Λαμπρή και όχι Πάσχα ονομάζουν οι Πόντιοι τη μεγάλη γιορτή της Ανάστασης, και γι’ αυτό είναι η ρίζα για πολλές λέξεις της ποντιακής διαλέκτου. Λαμπρέσα ονομάζουν τα ρούχα, τις συνήθειες, τα φαγητά κτλ. που έχουν σχέση με το Πάσχα, ενώ υπάρχει και το επίθετο λαμπράτικος.
«Ευτάγω Λαμπρή» είναι η φράση για το γιορτάζω το Πάσχα. Άλλωστε τα Λαμπροήμερα είναι η περίοδος από το Μεγάλο Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα.
Στην Κερασούντα, σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου, χρησιμοποιούσαν το ρήμα λαμπράζω, που κυριολεκτικά σημαίνει κάνω Λαμπρή, ενώ μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια του χαίρομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση. «Ελαμπράσεν η καρδία μ’ να δίγ’ ατόν το κορίτζι μ’» λέει η φράση.
Λαμπρακίζω έλεγαν στη Χαλδία όταν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν ένα ρήμα για το λάμπω από χαρά. Στην ίδια περιοχή Λαμπρή έλεγαν και την αγελάδα που γεννήθηκε το Πάσχα, στα Κοτύωρα την αποκαλούσαν Λαμπρίτζα, και σε Σάντα και Χαλδία Λαμπροφόρα, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που φορά λαμπρά ενδύματα.
Σε Τραπεζούντα και Τρίπολη χρησιμοποιούνταν και το ρήμα λαμπροφορώ, δηλαδή φοράω τα καλά μου για την εκκλησία.