Οι Έλληνες και οι Ρώσοι συναντήθηκαν στο σταυροδρόμι της ιστορίας στο τέλος της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Η σχέση των δυο λαών (των Ελλήνων του Βυζαντίου και των Ρως του Κιέβου) χτιζόταν στη διάρκεια του 9ου και του 10ου αιώνα σε αντίξοες συνθήκες. Οι περίοδοι συνεργασίας, ανάπτυξης του εμπορίου και πολιτισμικής διείσδυσης των Βυζαντινών στον κόσμο των ανατολικών σλαβικών φυλών παραχώρησαν τη θέση τους στις περιόδους έντονης εχθρότητας.
Εκείνο τον καιρό οι πρόγονοι των σημερινών Ρώσων διέφεραν κατά πολύ από τους συνηθισμένους μετά τη Βάπτιση ακρίτες της Ορθοδοξίας.
Δεν ήταν λίγες οι εκστρατείες των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ο προπάππους, ο παππούς και ο πατέρας του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, του βαπτιστή των Ρως του Κιέβου, ατύχησαν στην προσπάθειά τους να μπουν στη Βασιλεύουσα.
Το 907 έγινε η εκστρατεία του πρίγκιπα Ολέγκ. Δυο εκστρατείες (η μία το 941 και η άλλη το 944) οργανώθηκαν από τον πρίγκιπα Ίγκορ, συζύγο της πριγκίπισσας Όλγας, η οποία είχε γίνει χριστιανή πριν ακόμα από τη Βάπτιση των Ρώσων.
Ο πρίγκιπας Σβιατοσλάβ το 968 βοήθησε τους Βυζαντινούς στη σύγκρουσή τους με τους Βούλγαρους. Όμως το 970, μετά τις επιτυχημένες καταλήψεις των ελεγχόμενων από τους Βούλγαρους πόλεων, ο Σβιατοσλάβ επιτέθηκε εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Α’ ο Τσιμισκής χρειάστηκε πολυάριθμο στρατό και χρόνο για να σταματήσει την επεκτατική πολιτική του Ρώσου πρίγκιπα.
Οι Ρώσοι στον βυζαντινό Πόντο και την Κρήτη
Οι Ρώσοι, προτού ακόμα οργανωθούν σε ένα ενιαίο κράτος υπό τον αρχηγό των ντόπιων Βαράγγων Ριούρικ το 862 μ.Χ., επιχειρούσαν εισβολές σε βυζαντινά εδάφη, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου.
Μία από τις εκστρατείες των Ρως με κατεύθυνση προς τον Πόντο έγινε τη δεκαετία του 730.
Οι μελετητές της βυζαντινής ιστορίας περιγράφουν την πρώτη συνάντηση των Ρώσων και των Ποντίων. Στο βίο του Αγίου Γεωργίου της Αμάστριδας αναφέρεται πως «μεγάλος αριθμός βαρβάρων, του λαού των Ρως, αγρίων και αγενών […] ξεκίνησαν την καταστροφή από την Προποντίδα και, περνώντας από τα άλλα παράλια, έφθασαν μέχρι την αγία πατρίδα». (Άρθρο «Οι Ρώσοι και ο βυζαντινός Πόντος», Σ. Κασλιάκ, Μινσκ).
Αυτή ήταν η εντύπωση των Ποντίων από τη συγκεκριμένη επίθεση, όπως και από τις άλλες επιδρομές στο Βορρά του Εύξεινου Πόντου. Ακόμα πιο δύσκολη ήταν η μοίρα των βυζαντινών επαρχιών στην Ταυρίδα και την ευρύτερη περιοχή.
Οι λαοί του Βορρά, όπως οι Ρώσοι και οι Βαράγγοι, δεν ήταν πάντα εισβολείς. Όπως αναφέρει ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στην εκστρατεία εναντίον της αραβοκρατούμενης Κρήτης το 904 έλαβαν μέρος 700 Ρώσοι με 12 καράβια. Αναφέρονται και «οι βαπτισμένοι Ρώσοι» στα πληρώματα των καραβιών και του ιδίου Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.
Οι μισθοφόροι από τη Ρωσία έλαβαν μέρος και στη νικηφόρα εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη το 960. Το 968 δυο καράβια με τους Ρώσους στρατιώτες συμμετείχαν στο βυζαντινό στόλο κατά την αποστολή του στην Ιταλία.
Ο Νικηφόρος Φωκάς στο σύγγραμμά του Στρατηγική γράφει πάλι για βαπτισμένους Ρώσους πριν τον γενικό εκχριστιανισμό τους: «Οι βαπτισμένοι Ρώς μετά φλαμούλων, βαστάζοντες σκουτάρια, καί φορούντες τά εαυτών σπαθία» (14, Lib. II. Cap. Col. 1081-1082) Στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρεται και σε Ρώσους ιππείς (11, с. 379).
