Καθυστέρησα δύο εβδομάδες για να γράψω κάτι, έστω επιγραμματικά, για όσα είπε ο Δένδιας στην Άγκυρα. Σε κλίμα έντονου ενθουσιασμού για τα αυτονόητα, είναι δύσκολη η ψυχρή αντιμετώπιση των γεγονότων, όπως οφείλει να γίνεται στη διπλωματία. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να σε προσέξει κανείς. Και αυτό είναι το λιγότερο. Το ανάθεμα θα ήταν ο κοινός τόπος. Ο αντίλογος υποστηρίζει πως πρέπει να συντηρείται και το ηθικό του λαού. Αλλά αυτό δεν είναι δουλειά του υπουργού Εξωτερικών.
Ας ελπίσουμε ότι οι δημόσιες δηλώσεις Δένδια είναι και η γραμμή της εξωτερικής πολιτικής. Και δεν ήταν, απλώς, πομφόλυγες.
Οι γεωτεκτονικού χαρακτήρα γεωπολιτικές αλλαγές δημιουργούν ευκαιρία να αλλάξουν βασικές διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής. Και μια από αυτές είναι το Κυπριακό. Η αλλαγή στο Κυπριακό θα μεταφέρει, εν μέρει έστω, την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση από το Αιγαίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκεί όπου συμφέρει περισσότερο την Ελλάδα και τη μεγαλόνησο αλλά το αθηναϊκό κατεστημένο επεδίωξε να υπονομεύσει την προσπάθεια. Δεν είναι, μόνο, η φοβία τους και η προσπάθεια σύνταξής τους σε μια παραδοσιακή γραμμή χωρίς καν να τους το ζητήσουν. Έχουν και την ψευδαίσθηση πως θα κάνουν μπίζνες με την Τουρκία. Ας κάνουν σε ένα περιβάλλον όπου τα δικαιώματα της χώρας θα αναγνωρισθούν. Όχι, όμως, σε βάρος τους.
Η κατάληξη της Πενταμερούς ήταν απολύτως προβλέψιμη. Τίποτε δεν πρέπει να έχει προκαλέσει έκπληξη. Το θέμα είναι πως διαβάζει κανείς τις δηλώσεις.
Ο Αναστασιάδης έφυγε περιχαρής λέγοντας πως η διεθνής κοινότητα απέρριψε την προσπάθεια της Τουρκίας για αναγνώριση δύο κρατών. Ο Τατάρ το ίδιο. Είπε πως τέθηκε για πρώτη φορά στο τραπέζι θέμα αναγνώρισης δύο κρατών. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, όμως, ζήτησε περαιτέρω καλή διάθεση από τις δύο πλευρές για να βρεθούν συγκλίσεις στην επόμενη συνάντηση. Τι άλλο έχουν να παραδώσουν οι Ελληνοκύπριοι; Ήδη, οι υποχωρήσεις που έχουν γίνει είναι απαράδεκτες.
Οι Ελληνοκύπριοι και οι ελλαδίτες που τάσσονται με την κυρίαρχη άποψη στο νησί πιστεύουν πως μπορούν να το επανενώσουν με συνεχείς υποχωρήσεις; Είναι επανένωση η παράδοση ολόκληρης της Κύπρου στη βούληση της Τουρκίας;
Η γραμμή άμυνας μέχρι σήμερα ήταν η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης έως ότου βρεθεί η κατάλληλη στιγμή. Με την κλιμάκωση που επιχειρεί η Τουρκία για να υποχωρήσει σε μια λύση χαλαρής συνομοσπονδίας και να ελέγξει με τις ρυθμίσεις που θα επιβάλει ολόκληρη την Κύπρο και οι τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται και επηρεάζουν την περιοχή είναι αμφίβολο αν θα αφήσουν περιθώρια για διατήρηση της σημερινής κατάστασης. Θα χάσει όποιος δεν έχει αναλύσει καλά τις εξελίξεις και όποιος δεν σπεύσει να διαμορφώσει τους συσχετισμούς.
