Μία από τις σημαντικότερες στιγμές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε η ατυχής προσπάθεια των Βρετανών και των Γάλλων της Αντάντ κατά την περίοδο 25 Απριλίου 1915 έως 9 Ιανουαρίου 1916 να ελέγξουν τα Δαρδανέλια καταλαμβάνοντας την χερσόνησο της Καλλίπολης στην Ανατολική Θράκη.
Στρατηγικός στόχος της επιχείρησης ήταν να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και να τεθεί εκτός του πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ακραίων εθνικιστών, των Νεότουρκων, και να αποκτηθεί κατευθείαν σύνδεση με τη Ρωσική Αυτοκρατορία η οποία ήταν πολύτιμος σύμμαχος της Αντάντ στον αγώνα κατά των Γερμανοαυστριακών των Κεντρικών Δυνάμεων.
Η αποτυχία της επιχείρησης είχε ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του πολέμου, καθώς παρέτεινε τη διάρκειά του.
Οι δυνάμεις της Αντάντ δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν άμεση επαφή με τις ρωσικές δυνάμεις, εξέλιξη που είχε ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στο Ανατολικό Μέτωπο μιας και:
- ευνόησε τις προσπάθειες της γερμανικής κατασκοπείας να υπονομεύσει εσωτερικά την πολιτική ζωή της Ρωσίας,
- καθόρισε τις σχέσεις των συμμάχων με τις ελληνικές φιλογερμανικές πολιτικές δυνάμεις που είχαν επιβάλει την ουδετερότητα της Ελλάδας,
- καθόρισε τη δυνατότητα των Νεότουρκων να θέσουν σε εφαρμογή τα προαποφασισμένα σχέδιά τους για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.
Η Ελλάδα μπροστά στον πόλεμο
Η έναρξη του πολέμου διαμόρφωσε ένα νέο σκηνικό για τον ελληνισμό, τόσο αυτόν της ελλαδικής επικράτειας (περίπου 4,5 εκατομμύρια άτομα), όσο και αυτόν που κατοικούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (2,2-2,6 εκατ.).
Η Ελλάδα είχε καταφέρει να κερδίσει γεωγραφικά με τους Βαλκανικούς Πολέμους και να αυξήσει την γεωπολιτική της αξία. Παρότι με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου μπόρεσε να κατοχυρώσει τα κέρδη, εντούτοις παρέμειναν επί σκηνής σημαντικές απειλές.
Αφενός υπήρχε η ρεβανσιστική πρόθεση της Βουλγαρίας που εποφθαλμιούσε την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και αφετέρου η αμφισβήτηση την ελληνικής κυριαρχίας επί των μικρασιατικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος) των οποίων το ζήτημα της πολιτικής κυριαρχίας δεν είχε προσδιοριστεί από τη Συνθήκη.
Παράλληλα, στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο υπήρχαν δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές.
Την πρώτη εξέφραζε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ήταν προσανατολισμένη προς την Αντάντ. Η πολιτική αυτή βασιζόταν σε κάποιους ευδιάκριτους άξονες, όπως:
- τη θετική στάση της Μεγάλης Βρετανίας στο ζήτημα του καθεστώτος του Αιγαίου,
- την παροχή εξοπλισμού και τεχνογνωσίας για την εξισορρόπηση της βοήθειας που έδιναν οι Γερμανοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
- την αντίθεση στην πολιτική επιλογή των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, κ.ά.) για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας,
- τη συνάφεια των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας με την κυρίαρχη στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους Μεγάλη Βρετανία,
- την απόκτηση εδαφικών κερδών από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο άλλος πολιτικός πόλος κινήθηκε γύρω από μια φιλογερμανική πολιτική και είχε ως εκφραστές τον μονάρχη και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Επιφανείς εκπρόσωποί του ήταν οι: Ι. Μεταξάς, Γ. Στρέιτ, Β. Δούσμανης.
Στο φιλογερμανικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου υπήρχαν και διάφοροι άλλοι πολιτικοί, όπως οι: Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης, Κυρ. Μαυρομιχάλης, Αλ. Ζαϊμης, Στεφ. Δραγούμης, κ.ά. Τον πόλο αυτό συντόνιζε η γερμανική πρεσβεία, η οποία επηρέαζε καθοριστικά την κοινή γνώμη έχοντας εξαγοράσει μεγάλο μέρος του αθηναϊκού Τύπου.
