Όπου υπάρχει δεισιδαιμονία δεν υπάρχει ορθολογισμός. Αντιλήψεις όπως ο παράλογος φόβος του υπερφυσικού και η πίστη ότι τα κακά πνεύματα πάντα μπορούν και εισρέουν στη ζωή του ανθρώπου επέζησαν μέσα στο χρόνο από την αρχαία εποχή. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του λαού, για ν’ αναχαιτίσουν το κακό, πάντρευαν τη γνώση της εκκλησίας του Χριστού με τις προφορικές παραδόσεις αιώνων, που προέρχονταν από τις αρχαίες θρησκείες.
Πολλές φορές οι γενεές παραλαμβάνουν προλήψεις κι δεισιδαιμονίες που έχουν εξήγηση και κάποιες που δεν έχουν. Στην κοινωνία του ποντιακού λαού, στον ιστορικό Πόντο, υπάρχουν πολλές δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που διαφέρουν ανά περιοχή και κατά συνθήκη. Όλες όμως έχουν έναν κοινό στόχο, να εξευμενίσουν το κακό.
Τα έθιμα από την άλλη, που αποτελούν ένα αόρατο θεμέλιο σε κάθε κοινωνία και μεταδίδονται με ευλάβεια, από γενεά σε γενεά, αναμιγνύονται πολλές φορές αρμονικά με τις δεισιδαιμονίες.
Ο γάμος και ο θάνατος αποτελούν κομβικά σημεία στη ζωή ενός ανθρώπου, μαζί με τη γέννησή του. Στην Αμισό, υπήρχε πλούσια λαογραφία, αναφορικά με τα έθιμα, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες σχετικά με το γάμο και το θάνατο.
Για το γάμο
Όταν κάποιος πήγαινε να ζητήσει τη νύφη από τους δικούς της, με το που εισερχόταν στην οικία τους δεν καθόταν, πριν εξαντληθούν προς το πρόσωπό του τα καλωσορίσματα και οι φιλοφρονήσεις. Τότε μόνο ζητούσε να του φέρουν κάθισμα, που το αποκαλούσαν συμπεθεροσκάμνιν.
Εάν κάποιος πήγαινε για επίσκεψη σε σπίτι φιλικό και τύχαινε να φορά ανάποδα κάποιο ένδυμά του ή τις κάλτσες του, πίστευαν ότι πήγαινε για να πραγματωθεί συμπεθεριό μεταξύ των οικογενειών.
Η πρόσκληση στο γάμο γινόταν με την προσφορά κεριών, που ήταν βαμμένα στη βάση τους με κόκκινο χρώμα, που τα ονόμαζαν κοκκινόκολα κερία.
Πριν από τον γάμο, όταν η νύφη επέστρεφε στο πατρικό της από το λουτρό, έσπαγαν, έκοβαν, στο κεφάλι της λαγάνα, που είχε πρωτίστως ευλογηθεί από τον ιερέα. Αυτό το αποκαλούσαν, νύφες κολλούρι και το έτρωγαν οι νεόνυμφοι, πριν κοιμηθούν μετά τον γάμο.
Όταν συνόδευαν τους μελλόνυμφους προς την εκκλησία, συνήθιζαν να σταυρώνουν τον δρόμο.
Αν κατά τη στιγμή που ο ιερέας έψαλλε το «Ησαΐα χόρευε» η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού, πίστευαν πως ποθεί να αγαπηθεί και να τιμηθεί από τον γαμπρό και πως η γνώμη του γαμπρού πάντα θα έχει μεγάλη βαρύτητα γι’ αυτήν.
Μετά τη στέψη, όταν επρόκειτο η νύφη να εισέλθει στην οικία του γαμπρού, όπου και θα κατοικούσε το ζευγάρι, πριν μπει μέσα στο σπίτι, πατούσε πάνω σ’ ένα χάλκινο σκεύος, που τ’ ονόμαζαν πατήκι. Αυτό το σκεύος, σε περίπτωση αποχωρισμού του ζευγαριού από το σπίτι των πεθερικών, ανήκε στη νύφη.
Αφού, λοιπόν, εισερχόταν το ζευγάρι εντός της οικίας του γαμπρού, τα πεθερικά τους προζύμωναν, βάζοντας ποσότητα ζύμης στο χέρι του γαμπρού, για να σταυρώσει μ’ αυτήν την εξώπορτα του σπιτιού, καθώς και την κουζίνα του. Παράλληλα τους εύχονταν να φουσκώσουν όπως το ζυμάρι ενώ στη νύφη προσέφεραν να φάει ένα κουτάλι με μέλι, γάλα ή βούτυρο.
Αν μετά τη στέψη των νεονύμφων και κατά τη διάρκεια επιστροφής στο σπίτι του γαμπρού έβρεχε, πίστευαν ότι το ζευγάρι θα είναι ευλογημένο σε όλη του τη ζωή.
