Το χωριό Γκρέτσεσκογιε (Ελληνικό) στην περιοχή του Κριμσκ της περιφέρειας Κράσνονταρ στη νότια Ρωσία το ίδρυσαν πρόσφυγες από τον Πόντο τη δεκαετία του 1860. Μέχρι τις μέρες μας οι Πόντιοι του Νοβοκρίμσκι (όπως ονομάζεται σήμερα) διατηρούν σε άριστη κατάσταση ό,τι έχει σωθεί από τη κληρονομιά που τους άφησαν οι πρόγονοί τους.
Οι κάτοικοι υπερηφανεύονται για τα παλιά μνήματα με ελληνικές επιγραφές στο νεκροταφείο τους, και για την ιδιαίτερη σχέση τους με τόπο που επέλεξαν οι παππούδες τους για δεύτερη πατρίδα.
Αυτή η σχέση με το χωριό δεν έχει φθαρεί με το χρόνο, παρά την τραγική μοίρα των Ελλήνων του Πόντου και μετά τη μετεγκατάστασή τους στον Καύκασο. Οι νοικοκυραίοι Πόντιοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν ακόμα περισσότερα μνημεία στο χωριό τους, όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό λόγω των ιστορικών εξελίξεων που ακολούθησαν.
Την περίοδο των σταλινικών διώξεων η ονομασία του άλλαξε σε χούτορ Νοβοκρίμσκι. Μαζί με την ονομασία άλλαξε και το καθεστώς του Γρέτσεσκογιε σε αγροτικό οικισμό (χούτορ), επειδή οι σοβιετικές Αρχές γκρέμισαν την εκκλησία του χωριού. Το 1937 μαζί με τον ανδρικό πληθυσμό παραγωγικής ηλικίας διώχτηκαν και οι δάσκαλοι του ελληνικού σχολείου. Από τη σχολική χρονιά 1938-39 οι μαθητές του το βρήκαν κλειστό.
Η ηλικιωμένη –και όμως πολύ δραστήρια– κάτοικος του Νοβοκρίμσκι Ελισάβετ Κιλίδη (Παυλίδη), γεννημένη στις 13 Ιουνίου του 1939, στη συζήτησή μας ανέφερε πως ο πατέρας της Κωνσταντίνος Παυλίδης πρόλαβε να τελειώσει τέσσερις τάξεις του ελληνικού σχολείου. Η κυρία Ελισάβετ μίλησε και για την εξορία που έζησαν οι συγχωριανοί της.
Αν και μικρή στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου (1941-1945), τα γεγονότα που έχουν σχέση με την εξορία των κατοίκων του χωριού έμειναν στη μνήμη της. Ήταν η πρώτη φάση των μαζικών εξοριών των Ελλήνων, που συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940.
«Μας είπαν πως θα αφήσουμε τα σπίτια μας μόνο για δυο-τρεις μέρες. Εμπιστευτήκαμε τις Αρχές και πήραμε μαζί μας μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης. Όμως τελικά βρεθήκαμε στο βόρειο Καζακστάν. Ο κόσμος εκεί πληροφορήθηκε από τις Αρχές πως είμαστε “εχθροί του λαού” και δεν μας υπολόγιζαν. Τα παιδιά της γειτονιάς μας κοροϊδεύανε, έσπαγαν τα τζάμια στα κτήρια στα οποία αρχικά εγκατασταθήκαμε.
»Ύστερα οι γονείς μας έκτισαν μόνοι τους μικρά ημιυπόγεια σπιτάκια. Σε εκείνα τα μέρη ο χειμώνας ήταν βαρύς. Το χιόνι σκέπαζε το σπίτι μαζί με τη στέγη. Μόνο από την καμινάδα μπορούσαμε να δούμε τον ουρανό και να καταλάβουμε αν ξημέρωσε. Μετά σκάβαμε μέσα στο χιόνι τους διαδρόμους για να επικοινωνήσουμε με τους γείτονες. Ζούσαμε δύσκολα. Η αδελφή μου ζητιάνευε, ο αδελφός μου ήταν βοσκός». Έτσι περιέγραψε η κυρία Ελισάβετ την περίοδο της εξορίας των κατοίκων του χούτορ Νοβοκρίμσκι στο βόρειο Καζακστάν.