Η φιλογερμανική πολιτική που εκφράστηκε με την επιλογή της ουδετερότητας στον πόλεμο δεν διασφάλιζε τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας, όπως την αποτροπή των άμεσων απειλών που συνιστούσαν οι επιδιώξεις της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και τη θέση και το ρόλο της χώρας στο σύστημα ισχύος των Βαλκανίων.
Το πολίτευμα της Ελλάδας που έδινε στον μονάρχη αυξημένη δυνατότητα παρέμβασης στην πολιτική ζωή μαζί με τη δράση των Γερμανών πρακτόρων και των φιλογερμανικών κύκλων της Αθήνας επέβαλε την πολιτική της ουδετερότητας και της μη τήρησης των συμμαχικών υποχρεώσεων προς τη Σερβία, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Ο ελληνισμός της Ανατολής
Την ίδια περίοδο ο ακμαίος ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε να βιώνει τις πολιτικές αποφάσεις περί εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών που είχε πάρει η ακραία πτέρυγα των Νεότουρκων από τον Οκτώβριο του 1911.
Μετά την πλήρη κυριαρχία της σκληρής αυτής τάσης επί των φιλελεύθερων Οθωμανών, το 1913 άρχισε η υλοποίηση των σχεδίων για γενικευμένη εθνική εκκαθάριση.
Η νέα ακραία εθνικιστική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1914. Ο Ενβέρ πασάς (Enver Pașa) ανέλαβε υπουργός Πολέμου, ο Ταλαάτ μπέης (Talât Bey) υπουργός Εσωτερικών, ο Τζεμάλ πασάς (Cemal Pașa) υπουργός Ναυτικών και ο Τζαβίτ μπέης (Cavit Bey) υπουργός Οικονομικών.
Το μέλλον των χριστιανικών κοινοτήτων ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Η επιδίωξη των φιλελεύθερων Οθωμανών για διαμόρφωση μιας κοινής οθωμανικής ταυτότητας ανεξάρτητα από την εθνοτική καταγωγή και τη θρησκευτική πίστη, αντικαταστάθηκε από την προσπάθεια για βίαιη κατασκευή ενός καινοφανούς τουρκικού έθνους.
Στόχος της νέας εθνικιστικής κυβέρνησης ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού και η δημιουργία τουρκικής αστικής τάξης με την παράλληλη καταστροφή των επιχειρηματικών στρωμάτων των μη μουσουλμανικών οθωμανικών κοινοτήτων. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην κατασκευή μιας νέας τουρκικής εθνικής ταυτότητας ως μετασχηματισμός της μουσουλμανικής που είχαν οι πολυεθνοτικοί πληθυσμοί της Αυτοκρατορίας.
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελίων. Ο John Williams γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Έλληνες της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη».
Εκτός από την πόλη οι Έλληνες κατοικούσαν και στα εξής χωριά της χερσονήσου: Μάδυτο, Κριθιά, Μικρά και Μεγάλη Ανάφερτο, Γαλατά, Αγγελοχώρι, Βεργά και Νεοχώρι.
Όμως η έναρξη της συστηματικής εθνικής εκκαθάρισης έγινε στις 6 Απριλίου του 1914 στην Ανατολική Θράκη, οπότε οι Έλληνες πολλών χωριών της επαρχίας Aρκαδιουπόλεως και της Bιζύης, αλλά και άλλων, όπως η Ραιδεστός, η Βιζύη και οι Σαράντα Εκκλησιές, υπέστησαν τη νεοτουρκική βία.
Η πολιτική αυτή επεκτάθηκε και στις ελληνικές περιοχές της Ιωνίας. Με αφορμή την καταστροφή της Φώκαιας στις 13 Ιουνίου 1914, ο Γάλλος αρχαιολόγος Félix Sartiaux, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, έγραψε: «Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά, χωρίς μίσος, κατά μια έννοια μεθοδικά. Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί γνωρίζουν στην περιοχή ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής ‘’Ένωση και Πρόοδος’’. Εφαρμόζουν πρόγραμμα που τους έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων της Αυτοκρατορίας και της θρησκείας. Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός είναι ο μισθός τους….