Μετά τη λύση των στεφάνων και το λεγόμενο αποκαμάρωμαν της νύφης, δηλαδή την αποκάλυψη του προσώπου της νύφης, που ήταν καλυμμένο με τον πέπλο, πραγματοποιείτο ο χορός των επτά μονοστέφανων ζευγαριών και ενός μοναχού ατόμου, επτά ζευγάρα και το τεκ, όπως αποκαλούσαν αυτόν τον τελετουργικό χορό. Στο χορό συμμετείχε και ο ιερέας που θυμιάτιζε τα ζευγάρια και ταυτόχρονα γινόταν παράκληση προς τον Χριστό να ευλογήσει τον γάμο των νεόνυμφων. Αυτός ήταν ο πρώτος χορός της νύφης. Μαζί οι νεόνυμφοι χόρευαν τρεις κύκλους από αυτόν τον χορό. Κατόπιν, αποχωρούσε μόνο η νύφη, ενώ ο γαμπρός μπορούσε να χορέψει κι άλλους χορούς στη συνέχεια.
Μετά τη στέψη και αργά το βράδυ οι νεόνυμφοι δεν έπρεπε να ουρήσουν έξω από την οικία. Επίσης να μη χύσουν νερό έξω, αλλά και να μην ανταποκριθούν εάν κάποιος χτυπήσει την πόρτα τους ή τους φωνάξει ν’ ανοίξουν. Κι όλα αυτά για να μην επηρεαστούν από τυχόν κακά πνεύματα που φθονούν την ευλογία που δέχτηκαν με το γάμο τους.
Για μια εβδομάδα μετά τη στέψη, οι νεόνυμφοι φορούσαν τις γαμήλιες φορεσιές τους και δεν έβγαιναν εκτός οικίας.
Αφού είχαν παρέλθει αρκετές μέρες από τη στέψη, η νύφη συνοδευόμενη από την παράνυφό της επισκεπτόταν τους πιο κοντινούς συγγενείς του γαμπρού στις οικίες του κι αφού τους έπλενε τα πόδια, τους πρόσφερε δώρα και δεχόταν δώρα κι από αυτούς.
Όταν κάποιος νεόνυμφος πήγαινε επίσκεψη σε κάποιο φιλικό σπίτι, συνήθιζαν να τον κερνούν ζάχαρη ή ένα κομμάτι άρτου.
Για το θάνατο
Όταν κάποιος πέθαινε, αφού έπλεναν το σώμα του, το σαβάνωναν και του σταύρωναν τα χέρια. Επίσης πίστευαν ότι η ψυχή του για σαράντα μέρες περιφέρεται γύρω από το σπίτι του.
Όταν το πρόσωπο του νεκρού ήταν σκυθρωπό πίστευαν ότι θα πεθάνει και κάποιος άλλος σύντομα.
Αν κατά την κηδεία κάποιου τύχαινε να βρέξει, έλεγαν πως ο εκλιπών ήταν αγαθός και ενάρετος άνθρωπος γι’ αυτό και τα επουράνια τον κλαίνε.
Συνήθιζαν μετά τον ενταφιασμό να προσφέρουν στους παρευρισκομένους κόλλυβα και κόκκινο κρασί, που το έπιναν αφού προηγουμένως εύχονταν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του εκλιπόντος κι έχυναν λίγο εντός του μνήματος. Κατόπιν, συγγενείς και φίλοι μετέβαιναν στην οικία του εκλιπόντος. Μπαίνοντας στην αυλή, έπλεναν τα χέρια τους σ’ ένα πήλινο σκεύος που περιείχε νερό και ήταν τοποθετημένο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Κατόπιν εισέρχονταν στην οικία, όπου και η οικογένεια του εκλιπόντος παρέθετε τράπεζα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του νεκρού.
Οι παραβρισκόμενοι σε μια κηδεία, δεν επέστρεφαν μετά την τελετή απευθείας στα σπίτια τους, αλλά πήγαιναν πρώτα στην οικία του εκλιπόντος ή οπουδήποτε άλλου, για να εγκαταλείψουν εκεί το κακό.
Η οικογένεια του εκλιπόντος, εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα, σαρανταημέρου, τριών, έξι, εννέα μηνών κι ετήσιο, πραγματοποιούσαν και σαρανταλείτουργο, δηλαδή επί σαράντα μέρες καθημερινή Θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του νεκρού.
Επί μια εβδομάδα μετά την κηδεία, συγγενείς και φίλοι πρόσφεραν κάθε απόγευμα εδέσματα στην οικογένεια του νεκρού και συνέτρωγαν μαζί τους, ως ένδειξη παρηγοριάς στο πένθος τους.
Όταν κάποιος πέθαινε μπροστά στο σπίτι του, έριχναν νερό από τα παράθυρα πάνω του, για να πλύνει τη ρομφαία του ο άγγελος που τον συνόδευε.
Θεωρούσαν κακό σημάδι εάν κατά τον ενταφιασμό κάποιου, περάσει πάνω από τον τάφο γάτα, διότι πίστευαν ότι ο νεκρός δε θα λιώσει. Για να καταλυθεί η γρουσουζιά, προσπαθούσαν να κατευθύνουν τη γάτα να περάσει από τον τάφο επτά φορές.
Επίσης, εάν κάποιος είχε στην οικογένεια του ασθενή ή γυναίκα λεχώνα, κατά την επιστροφή του από την κηδεία δεν έμπαινε απευθείας στο σπίτι, αλλά πρώτα αφού περιστρεφόταν επτά φορές γύρω, από το σπίτι, έπλενε τα χέρια του έξω και κατόπιν εισερχόταν εντός.