Μετά την καταδίκη από το ΚΚΣΕ της σταλινικής πολιτικής, το 1956 οι Έλληνες της παρευξείνιας περιοχής του Καυκάσου άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν στους τόπους της προηγούμενης κατοικίας τους. Δεν εξορίστηκαν μόνο αυτοί που ποτέ δεν είχαν ελληνική υπηκοότητα.
Έτσι γύρισαν στο χωριό τους και οι εξορισμένοι κάτοικοι του Νοβοκρίμσκι. Ξεκίνησε η νέα περίοδος στη ζωή τους.
Στον τόπο των παιδικών χρόνων της Ελισάβετ Κιλίδη σχεδόν τίποτα δεν έμεινε όπως παλιά, εκτός από μερικές μισογκρεμισμένες μονοκατοικίες σε στιλ της τσαρικής περιόδου.
Το ιστορικό νεκροταφείο του χούτορ Νοβοκρίμσκι
Και όμως, οι κάτοικοι του χούτορ Νοβοκρίμσκι μέσα στη λαίλαπα του 20ού αιώνα κατάφεραν να διατηρήσουν το βασικότερο απομένον μνημείο τους, το νεκροταφείο του χωριού. Με την κυρία Ελισάβετ και τον ανιψιό της Γιώργο Κιλίδη επισκέφτηκα τους τάφους των ντόπιων, με ημερομηνίες ταφής από το τέλος του 19ου αιώνα.
Στους περισσότερους τάφους αναφέρονται ελληνικά ονόματα. Παντού ανάμεσα στους νέους τάφους βρίσκονται πέτρινα μνήματα με τα ονόματα των θαμμένων γραμμένα στα ελληνικά. Σε μερικά σημεία του νεκροταφείου τα παλιά μνήματα είναι βαθιά βυθισμένα στο χώμα, μαζί με τους τάφους.
Η παράδοση με τα πέτρινα μνήματα και τις επιγραφές στα ελληνικά κράτησε από την ίδρυση του χωριού και διακόπηκε μετά το 1920. Αργότερα επικράτησαν διαφορετικά σχήματα σε μνήματα και τα γράμματα πια ήταν ρωσικά. Μέσα στα επόμενα 17 χρόνια (1920-1937) δεν έμεινε σχεδόν τίποτα όρθιο από όλα αυτά που στήριζαν τον πολιτισμό των Ελλήνων, όχι μόνο στο Νοβοκρίμσκι αλλά και σε όλη την ΕΣΣΔ.
Η ταχύτητα της «αποελληνοποίησης» ήταν μεγάλη. Καταργήθηκε και η Ελληνική Εθνική Περιοχή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το μεγαλύτερο μέρος της ευρύτερης περιοχής με το κέντρο στην πόλη Κριμσκ.
Οι απόγονοι των κατοίκων του χωριού Γκρέτσεσκογιε είναι από τους λίγους Έλληνες της ΕΣΣΔ που κατάφεραν να διατηρήσουν τα μνήματα του β΄ μισού του 19ου αιώνα σε αρκετά καλή κατάσταση και σε απόλυτη καθαριότητα.
Η Ελισάβετ Κιλίδη υπερηφανεύτηκε για την προθυμία των συμπατριωτών της να μαζεύουν χρήματα για τη συντήρηση του νεκροταφείου τους. Αναφέρθηκε στον μόνιμο κάτοικο του Νοβοκρίμσκι Μιχαήλ Μοναχό, ο οποίος συντονίζει τις κινήσεις των συγχωριανών του.
Το ταφικό έθιμο ανήμερα του Πάσχα
Εκτός από το ίδιο το νεκροταφείο με ελληνικές επιγραφές στα μνήματα, οι κάτοικοι του Νοβοκρίμσκι διατήρησαν και το ταφικό έθιμο των Ελλήνων του Πόντου, το οποίο στους Πόντιους των παρευξείνιων περιοχών του Καυκάσου και της Ελλάδας είναι γνωστό ως «Το ταφικό έθιμο την Κυριακή του Θωμά».
Ωστόσο, οι Έλληνες του συγκεκριμένου χωριού συγκεντρώνονται στο νεκροταφείο τους το πρωί της Κυριακής του Πάσχα.
Αυτή την ημέρα ο πληθυσμός γίνεται πολλαπλάσιος. Οι συγχωριανοί επιστρέφουν έστω και για λίγο στον δικό τους τόπο. Χάρη στη διατήρηση των τάφων υπάρχει δυνατότητα προσκυνήματος των συγγενών τους, εκ των οποίων κάποιοι θαμμένοι ακόμα και τη δεκαετία του 1860.