»Οταν έφυγα από την Ανατολή τον Ιούλιο του 1914 ο αριθμός των εκδιωγμένων ανερχόταν σε εκατόν είκοσι περίπου χιλιάδες. Υπολόγιζα ότι τα κέρδη από την όλη επιχείρηση –όσον αφορά τα ιδιόκτητα κτήρια και τα κοπάδια μόνο–, ανέρχονταν σε πέντε εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι άρπαγες και οι σφαγείς ικανοποίησαν πλήρως και με τρόπο αριστοτεχνικό τα άγρια ένστικτά τους…» (Felix Sartiaux, Le sac de Phocee et l’ expulsion des Grecs ottomans d’ Asie Mineure, Ιούνιος 1914).
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Akçam γράφει: «Οι βίαιες απελάσεις και εκδιώξεις από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης άρχισαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1913. Οι επιθέσεις εναντίον του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκαν όλο το χρόνο, όμως μετά τον Μάρτιο του 1914 άρχισαν να παίρνουν πιο συστηματική μορφή».
Την ίδια πολιτική, με μεγαλύτερη όμως ένταση, άσκησαν οι Νεότουρκοι και κατά των Αρμενίων.
Η κατάληξη του πολέμου του Καυκάσου με τη συντριπτική ήττα των νεοτουρκικών στρατευμάτων από τον ρωσικό στρατό στη μάχη του Σαρίκαμις τον Ιανουάριο του 1915 προκάλεσε την οργή του οθωμανικού λαού. Φαίνεται ότι με παραινέσεις των ξένων συμβούλων η οργή διοχετεύτηκε σε ένα τυφλό πογκρόμ κατά του αρμενικού πληθυσμού και προκάλεσε την Αρμενική Γενοκτονία.
Η 24η Απριλίου του 1915 θεωρείται ως η συμβολική ημέρα έναρξης της Γενοκτονίας. Τότε συνελήφθη η ηγεσία των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη και εκατοντάδες Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης δολοφονήθηκαν.
Δεν γνωρίζουμε εάν η έναρξη της εκστρατείας της Καλλίπολης (Μάρτιος 1915) επιτάχυνε την απόφαση των Νεότουρκων για εξόντωση των Αρμενίων στο πλαίσιο της προαποφασισμένης γενοκτονίας των χριστιανικών κοινοτήτων.
Οι προσπάθειες για ελληνική συμμετοχή στην επιχείρηση της Καλλίπολης
Ήταν τέτοια η βία που άσκησαν οι Νεότουρκοι κατά των ελληνικών πληθυσμών ώστε η ελληνική κυβέρνηση να αναγκάστηκε να απειλήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία με νέο πόλεμο.
Στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν χιλιάδες πρόσφυγες, θύματα των νεοτουρκικών διώξεων.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ως υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού υπέβαλε υπόμνημα προς τον Βενιζέλο τον Μάιο του 1914 υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να γίνει άμεση πολεμική ενέργεια με την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης: «[…] Να καταληφθεί η περιοχή αυτή της οποίας η κατοχή θα ήτο απειλή κατά της Κωνσταντινουπόλεως».
Ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ σε εντολή προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Πόλη έγραφε στις 19 Ιουνίου 1914: «Ενώπιον αφορήτου καταστάσεων, γενικού συστηματικού διωγμού ομογενούς στοιχείου, αγόμεθα μοιραίως εις σύρραξιν προς Τουρκίαν».
Στο σημαντικό αυτό έγγραφο αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε τους νεοτουρκικούς σχεδιασμούς και ότι: «[…] βεβαίας ούσης της προθέσεως προς εξόντωσιν του εν Τουρκία ελληνισμού».
Η στρατηγική σημασία της χερσονήσου της Καλλίπολης ήταν γνωστή στα στρατιωτικά επιτελεία από παλιά. Η πρώιμη κατάληψή της προτάθηκε τον Ιούνιο του 1914 και από τον Ιωάννη Μεταξά, κατά την έναρξη των διώξεων που άρχισαν οι Νεότουρκοι. Το ενδεχόμενο επιχείρησης κατάληψης είχε απασχολήσει το βρετανικό υπουργείο Πολέμου το 1904 και το 1911.