Το συμφέρον της διεθνούς κοινότητας δεν ταυτίζεται με τον πλήρη έλεγχο της νήσου από την Τουρκία. Αλλά και για την Τουρκία ο έλεγχος της Κύπρου αποτελεί γεωπολιτική προτεραιότητα. Ας θυμηθούμε τον νεοοθωμανιστή Νταβούτογλου.
Οι πιέσεις που δέχεται η γραμμή της «υπάρχουσας κατάστασης» είναι μεγάλες. Υπάρχει εναλλακτική λύση;
Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Η εσωτερική της κατανάλωση και η απουσία στόχων της. Για το πρώτο κάναμε μεγάλες προσπάθειες να εγκαταλείψουμε το άθλημα, από εποχής Καραμανλή-Παπανδρέου (των μεγάλων). Ας μην το επαναφέρουμε σήμερα. Το δεύτερο, παρά τον εγκληματικό χαρακτήρα της έλλειψής του, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να διαιωνίζουν την απουσία του.
Η εξωτερική πολιτική δεν είναι επετειακή εκδήλωση στην οποία αναγιγνώσκονται ωραίοι λόγοι. Έχει στόχους, στρατηγική και τακτική. Και δεν αποκλείεται οι πομφόλυγες που την συνοδεύουν να αποβλέπουν σε κάτι δυσάρεστο.
Η Πενταμερής συγκλήθηκε σε μια στιγμή μειωμένης διεθνούς εκτίμησης για την Τουρκία ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης αρνητικών στοιχείων της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν.
Η Τουρκία προσήλθε με στόχο τη λύση μιας χαλαρής συνομοσπονδίας με την αναγνώριση δύο κρατών. Ουσιαστικά, μέσω της συνομοσπονδίας θέλει να έχει έλεγχο σε ολόκληρο το νησί. Η τακτική της είναι η απειλή για την Αμμόχωστο και η διχοτόμηση. Αλλά την διχοτόμηση δεν την θέλει όπως ο διάβολος το λιβάνι. Την χρησιμοποιεί, όμως, ως τακτική για πετύχει τον στόχο της χαλαρής συνομοσποδίας.
Το ερώτημα είναι η ελληνική πλευρά τι επιδιώκει στο Κυπριακό; Ξέρει τι θέλει; Έχει εναλλακτικούς στόχους; Έχει τακτική; Όχι. Και η απορία είναι γιατί δεν διαμορφώνει μια συνολική πολιτική; Γιατί ακολουθεί και σήμερα την τακτική βλέποντας και κάνοντας, όχι, μόνο, για το Κυπριακό;
Η εποχή των ερασιτεχνισμών και των προσωπικών πολιτικών έχει περάσει. Η ελληνική πολιτεία πρέπει να διαμορφώσει συνολική πολιτική στα εξωτερικά θέματα που την απασχολούν με τη δημιουργία κατάλληλων θεσμών. Και η πολιτική αυτή να εφαρμόζεται από τη γραφειοκρατία του κράτους. Οι διαφορετικές κυβερνήσεις και οι διαφορετικοί υπουργοί θα προσθέτουν, απλώς, πινελιές. Τακτική και διαχείριση.
Στο Κυπριακό χρειάζεται επαναθεώρηση. Σύνδεση του κυπριακού ελληνισμού (μέρους του συνόλου ελληνισμού) με μια νέα συνολική ελλαδική πολιτική. Οι συγκλίσεις που πέτυχε η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο την ευνοούν. Και δεν ήταν συγκλίσεις που επεδίωξε η Αθήνα. Παροτρύνθηκε από την Ουάσιγκτον και συντάχθηκε με την πολιτική που ανέπτυξε το Ισραήλ.
Ευνοϊκή για την Ελλάδα θα είναι και η επιβεβαίωση της εκτίμησης πως η Τουρκία δεν διαδραματίζει, πλέον, για τη Δύση τον ρόλο που διαδραμάτιζε μέχρι πρόσφατα. Οι ισορροπίες στην περιοχή επανακαθορίζονται. Η Κύπρος μπορεί να ενταχθεί σε μια πολιτική συνολικής επαναθεώρησης.