Το μόνο που τους λείπει εκείνη την ημέρα είναι η παρουσία του ντόπιου ιερέα, τον οποίον πρέπει να φέρνουν από διπλανά χωριά ή από την πόλη Κριμσκ. Η προθυμία να κτιστεί η νέα εκκλησία στη θέση της παλιάς βρίσκει εμπόδια οικονομικού χαρακτήρα.
Οι Πόντιοι γιορτάζουν το Πάσχα μαζί με τους νεκρούς τους. Το έθιμο αυτό πηγάζει από τη νίκη του Ιησού Χριστού επί του θανάτου και από το Σύμβολο της Πίστης που μιλά για την ανάσταση των νεκρών.
Σε κάποια χωριά αυτό το έθιμο τελείται το Πάσχα, σε κάποια την Κυριακή του Θωμά, σε κάποια την ημέρα της Πεντηκοστής, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Πνεύματος, όπως στο χωριό Μερτσάνσκογιε της ίδιας περιοχής.
Οι ορθόδοξοι Ρώσοι έχουν ένα αντίστοιχο έθιμο, το Ράντονιτσα, το οποίο παρόλο που έχει τον ίδιο σκοπό σχετίζεται περισσότερο με τη θλίψη και το μνημόσυνο. Η συγκέντρωση στα νεκροταφεία γίνεται την Τρίτη μετά την Κυριακή του Θωμά, την ένατη μέρα μετά το Πάσχα. Στη μετασοβιετική Ρωσία αυτή η ημέρα ορίστηκε ως επίσημη αργία.
Τραγούδια και χοροί κατά το ταφικό έθιμο
Οι κάτοικοι του Νοβοκρίμσκι από το πρωί της Κυριακής του Πάσχα επισκέπτονται το νεκροταφείο τους, τσουγγρίζουν τα πασχαλινά αυγά, στρώνουν τραπέζια στις αυλές και στην πλατεία του χωριού.
Σον εορτασμό συμμετέχουν και συγχωριανοί μουσικοί, ορισμένοι εκ των οποίων ζουν και έξω από το χωριό. Δίπλα στους κατοίκους είναι πάντα ο πρόεδρος της Εθνικοπολιτιστικής Αυτονομίας των Ελλήνων της περιοχής του Κριμσκ Αλέξανδρος Μασιάδης.
Εδώ και μερικά χρόνια μαζί με τους συμπατριώτες τους ανήμερα του Πάσχα στο Νοβοκρίμσκι βρίσκεται σύσσωμη η οικογένεια Σαρακάση με τα μουσικά ταλέντα της. Ο πατέρας της οικογένειας Γεώργιος Σαρακάσης είναι γνωστός ερμηνευτής ποντιακών τραγουδιών. Τα δικά του χνάρια ακολουθούν οι γιοι του ο Νίκος (λυράρης), ο Πέτρος (τραγουδιστής), και ο Γιάννης (κλαρίνο, αρμόνιο). Τους μουσικούς στις εκδηλώσεις στηρίζει η αδελφή τους Πηνελόπη.
Η οικογένεια Σαρακάση το 1991 έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Τα παιδιά του Γεώργιου Σαρακάση μεγάλωσαν και έλαβαν μουσική μόρφωση στη Δράμα. Η νοσταλγία για την περιοχή όπου είναι θαμμένοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους έφερε το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας πίσω, στην περιφέρεια του Κράσνονταρ. Ένας από τα αδέλφια, ο Νίκος, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία.
Και φέτος το 2021, ανήμερα του Πάσχα, οι συγχωριανοί σκοπεύουν να συναντηθούν στο Νοβοκρίμσκι υπό τους ήχους της ποντιακής λύρας και της ποντιακής λαλιάς.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού, που θυμούνται ακόμα την πρώτη του ονομασία Γκρέτσεσκογιε, οι νέοι που ζουν αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και τον κίνδυνο της αφομοίωσής τους στο ρωσόφωνο περιβάλλον, όλοι τους για άλλη μια φορά θα είναι δίπλα στους τάφους των προγόνων τους για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Κυρίου με την ακλόνητη πίστη που τους κρατάει κοντά στις εθνικές τους ρίζες.
Βασίλης Τσενκελίδης