Ο εκχριστιανισμός των Ρως
Η μεγάλη αλλαγή που σχημάτισε τη ροή της ρωσικής και παγκόσμιας ιστορίας για πολλούς αιώνες ήρθε με τον εκχριστιανισμό των Ρως το 988 μ.Χ.
Οι Έλληνες πέτυχαν τον πολιτισμικό και πολιτικό στόχο τους, ενώ οι Ρώσοι άνοιξαν μπροστά τους έναν τελείως διαφορετικό δρόμο.
Κατά την επίσημη ρωσική ιστοριογραφία, ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος, πριν καταλήξει στην αποδοχή «της Πίστης της γιαγιάς του Όλγας», έβαλε στη ζυγαριά και άλλες πιθανότητες. Τα μέλη των αποστολών του στη Δύση και την Ανατολή μελετούσαν τη δυνατότητα εκχριστιανισμού των Ρως με το δυτικό τρόπο, ή αποδοχής του ισλάμ.
Τα μέλη της αποστολής στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στο Κίεβο μαγεμένοι απ’ όσα είχαν δει και νιώσει. Οι Ρώσοι ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν τον υπέρτατο ενθουσιασμό τους μετά την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.
«Δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε! Στον ουρανό ή στη γη», έλεγαν. Και η απόφαση δεν άργησε να ληφθεί. Οι Ρώσοι μπήκαν στην οικογένεια των χριστιανικών λαών.
Σχεδόν αμέσως μετά από τη Βάπτιση των Ρώσων, το 1054 έλαβε χώρα το σχίσμα των Εκκλησιών σε Ανατολική (Ορθόδοξη) και Δυτική (Καθολική). Οι Ρώσοι έμειναν στο Ορθόδοξο «στρατόπεδο» και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση έλεγαν την Πίστη τους Ελληνική, που ήταν γι’ αυτούς συνώνυμο με τη λέξη Ορθόδοξη.
Ο Βλαδίμηρος, αμέσως μετά τη Βάπτιση των Ρως, έστειλε ένα απόσπασμα στρατού για να υποστηρίξει τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β’, το οποίο πολέμησε στην περιοχή των πόλεων Χρυσούπολη και Άβυδος το 989. Ο βυζαντινός λόγιος Μιχαήλ Ψελλός αναφέρεται στη νίκη αυτού του αποσπάσματος εναντίον των εχθρών του Βυζαντίου.
Συνολικά 3.000 Ρώσοι στάλθηκαν στις ανατολικές περιοχές του Βυζαντίου, στη Χαλδία και στην Ιβηρία, και 3.000 στις δυτικές περιοχές, στην Ιταλία. Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος τοποθέτησε στρατιωτικές μονάδες των Ρώσων και των Βαράγγων στην Τραπεζούντα, για να κατασταλούν οι αυτονομιστικές κινήσεις των τοπαρχών της ευρύτερης περιοχής.
Ιδιαιτέρως ο αριθμός των Ρώσων και των Βαράγγων στον Πόντο (μέχρι 6.000 άτομα) βοήθησε τον Βασίλειο Β’ στους πολέμους στον Καύκασο και στην ανατολική Μικρά Ασία. Αυτό το στρατιωτικό απόσπασμα έλαβε μέρος σχεδόν σε όλες δύσκολες επιχειρήσεις που οργανώθηκαν από τον βυζαντινό στρατό. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε «Ο Αιώνας των κατακτήσεων».
Ο τραγικός 11ος αιώνας
Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες χρειάστηκαν τους μισθοφόρους και τον 11ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Η΄ συνέχισε την παράδοση του αδελφού του Βασιλείου Β’ και έστειλε στην Τραπεζούντα ένα στρατιωτικό απόσπασμα Ρώσων και Βαράγγων, τους οποίους οι Έλληνες παραδοσιακά –όπως και όλους τους λαούς από το Βορρά– τους ονόμαζαν Σκύθες.
Είναι γνωστές και άλλες ονομασίες των βόρειων λαών, προερχόμενες από την αρχαία παράδοση. Υπήρχαν και περιπτώσεις που τους έλεγαν Ταυροσκύθες.
Ο Βυζαντινός λόγιος Μιχαήλ Ψελλός έγραφε πως «οι Ταυροσκύθες είναι τρελοί και άγριοι, όμως αυτοί δεν είναι τόσο θερμοί όσο οι Ιταλοί [σ.σ. οι Νορμανδοί της Σικελίας], όμως δεν λυπούνται το αίμα τους και δεν προσέχουν καθόλου τις πληγές τους».
Οι στρατιωτικές μονάδες των Ρώσων και Βαράγγων βρίσκονταν και στην Τραπεζούντα και σε στρατηγικά χρήσιμα παραθαλάσσια κάστρα της Χαλδίας.