Τα παλιά σχέδια επανεξετάστηκαν το 1914 με την έναρξη του πολέμου και με πρωτοβουλία του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Η έγκαιρη αδρανοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του «μαλακού υπογάστριου του Κάιζερ», δημιουργούσε νέα δεδομένα στα πολεμικά μέτωπα και θα οδηγούσε στην περικύκλωση των γερμανοαυστριακών και βουλγαρικών στρατευμάτων λόγω της άμεσης επαφής των συμμαχικών δυνάμεων με τη Ρωσία.
Η επιχείρηση απαιτούσε ταυτόχρονη επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Μια ισχυρή ναυτική δύναμη που θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει τα Δαρδανέλια από τις οχυρώσεις και μια σημαντική αμφίβια δύναμη που θα μπορούσε να καταλάβει τη χερσόνησο.
Στο σημείο αυτό φάνηκε η σύμπτωση των ελληνικών και βρετανικών απόψεων. Τον Αύγουστο του 1914 μπροστά στο ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μία και της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία από την άλλη, ο Τσόρτσιλ ανέλυσε στον Άγγλο ναύαρχο τη βρετανική στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί.
«Δια να σας επιτραπεί να πραγματοποιήστε ορθήν και λογικήν μέθοδον επιθέσεων εναντίον της Τουρκίας, επιθέσεων ήτις θα συνίστατο εις το να την πλήξετε αμέσως εις τα καίρια, ο ελληνικός στρατός θα όφειλε χάρις εις τη ναυτικήν του υπεροπλίαν να καταλάβει την χερσόνησο της Καλλιπόλεως.
»Ούτω θα ηνοίγοντο τα Δαρδανέλια, θα ηδύνατο ο αγγλοελληνικός στόλος να εισδύσει εις την θάλασσαν του Μαρμαρά, να καταναυμαχήσει και να βυθίσει τα τουρκογερμανικά πολεμικά», τόνισε.
Με τη πολιτική αυτή οι Βρετανοί επεδίωξαν με την ανάμιξη του ελληνικού παράγοντα να αμφισβητήσουν υπογείως την πρόθεση των Ρώσων να καταλάβουν αυτοί την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά.
Οι βρετανικές αυτές προθέσεις έγιναν άμεσα γνωστές στους Γερμανούς μέσω του φιλογερμανικού περιβάλλοντος της ελληνικής μοναρχίας. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε κάθε ελληνική εμπλοκή, παρόλο που την προηγουμένη είχε υιοθετήσει τη φιλοβρετανική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης του Βενιζέλου.
Τον Ιανουάριο του 1915 ο Βενιζέλος επανήλθε στις προτάσεις του προς τον μονάρχη για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Στο υπόμνημά του ανέφερε: «Εάν δεν μετάσχωμεν αυτού, οιαδήποτε και αν είναι η έκβασις αυτού, χάνεται δι’ ημάς οριστικώς κατά ανθρώπινον υπολογισμόν ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας».
Στην πολιτική αυτή αντιτάχθηκε το φιλογερμανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε το δικό του υπόμνημα. Με αυτό υποστήριζε ότι θα νικήσουν οι Γερμανοί, θα ηττηθεί η Αντάτ και ότι δεν θα έπρεπε η Ελλάδα να διεκδικήσει τη δυτική Μικρά Ασία.
Η διαφαινόμενη έξοδος της Βουλγαρίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων επιτάχυνε τις προτάσεις για την επιχείρηση της Καλλίπολης ώστε:
- να τεθεί εκτός μάχης η Οθωμανική Αυτοκρατορία,
- να αποκτηθεί ευθεία σύνδεση με τη Ρωσία, και
- να αποκοπεί η Γερμανία από τη Μέση Ανατολή και τις πλούσιες πρώτες ύλες που υπήρχαν εκεί.
Το διπλωματικό παιχνίδι για την ελληνική πλευρά ήταν να μην επιτραπεί η τύχη της Πόλης να κριθεί μόνο από τη ρωσική βούληση.
Η Αντάντ επιζήτησε την ελληνική συμμετοχή στην επιχείρηση. Ειδικότερα ζητήθηκε η ναυτική συνδρομή της και η διάθεση στρατιωτικής δύναμης 15.000 ανδρών. Η Μεγάλη Βρετανία θεωρούσε ιδιαιτέρως αποτελεσματικό τον ελληνικό στόλο για την ευόδωση της επιχείρησης κατάληψης των Δαρδανελίων.
