησκεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Κεμάλ εργαλειοποίησε το σουνιτικό Ισλάμ πριν ακόμη και την ίδρυση της Α΄ Τουρκικής Δημοκρατίας, προκειμένου να επιτύχει την εσωτερική συνοχή του κρατικού μορφώματός του.
Καθότι ξένος και άνωθεν επιβεβλημένος, ο εν λόγω προσανατολισμός δέχθηκε πολλές αμφισβητήσεις κατά τα χρόνια μετά τη θέσπιση πολυκομματικού συστήματος στην Τουρκία.
Μαζί με αυτές τις αμφισβητήσεις ήρθαν και οι τριγμοί, που από καιρού εις καιρόν (1960, 1971, 1980, 1997) προκαλούσαν τις επεμβάσεις του στρατού. Ωστόσο, η τάση ήταν σταθερή: Ο στρατός προσπαθούσε να διασώσει την κεμαλική παρακαταθήκη, αλλά πάντοτε το Ισλάμ διείσδυε ολοένα και περισσότερο στον κρατικό μηχανισμό και ως εκ τούτου στη δημόσια σφαίρα με αποκορύφωμα την τουρκοισλαμική σύνθεση και την εμπέδωση του νεοοθωμανισμού ως ιδεολογική – διά του Οζάλ – συνέχεια της επισημοποίησης μιας ούτως ή άλλως κατ’ ουσίαν κοινής πορείας ήδη από την πρώτη στιγμή.
Μέσω της συγκεκριμένης ιστορικής πορείας διαμορφώθηκαν δύο τάσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν ανάλογα με τους διακρατικούς συσχετισμούς και τη δεδομένη ισορροπία ισχύος. Η πρώτη τάση, όπως την είδαμε διά του Τουργκούτ Οζάλ, υποστήριζε την ένταξη της ανατολής στη στοχοθεσία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και την επίκληση του Ισλάμ ως διπλωματικό εργαλείο προσέγγισης κρατών του μουσουλμανικού κόσμου και όχι μόνο, αλλά το «ασφαλές λιμάνι» της Τουρκίας θα ήταν πάντοτε η δύση. Με άλλα λόγια, η Τουρκία θα απαλλασσόταν από την «κεμαλική εμμονή» της αποφυγής επαφών με το μουσουλμανικό κόσμο, αλλά θα το έπραττε ενταγμένη σταθερά στο δυτικό μπλοκ.
Η δεύτερη τάση, όπως διαφάνηκε εξόχως άτεχνα διά του Νετσμετίν Ερμπακάν και περισσότερο επιτυχημένα διά του Αχμέτ Νταβούτογλου και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αναφέρεται στην πλήρη στρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας μέσω της προσέγγισης του μουσουλμανικού κόσμου ακριβώς ως μουσουλμανικό κράτος και όχι ως «εκπρόσωπος των δυτικών». Αυτή η γεωστρατηγική πρόταση εδράζεται κυρίως στην πεποίθηση περί του δυναμικού μιας δημογραφικά ακμάζουσας κοινότητας, η οποία λογικά – κατά την τουρκική ηγεσία – θα επιθυμούσε να τεθεί υπό τον έλεγχο ενός μουσουλμάνου και όχι ενός δυτικού χριστιανού δυνάστη!
Εντούτοις, απέτυχαν να διαγνώσουν ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις και εν προκειμένω οι ΗΠΑ δεν έχουν αποσύρει το ενδιαφέρον τους από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή παρά μόνο έχουν μερικώς αποσυρθεί επιχειρησιακά χάριν της δέσμευσης Δυνάμεων στον Ειρηνικό ελέω Κίνας. Συνεπώς, η Ουάσιγκτον και οι υπόλοιπες Δυνάμεις, όπως η Γαλλία, δε θα επέτρεπαν την πλήρη στρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας και την ανεξέλεγκτη δράση της.
Παράλληλα, προσδίδοντας τεράστια αξία στο Ισλάμ ως υπερκείμενη ιδεοταυτοτική αναφορά, η Τουρκία πίστεψε ότι αυτό – μαζί με ορισμένες θεατρικές κινήσεις τύπου «Νταβός 2009» εναντίον του Ισραήλ – θα της προσέφεραν την ηγετική θέση επί της ούμα του 1,5 δισεκατομμυρίου πιστών. Όμως, κατά τις δεκαετίες που παρήλθαν, στο μουσουλμανικό κόσμο έχουν αναπτυχθεί και στερεωθεί ισχυρές κρατικές δομές, όπως στα αραβικά κράτη, οι οποίες επιδιώκουν την επιβίωσή τους, τη διατήρηση του αυτεξούσιού τους και τη μη πρόσδεση στο άρμα οποιουδήποτε τρίτου, χωρίς τουλάχιστον τα θεμιτά ανταλλάγματα μιας διεθνούς συμμαχίας.
Τις ως άνω εσωτερικές αντιστάσεις η Τουρκία επιχειρεί να τις κάμψει διαμέσου της άρρηκτης σχέσης της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και της διείσδυσής της στα πολιτικά συστήματα χωρών του Μαγκρέμπ και της Μέσης Ανατολής. Οι προσπάθειές της έχουν γίνει τόσο μεθοδευμένα και συγκροτημένα, ώστε αυτή τη στιγμή έχει εδραιωθεί ένα δίκτυο, το οποίο την εγκλωβίζει σε συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές, καθότι θα ήταν εξαιρετικά κοστοβόρο για την ίδια να το απαρνηθεί. Ελιγμοί πάντοτε θα γίνονται, αλλά ο προσανατολισμός για την Τουρκία – είτε ορθός είτε λανθασμένος – είναι πλέον συγκεκριμένος με την παρούσα ηγεσία.