Ενώ η κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης διέλυε το στρατό στην περιφέρεια, οι τοπικοί άρχοντες του νότιου Πόντου οργάνωναν την άμυνα εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων τις δεκαετίες 1040-1050. Ο στρατιωτικός ακόλουθος στην περιοχή του Πόντου πατρίκιος Μιχαήλ για να αντικρούσει την εισβολή στηρίχτηκε στη στρατιωτική μονάδα των Ρώσων και των Βαράγγων που βρισκόταν τοποθετημένη στην Τραπεζούντα.
Οι βυζαντινοί στρατιώτες και μισθοφόροι από το Βορρά διέλυσαν τους Σελτζούκους δίπλα στην πόλη Μπαϊμπούρτ και απελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους τους.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βυζαντινών ήταν καρποφόρες στο α΄ μισό του 11ου αιώνα. Οι μαύρες σελίδες στην ιστορία των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου, όπως και όλης της Αυτοκρατορίας, ξεκίνησαν στα χρόνια του Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη.
Το 1071 ο βυζαντινός στρατός ηττήθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μάχη του Μαντζικέρτ, και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την τύχη του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Οι Έλληνες στη γη των Ρως
Οι Ρώσοι αναφέρονται στα χρονικά της βυζαντινής ιστορίας τόσο την περίοδο πριν όσο και μετά τη βάπτισή τους από τους Έλληνες του Βυζαντίου. Τον ίδιο καιρό υπήρχε μεγάλη πολιτισμική και οικονομική διείσδυση των Ελλήνων στην περιοχή πάνω από την Ταυρίδα μέχρι την πατρίδα των Βαράγγων, τη Σκανδιναβία.
Ο εμπορικός δρόμος που ένωνε το Βορρά και το Νότο της ευρύτερης περιοχής και διέσχιζε εδάφη κατοικούμενα από τις ανατολικές σλαβικές φυλές λεγόταν «Ο δρόμος από τους Βαράγγους στους Γραικούς».
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δρόμου συνδεόταν με τον ποταμό Δνείπερο (κατά την αρχαιότητα γνωστό με την ονομασία Βορυσθένης).
Μετά τη Βάπτιση των Ρως οι Βυζαντινοί άνοιξαν για τους νέους ορθόδοξους αδελφούς τους το θησαυροφυλάκιο των γνώσεων που συσσώρευαν στη διάρκεια πολλών αιώνων από την αρχαιότητα.
Πρώτα στο Κίεβο και ύστερα σε όλη τη Ρωσία άρχισαν να χτίζονται πέτρινα κτήρια αντί για ξύλινα. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες διαμόρφωσαν τις τεχνικές ώστε να διατηρείται ο χαρακτήρας των ρωσικών κτισμάτων. Επίσης στο Κίεβο χτίστηκαν πολλές μεγαλεπήβολες εκκλησίες, με πρώτη και κυρία την Αγία Σοφία. Οι Ρώσοι ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη Τσάργκράντ (Βασιλεύουσα Πόλη) και προσπαθούσαν να μιμηθούν τους Βυζαντινούς σε όλα.
Με τη Βάπτιση των Ρως στη Ρωσία ήρθαν πολλοί Έλληνες μοναχοί. Το 1051 ιδρύθηκε η γνωστή Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου. Η παλαιότερη επιβεβαιωμένη μνεία του μοναστηριού γίνεται στο ρωσικό Χρονικό των πρόσφατων ετών του μοναχού Νέστορα. Στην πρωτεύουσα του κράτους των Ρως ιδρύθηκε η Μητρόπολη του Κιέβου που υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Στην ιστορία των Ρώσων ξεκίνησε μία περίοδος ανάπτυξης που συνεχιζόταν μέχρι τον 13ο αιώνα. Η παρακμή ακολούθησε μετά την εισβολή των Μογγόλων και την κατάκτηση από αυτούς μεγάλου μέρους των ρωσικών εδαφών.
Την ίδια περίοδο συνέχιζε να δυσχεραίνει η κατάσταση στο Βυζάντιο. Λόγω της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας το 1204 το Βυζάντιο διαμελίστηκε σε μικρότερες αυτοκρατορίες. Παρόλο που η Βασιλεύουσα γύρισε στα χέρια των Βυζαντινών το 1261, η τελική της πτώση πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς και έλαβε χώρα το 1453.
Οι περίοδοι παρακμής στην ιστορία των Ελλήνων και των Ρώσων που κράτησαν μερικούς αιώνες δεν διέκοψαν τις θρησκευτικές και πολιτιστικές σχέσεις τους. Ακολουθούσαν νέες εξελίξεις που τους έφεραν στην απελευθέρωση και στη νέα ιστορική πορεία.
Βασίλης Τσενκελίδης
ιστορικός.