Η σοφία, αλλά και η ευαισθησία που χαρακτήριζε τους Έλληνες του Πόντου, τους ώθησε να διατυπώσουν παροιμίες κατά συνθήκη και σύμφωνα με τα τεκταινόμενα αλλά και να εφαρμόζουν δεισιδαιμονίες ετών, που έλαβαν από τους προγόνους και φρόντιζαν να τις διατηρούν κατά γράμμα, χωρίς παρεκκλίσεις.
Αυθόρμητοι και συνάμα μαχητικοί, οι Έλληνες του Πόντου, εξέφραζαν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους για τη μεγάλη εορτή των εορτών, το Πάσχα, με σοφία, σύνεση, αγανάκτηση, σκωπτικότητα και πάντα με αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Παροιμίες
Στα Κοτύωρα συνήθιζαν να λένε: τη Χριστού καλά φαγία και την Λαμπρήν καλά λώματα, δηλ. τα Χριστούγεννα να έχουμε καλά φαγητά και το Πάσχα καλά ρούχα. Το έλεγαν διότι τα Χριστούγεννα, λόγω καιρού, ότι ρούχο και να φορέσεις δε φαίνεται και επιπλέον χρειάζεται, λόγω κρύου, να τρως περισσότερο και καλύτερα. Ενώ το Πάσχα, με τις καλοκαιρίες και τα τριήμερα ξεφαντώματα, που συνεχίζονταν μέχρι την Ανάληψη, ήταν απαραίτητα τα καλά ρούχα, για τις εμφανίσεις του ατόμου.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος μας πληροφορεί για την εξής παροιμία από τα Κοτύωρα: Ας εν’ για το Χριστός Ανέστη κουμπάρε, δηλ. ας συγχωρεθούμε ενόψει της Ανάστασης του Χριστού. Συνήθως λεγόταν για αναγκαστική συγχώρεση πταίσματος. Η φράση φαίνεται να προήλθε από ένα επεισόδιο μεταξύ μιας νεαρής γυναίκας και του κουμπάρου της, που τη φίλησε κατά την Ανάσταση, όχι όμως με αγνές προθέσεις. Η γυναίκα, σκεπτόμενη τα σοβαρά επακόλουθα της καταγγελίας στο σύζυγό της, συγχώρησε αναγκαστικά τον κουμπάρο με την παρούσα φράση. Η ίδια φράση υπήρχε σε παραλλαγές σε πολλές περιοχές του Πόντου. Όπως στην Κερασούντα που έλεγαν: ας έν’ κι ατό το φίλεμαν για το Χριστός Ανέστη, φράση που επικρατεί μεταξύ των Ποντίων μέχρι σήμερα.
Από τη Ματσούκα έχουμε την εξής φράση: ;έεις να τρως; Χριστός Ανέστη, ’κ’ έεις να τρως; Θάνατον πατήσας, δηλ. όταν έχεις ευημερία καλοπερνάς, ενώ όταν δεν έχεις ούτε να φας, υποφέρεις.
Από το χωριό Αντρεάντων Αμισού, έχουμε τις εξής παροιμιώδεις φράσεις: Η Λαμπρή σίτα δαβαιν’ κ’ ύστερα, τη σινέαν σο κιφάλι σ’ ντώσ’ α, δηλ. όταν περάσει το Πάσχα, την κόκκινη βαφή άλειψέ την στο κεφάλι σου. Λεγόταν στην περίπτωση που μια προσφορά βοήθειας γινόταν παράκαιρα.
Επίσης έλεγαν: Ο Τούρκον ντ’ εγροικά ας σην Πάσχαν… ζουρ ζουρ πιν’ το ταν’, δηλ. ο Τούρκος τι ιδέα έχει από Πάσχα, εννοούν από νηστεία, ζουρ ζουρ πίνει το αραιωμένο γιαούρτι. Λεγόταν ειρωνικά για τους Τούρκους, οι οποίοι δε νηστεύουν, όπως οι χριστιανοί.
Όταν ήθελαν να εκφράσουν το παράπονό τους για την άσχημη οικονομική τους κατάσταση έλεγαν: Αν έρχουνταν τα παπούτσα μ’ ευτάω Πάσχαν κι αν ’κ’ έρχουνταν τερώ, δηλ. εάν έχω την οικονομική δυνατότητα να κάνω όλα όσα πρέπει για να γιορτάσω το Πάσχα, διαφορετικά θα είμαι απλά θεατής.
Δεισιδαιμονίες
Στη Σαντά τη Μ. Παρασκευή, υπήρχε το έθιμο να φοβερίζουν τα δέντρα. Ο οικοδεσπότης πλησίαζε τ’ άκαρπα δέντρα του κήπου και με μία αξίνα απειλούσε ότι θα τα κόψει, αν δεν καρποφορούσαν τον επόμενο χρόνο. Λέγεται ότι κατόπιν αυτής της ενέργειας, τα περισσότερα δέντρα τον επόμενο χρόνο χλόαζαν και καρποφορούσαν.
