Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στην τριήμερη Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β’.
ια’. Στράφηκαν τότε στους φρουρούς κι έτσι τους ορμηνέψαν: «Προσέξτε μη νυστάξετε
και μην κλείσετε μάτι∙ κουράγιο σεις να κάμετε και άγρυπνοι σταθείτε».
Αυτά είπαν στους στρατιώτες τους οι ιερείς οι ανίεροι και τέτοια διάτα δώσαν.
«Κάντε λιγάκι υπομονή, σφίξτε λίγο τα δόντια∙
λίγο μόνο μάς έμεινε και φτάνουμε στο τέλος: ο Ιησούς ανακηρύσσεται νεκρός μία για πάντα.
Σκεφτείτε πως αν κάνετε αυτό που σας ζητάμε την εντολή εφαρμόζετε του ίδιου του
[Πιλάτου.
Κέρδος μόνο θα έχετε απ’ έναν τέτοιο κόπο∙
κι εμάς γι’ αυτό που πράξαμε θα μας χειροκροτήσουν∙ αν ο νεκρός σιγουρευτεί μετά τον θάνατο του στα σίγουρα δεν βρίσκεται κανείς να μολογήσει:
“Ο Κύριος Αναστήθηκε!”.
ιβ’. Ετούτη δω την εντολή π’ ακούσατε απ’ τα χείλη μας,
αν την ακολουθήσετε θα βγείτε κερδισμένοι∙ γιατί εμείς δεν πρόκειται
να σας αφήσουμ’ έτσι, τον κόπο σας θ’ αμείψουμε.
Τριάντα δεν ακούσατε πως πήρε ο Ιούδας;
Σεις τα διπλά θα πάρετε αν κάνετ’ ό,τι λέμε.
Μωρέ καλά το ΄χαμε πει και το’ χαμε προβλέψει… και ζωντανός μα και νεκρός πολύ
[ακριβός μας βγαίνει!
Τουλάχιστον τα έξοδα να μη μας πάν’ χαμένα…
Ξοδεύτηκε τόσος χρυσός, βγήκ’ απ’ τη μέση ο Χριστός∙ αχ, λέει, ο χρυσός να επέστρεφε στην
[τσέπη μας και πάλι… Μόνο μην γίν’ τ’ αντίθετο: δεν επιστρέψει ο χρυσός και επιστρέψει ο Χριστός. Που θα κρυφτούμε τότε; Απέναντί μας θα σταθεί, σκληρά θα μας ελέγξει, καθώς
[το πλήθος των πιστών που Τον ακολουθούνε ξεθαρρεμένοι θα μας λεν και θα
[βροντοφωνάζουν
“Ο Κύριος Αναστήθηκε!”».
ιγ’. Από τα κούφια λόγια τους και τα ταξίματά τους πήρανε μπρος οι φύλακες∙
τις εντολές των άνομων έσπευσαν να τηρήσουν και πήγανε και στήθηκαν έξω από το Μνήμα.
Τον Βασιλιά μας τον Χριστό φρουρούσαν οι στρατιώτες.
Έξω απ’ το μνήμα ο στρατός, μα ο πόλεμος είν’ μέσα: Χριστός θάνατο μάχεται και θάνατο
[πατάει.
Όλη την εξουσία του ο Χριστός του την αρπάζει.
Κι αυτός που άρπαζε ψυχές και κάτω τις κρατούσε, πεσμένος τώρα βρίσκεται∙
κι όσοι είν’ από κάτω του πάνω του θε να βγούνε, Χριστού φωνή σαν άκουσαν τη νίκη την παντοτινή σε όλους ν’ αναγγέλλει. Γι’ αυτό μαζί φωνάζουμε κι οι πάνω και οι κάτω
«Ο Κύριος Αναστήθηκε!».
ιδ’.Όπως ο μαύρος θάνατος έπεφτε νικημένος, με κρότο όπως έπεφτε και γκρεμοτσακιζόταν,
ο Άιδης ανησύχησε απ’ τους πολλούς θορύβους.
Κι ακούγανε κι οι φύλακες και λέγαν μεταξύ τους: «Τι να ‘ναι τούτ’ η ταραχή;».
Η πρώτη νύχτα πέρασε και οι νεκροί μες στα ταφιά ούτ’ ένα κιχ δεν κάναν,
δεύτερη μέρα πέρασε κι αυτή με ησυχία. Την τρίτη μέρα τώρα δα αρχίσαν να κουνιούνται!
Κι αρχίσανε τα κλάματα και τις χαρές αντάμα∙ οδύνη κι αγαλλίαση μιγμένες στην ψυχή τους.
Κι εκεί που έντρομοι έλεγαν «αλλοίμονο κι αλί μας!»,
χαρούμενοι το γύριζαν και με χαρά φωνάζαν «τι ωραίο πράγμα είν’ αυτό που ζούμ΄ αυτήν
[την ώρα,
«Ο Κύριος Αναστήθηκε!».
ιε’. Μέχρις κι η γη φοβήθηκε κι άρχισε να σαλεύει,
και το λιθάρι το βαρύ που σφράγιζε τον Τάφο σκώθηκε και κυλίστηκε και άνοιξε το Μνήμα.
Και λέγαν πάλι οι σκοποί: «Μήπως και πριν δεν φρίξαμε, εκεί που Τον φυλάγαμε μπροστά
[απ’ τον Σταυρό Του, με τα σημεία που γίνανε;
Λες μήπως πάλι τώρα να νεκρανάστησ’ τον Αδάμ εκεί κάτω που πήγε και τώρα πίσω έρχεται και ξαναζωντανεύει;
Πέτρες τότε κομμάτιασε και τώρα το λιθάρι που έκλεινε τον Τάφο Του το πήγε παραπέρα.
Αυτός είναι στα σίγουρα, Αυτός που πριν τρεις μέρες
το καταπέτασμα έσχισε, τώρα το Μνήμα ανοίγει. Κι όσο εμείς το κόψαμε στον ύπνο μες τη
[νύχτα
“Ο Κύριος Αναστήθηκε!”».