Έτσι, μόλις άρχισαν οι βομβαρδισμοί των οχυρώσεων των Δαρδανελίων από τον συμμαχικό στόλο τον Μάρτιο του 1915, ο Βενιζέλος αποφάσισε με τη σύμφωνη γνώμη του μονάρχη την αποστολή ενός σώματος στρατού στη Θράκη.
Το υπόμνημα Βενιζέλου (1 Μαρτίου 1915 με το νέο ημερολόγιο) που επηρέασε θετικά τον Κωνσταντίνο περιείχε τα εξής: «Τίνα οφέλη θα συνεκομίζομεν διά της συμμετοχής ημών εις την κατά των Δαρδανελίων επίθεσιν των συμμάχων δι’ ενός σώματος στρατού δεν είναι ανάγκην να εξάρω. Αφενός μεν θα συνεπράττομεν και ημείς εις την ρύθμισιν της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών, εφετέρου δε έχομεν να προσδοκώμεν εν περιπτώσει νίκης της Αντάντ τας υπεσχημένας ήδη εδαφικάς παραχωρήσεις εν Μικρά Ασία».
Η ελληνική απόφαση συμμετοχής στην επιχείρηση της Καλλίπολης θορύβησε τη Ρωσία που διεκδικούσε ως μεταπολεμικό λάφυρο την Πόλη και τα Στενά. Η πίεσή της προς τους Αγγλογάλλους εκφράστηκε με τη δήλωση ότι η Πόλη και τα Δαρδανέλια θα παραχωρηθούν σε εκείνη.
Εκτός από τη ρωσική αντίδραση στο κοινό αυτό σχέδιο των Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, σκληρή υπήρξε και η αντίδραση του Ι. Μεταξά που χαρακτηρίστηκε «αντιπειθαρχική και στασιαστική» και εξέφρασε την ύστατη προσπάθεια του φιλογερμανικού Επιτελείου να επιβληθεί επί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με κάποιους από τους Επιτελείς να ζητούν να συμμετάσχει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, επιτιθέμενη εναντίον της Σερβίας.
Η καθοριστική γερμανική παρέμβαση
Ένα επείγον τηλεγράφημα του Κάιζερ, γαμπρού του Έλληνα μονάρχη, με το οποίο του ζητούσε να ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας και μια εντατικοποίηση των επαφών με τους υποστηρικτές της γερμανικής πολιτικής Στρέιτ, Δούσμανη και Μεταξά ήταν αρκετά για να αλλάξουν και πάλι τη γνώμη του Κωνσταντίνου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έγινε στις 5 Μαρτίου του 1915 μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου για την εκστρατεία της Καλλίπολης:
Βενιζέλος: Γνωρίζω τα επιχειρήματά των. Σας επαναλαμβάνω τούτο: Εάν σπεύσωμεν, τα Δαρδανέλια θα πέσουν. Και αποτυγχάνοντες, όμως, εξασφαλίζομεν την Βόρειον Ήπειρον, την Κύπρον και την Μικράν Ασίαν.
Κωνσταντίνος: Θεωρείτε τόσω εύκολον την πλήρη ήτταν της Γερμανίας;
Βενιζέλος: Δεν υποτιμώ την γερμανικήν δύναμιν. Επανειλημμένως εν τούτοις σας εξέθεσα διατί τελικώς θα επικρατήσει η Αγγλία. Εις την Ανατολής ιδίως θα επιβληθεί καθ’ όλης την γραμμήν. Η Γερμανία υποστηρίζει την Τουρκία και εργάζεται δια λογαριασμόν της εις την Μικράν Ασίαν. Η Αγγλία θέλει τη συνεργασία και το μεγάλωμα της Ελλάδος. Μόνο διά της Αγγλίας θα κρατήσωμεν όσα έχομεν και θα επεκταθώμεν εκ νέου.
Κωνσταντίνος: Η Ρωσσία δεν μας αφήνει να πάμε στην Πόλι.