Επίσης είχαν παρατηρήσει ότι τα σκυλιά τους δεν έπασχαν ποτέ από πόνους στα μάτια. Γι’ αυτό και τη Μ. Παρασκευή, αφού έκοβαν τα νύχια των χεριών τους, έτριβαν με τον αντίχειρά τους τρεις φορές τα μάτια τους και φώναζαν: σκύλ’ ομμάτα έχω, τα νύχα μ’ έκοψα, πιστεύοντας ότι ποτέ πια δε θα πάθαιναν ομματόπονον, δηλ. πονόματο.
Αναφορικά με τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατούσαν το Πάσχα, είχαν παρατηρήσει και διαπιστώσει ότι, οποιοδήποτε καιρό έκανε την πρώτη μέρα της Σαρακοστής, τέτοιο καιρό θα έκανε και το Πάσχα.
Όλη τη μεγάλη εβδομάδα της Διακαινησίμου, ούτε έσπερναν, ούτε φύτευαν στη Σαντά. Γιατί πίστευαν ότι δε φυτρώνει, ούτε καρποφορεί τίποτε, διότι αυτή η εβδομάδα θεωρείται εύκαιρον, δηλ. άδεια, κούφια.
Επίσης οι Σανταίοι πίστευαν πως οπωσδήποτε το Πάσχα έπρεπε να φορούν καινούργια ρούχα, διαφορετικά ότι θα τους κουτσουλούσε η κορώνα, η κάργα. Ίσως αυτό το έλεγαν ορμώμενοι από το γεγονός της επιστροφής, κατά την περίοδο του Πάσχα, των ξενιτεμένων Σανταίων, που έφερναν δώρα στους δικούς τους κι έτσι ακόμα και οι φτωχότεροι θα φορούσαν κάτι καινούριο.
Παρά την ισχυρή προστασία που εξέπεμπε η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα τόσο τους πιστούς όσο και στο περιβάλλον της Σαντάς, πίστευαν ότι κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, κατεβαίνουν από τις καπνοδόχους στα σπίτια οι μάγισσες κι αφού λούσουν τα βρέφη, κατόπιν τα πνίγουν.
Στην Αμισό όμως πίστευαν, αναφορικά με τα βρέφη, ότι εάν ένα παιδί γεννηθεί τη Μ. Πέμπτη θα γίνει ξακουστό και θα διαπρέψει στα γράμματα.
Στη Ροδόπολη τη Μ. Παρασκευή δε μαγείρευαν, αλλά ούτε έτρωγαν φαγητό με ξύδι, διότι οι Εβραίοι είχαν ποτίσει τον Εσταυρωμένο με ξύδι και χολή. Επίσης δεν κάρφωναν τίποτα τη συγκεκριμένη ημέρα, διότι νόμιζαν ότι θα καρφώσουν τον Χριστό.
Αστείες ιστορίες
Στη συλλογή του Ελ. Κακουλίδη, αναγράφεται το εξής αστείο περιστατικό, που έλαβε χώρα σε εκκλησία της Τραπεζούντας, κατά την ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων, τη Μ. Πέμπτη. Όταν λοιπόν, ο φιλόθρησκος Πόντιος άκουσε τη φράση, «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν», γεμάτος θυμό γύρισε στον διπλανό του και είπε: Αχ!…και να ερούζ’νε σα χέρα μ’ ατός ο αφορεσμένον ο Άρον και να εσύρ’να κ’ επετσουχάλιζά τον!, δηλ. αχ, και να έπεφτε στα χέρια μου αυτός ο Άρον, θα τον έπιανα και θα τον έκανα κομματάκια.
Στη Σαντά, ο παπά Γιάννης Λαμπριανίδης, από το χωριό Ισχανάντων, καλόψυχος, θρήσκος, αλλά αγράμματος, καθώς διάβασε τα σχετικά με τη Σταύρωση του Χριστού, ήρθε και στη φράση, «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί». Μη καταλαβαίνοντας αυτά, διάβασε, Ηλί, Ηλί, λαβάσ’ σαλαχανί. Τότε μια γριά του ζήτησε να της εξηγήσει τι σημαίνει η φράση κι αυτός γεμάτος αυτοπεποίθηση της απάντησε: Ο Χριστόν επείνασεν εκείνον την ώραν και εκούιξεν τον Ηλίαν τον Προφήτην να φέρ’ ατόν λαβάσ’ με τα λάχανα, δηλ. ο Χριστός πείνασε και φώναξε τον Προφήτη Ηλία να του φέρει λαγάνα και λάχανα. Και η θεοσεβής γριούλα του απάντησε: Όϊ, ναιλλοί εμέν, κ’ εμείς οι αμαρτωλοί, τα κεπία μουν γομάτα λάχανα, και λαβάσα πα αμάν θα εγιατουστούρευαμε, δηλ. αλίμονό μου, εμείς οι αμαρτωλοί, οι κήποι μας είναι γεμάτοι λάχανα κι έχουμε και λαγάνες, αμέσως θα τα προσφέραμε!
Θωμαΐς Κιζιρίδου