Αδύναμη και απούσα είναι η Ελλάδα και από τον άμεσο περίγυρό της, τα Βαλκάνια. Στα οποία, Βαλκάνια, η γειτονική Τουρκία έχει επενδύσει σε όλους τους τομείς. Οι επιπτώσεις της ελληνικής απουσίας θα φανούν στο άμεσο μέλλον. Φαίνονται, ήδη, στην Αλβανία. Η τουρκική «επίθεση» πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ελλάδα και Τουρκία δεν θα μπορέσουν να συνεργαστούν παρά σε ελάχιστους τομείς. Η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός θα είναι το κυρίαρχο στοιχείο που θα χαρακτηρίζει τις σχέσεις τους. Όσο γρηγορότερα γίνει συνείδηση αυτό, τόσο καλύτερα.
Γι’ αυτό χρειάζεται στρατηγική και τακτική πέραν των κομμάτων. Με την αξιοποίηση του συνόλου των δυνάμεων που διαθέτει η χώρα.
Αλλά η λογική των ελληνικών κυβερνήσεων είναι να αντιμετωπίζουν το κράτος ως έναν αποτελεσματικό μηχανισμό βολέματος των στελεχών και των οπαδών τους. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από άλλες εποχές.
Δεν είναι, επίσης, καθόλου σίγουρο αν η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει άποψη για το τι αλλάζει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και πόσο οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν την Ελλάδα. Αυτές οι εκτιμήσεις ξεπερνούν τις δυνατότητες των θεσμών που υπάρχουν. Όχι διότι δεν είναι στελεχωμένοι καλά αλλά διότι αλλού εστιάζουν, το ενδιαφέρον τους. Και έτσι, όλα εξαντλούνται σε μια λογική δημοσίων σχέσεων. Ακόμη και μια συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο. Εντάξει, η συνάντηση θα γίνει. Τι θα συζητηθεί; Πάλι, μόνο, τα τρέχοντα;
Πόσο έχει αποτιμηθεί η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Αμερικανό πρόεδρο; Ήταν η υλοποίηση μιας υπόσχεσης του κ. Μπάιντεν και η ανθρωπιστική του ευαισθησία ή σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό οδηγεί σε διαφορετικές εκτιμήσεις και εξελίξεις. Την Ουάσιγκτον «κούρασε» ο Ερντογάν ή όλο το τουρκικό σύστημα; Σε τι διαφέρουν οι στόχοι του Ερντογάν από του τουρκικού συστήματος; Μήπως η διαφορά βρίσκεται στην τακτική; Μήπως η τακτική του κεμαλισμού είναι πιο επικίνδυνη από του ισλαμιστή και οθωμανιστή Ερντογάν.
Αν οι αναλύσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας απηχούν τις αμερικανικές σκέψεις τότε η αναφορά στην Κωνσταντινούπολη με το ελληνικό της όνομα και όχι με την τουρκική παραφθορά σημαίνει αμερικανική αντίθεση στα οθωμανικά όνειρα του Τούρκου προέδρου. Διότι και η Γενοκτονία των Αρμενίων συνετελέσθη επί Οθωμανών και, τότε, η Πόλη ονομαζόταν Κωνσταντινούπολη (άλλαξε όνομα επί κεμαλισμού).
Όλα αυτά βεβαίως, είναι ερμηνείες. Εκείνο που έχει σημασία είναι δύο πράγματα. Πρώτον δεν πρέπει να επαναφέρουμε στον δημόσιο βίο της χώρας τη χρησιμοποίηση των εξωτερικών θεμάτων για εσωτερική κατανάλωση. Και δεύτερον, πρέπει να διαμορφωθούν θεσμοί μελέτης, ανάλυσης και διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής. Με στόχους, στρατηγική και τακτική. Διαφορετικά θα πλέουμε σαν βαρκούλα σε τρικυμισμένη θάλασσα.
Χρειάζεται, δηλαδή, μια Ανάσταση στην ελληνική εξωτερική πολιτική.