Βενιζέλος: Δεν ημπορεί να μας εμποδίσει η Ρωσία. Προσφέρομεν μικράν αλλά χρήσιμον δύναμιν εις στιγμήν αποφασιστικήν. Η Ρωσσία δεν διαθέτει προς το παρόν ούτε ένα σύνταγμα. Αυτό άλλωστε το απροπαράσκευον της τουρκικής αμύνης το ονομάζω ευκαιρίαν. Δεν ζητούμεν δε να γίνωμεν κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως. Θα συντελέσωμεν προς κατάκτησιν και διεθνοποίησιν της πόλεως. Εις την Κωνσταντινούπολη Μεγαλειότατε θα πάμε από τη Μικρά Ασία.
Η απόλυτη απόκλιση των απόψεων του Βενιζέλου από αυτές του μονάρχη και η πλήρης ρήξη μεταξύ στέμματος και κυβέρνησης ανάγκασε τον πρωθυπουργό να υποβάλει την παραίτηση, που έγινε αμέσως αποδεκτή. Ο Κωνσταντίνος διόρισε ως πρωθυπουργό τον Δημήτριο Γούναρη, έναν άσημο πολιτευτή από την Πάτρα τον οποίον και οι ίδιοι οι αρχηγοί του παλιοκομματισμού θεωρούσαν απλώς «τραπεζορήτορα» και τίποτα παραπάνω.
Ο Διχασμός είχε ξεκινήσει.
Οι σύμμαχοι επιχείρησαν μόνοι τους την εκστρατεία, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας. Ο πόλεμος περί τη χερσόνησο της Καλλίπολης υπήρξε αμφίρροπος. Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, υπήρξαν στιγμές που η πλάστιγγα θα μπορούσε να γύρει υπέρ των συμμαχικών στρατευμάτων.
Τελικά, από τον Οκτώβριο του 1915 άρχισε η βαθμιαία μεταφορά των πρώτων μονάδων στη Θεσσαλονίκη. Έως τον Ιανουάριο του 1916 η χερσόνησος της Καλλίπολης εκκενώθηκε οριστικά από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Επίλογος
Η αδυναμία των συμμάχων να καταλάβουν τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη και να θέσουν εκτός του πολέμου τους Νεότουρκους είχε πολύ μεγάλες επιπτώσεις, τόσο στην εξέλιξη του πολέμου, όσο και στην ένταση της πολιτικής των γενοκτονιών των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων που θα ακολουθήσει στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η άρνηση της Ελλάδας να πάρει μέρος στη συμμαχική προσπάθεια είχε πολλαπλές επιπτώσεις στη θέση της στο μεταπολεμικό τοπίο.
Εξαιτίας της ελληνικής άρνησης, η Ιταλία κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της για τον μεταπολεμικό έλεγχο των περιοχών του Αϊδινίου και της Σμύρνης, γεγονός που καθόρισε την ιταλική συμπεριφορά μετά τον Μάιο του 1919.
Ο Έλληνας μονάρχης θεωρήθηκε συνυπεύθυνος της συμμαχικής ήττας στα Δαρδανέλια και η επαναφορά του στο θρόνο μετά τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οδήγησε στη διάρρηξη του συμμαχικού μετώπου, στη βαθμιαία εγκατάλειψη της Ελλάδας την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την προσέγγιση προς τους Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ.
Η νίκη των συμμάχων στην Καλλίπολη θα σήμαινε:
- άμεσο τερματισμό της Γενοκτονίας των Αρμενίων,
- σταμάτημα των διώξεων κατά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας,
- αποφυγή της Γενοκτονίας στον Πόντο (1916), καθώς και
- μεταπολεμικά κέρδη ασυγκρίτως μεγαλύτερα από αυτά που έλαβε η Ελλάδα με την καθυστερημένη είσοδό της στον πόλεμο (Μάιος 1917).
Επιπλέον, η κατευθείαν επαφή των συμμάχων με τα ρωσικά στρατεύματα θα απέτρεπε την εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Η χερσόνησος της Καλλίπολης, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης, αποδόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1922) και αποτέλεσαν τμήμα του ελληνικού κράτους. Όμως με τη Συνθήκη της Λοζάνης (Ιούνιος 1923) χάθηκαν οριστικά για την Ελλάδα και εντάχθηκαν στο νέο τουρκικό έθνος-κράτος που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Βλάσης Αγτζίδης,
διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