Το τέταρτο και τελευταίο μέρος από το κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στην τριήμερη Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’, εδώ το Μέρος Β’ και εδώ το Μέρος Γ’.
ις’. Ας σηκωθούμε άμεσα κι ας πάμε επί τόπου∙ εκεί πάμε να ψάξουμε,
ας μπούμε μες τον τάφο. Εμπρός, λοιπόν, φίλοι καλοί οι ίδιοι μας ας δούμε.
Εύλογο είν’ να πει κανείς πως την ταφόπλακα ο σεισμός την πήγε παραδίπλα…
Έτσι, αν βρούμε το νεκρό στη θέση του στο μνήμα, τότε δεν τρέχει τίποτα – τάξη και ησυχία.
Μ’ αν έχει εξαφανιστεί ‘πό μέσα ο πεθαμένος, ας πιάσουμε τα κλάματα μ’ όλους του κάτω
[κόσμου.
Ότ’ οι ήχοι που ακούγαμε θ’ αποδειχτεί πως ήταν ο Θάνατος που έκλαιγε κι ο Άιδης που
[οδυρόταν∙
για πριν μιλάω που ψάχναμε, που ‘χαμε απορία:
“ποιος να ‘ν’ που λέει τ’ αλίμονο και ποιος φωνάζει ζήτω; Και τίνων είναι οι φωνές
[χαρούμενα που λένε
ο Κύριος Αναστήθηκε;”
ιζ’. “Μα κοίτα… νά! Δεν είν’ κανείς μέσα σ’ αυτόν τον τάφο! Ποιος είν’ αυτός που κάθεται ‘κεί
[πέρα στο λιθάρι;
Τον βλέπω ή μου φαίνεται; Βρε λες να το φαντάζομαι;».
«Ναι, μάλλον το φαντάζεσαι∙ καμώματα της νύκτας». «Φίλε, για πες το πάλι αυτό: καμώματα
[της νύχτας;».
«Άντε σταμάτα τώρα πια! Έλα ‘δώ που ξαπλώνουμε και ρίξε κάναν ύπνο∙
φάντασμα είδες, ξέχνα το. Βγάλ’ επιτέλους το σκασμό και πέσε και κοιμήσου.
Αλλ’ άσε… σηκωνόμαστε, ας ξαγρυπνήσουμ’ όλοι, για να φυλάμ’ ολόγυρα που είναι κι η
[δουλειά μας.
Στον ύπνο μη μας πιάσουνε
και ‘ρθούνε και τον κλέψουν… Κι ύστερα ποιος τους σταματάει; Θ’ αρχίσουν όλοι να ρωτάν:
“ο Κύριος Αναστήθηκε;”.
ιη’.
Άντε κι η νύχτα πέρασε… Ας πούμε πως πάει πέρασε, σε λίγο ξημερώνει.
Κι αυτό που είπες φίλε μου, σαν κοίταξες στον τάφο, αλήθεια αποδείχτηκε.
Αυτός που νόμιζαν νεκρό ανέτειλε ολόφωτος∙ πιότερο απ’ ήλιο λάμπει.
Του Τάφου την ταφόπλακα τη σήκωσε και βγήκε
και με τα λόγια Του όλους μας μάς τρόμαξε τελείως∙ στ’ αλήθεια είναι φοβερός!
Για ένδυμα Του έχει το φως και φως λαμπρό εκπέμπει∙ μα τι να πω… κι ο ίδιος φως μού
[φαίνεται πως είναι∙ λες να ‘ναι του φωτός ο γιος, πρώτος υπασπιστής του;
Αλήθεια λεν μου φαίνεται εκείνες οι γυναίκες ότι τους εμφανίστηκε πριν από λίγη ώρα και με στεντόρεια φωνή μίλησε και τους είπε. Απ’ όλα αυτά συμπέρασμα βγαίνει μονάχα ένα:
“ο Κύριος Αναστήθηκε”.».
ιθ’. Λάκκο έσκαψαν οι άνομοι ας πάει χάρισμά τους, το κέρδος το πνευματικό σ’ εμάς είναι που
[μένει.
Το αίσχος πέφτει πάνω τους, για εμάς είναι καμάρι.
Σ’ αυτούς ανοίγει μια πληγή, εμάς ζωή μάς δίνει∙
ότ’ όντως αναστήθηκε ο Κύριος και Θεός μας.
Τι κι αν λαδώθηκαν αδρά
για να παρασιωπήσουν στον Τάφο ό,τι βίωσαν οι άνδρες που τον φυλάγαν; Αυτοί αν δεν
[μολογήσουνε, θα κράξουν τα λιθάρια…
Νά! Ο λίθος τ’ ομολόγησε που έκλεινε τον Τάφο. Όπως αυτός γεννήθηκε από μεγάλο βράχο χωρίς κανένας άνθρωπος να παρεμβεί ολωσδιόλου, έτσι κι Αυτός γεννήθηκε από κοιλιά Αγία
[και βγήκε τώρα ζωντανός κι ας Του έκαναν κηδεία. Απ’ τον Τάφο βγήκε ζωντανός, άλλο να
[πεις δεν έχει:
«Ο Κύριος Αναστήθηκε!».
κ’. Χωρίς σπορά Εσύ βλάστησες από κοιλιά Παρθένου,
της παρθενίας τα σχήματα της Άγιας Σου μητέρας διασώζοντας ακέραια Σωτήρα και Θεέ μας.
Και της ταφής τα σχήματα και τώρα έτσι αφήνεις τον Τάφο εγκαταλείποντας.
Του Ιωσήφ το σάβανο τ’ άφησες ‘κεί στον Τάφο
και του Ιωσήφ τους πρόγονους κίνησες για να βγάλεις απ’ τα μνημούρια τα βαθιά οπού ήτανε
[χωμένοι.
Σκώθηκε πίσω σου ο Αδάμ, κι η Εύα ακολουθάει,
τη Μαριάμ υπηρετεί και πίσω της πηγαίνει σαν μια κυρία των τιμών πίσω απ’ τη Δέσποινά
[της.
Κι όλη η γη Σε προσκυνά κι ολάκερη η πλάση παιάνα επινίκιο, τον ύμνο του θριάμβου ψέλνει
[και λάμπει από χαρά:
«Ο Κύριος Αναστήθηκε!».