«Πρωτοείδα το φως του ήλιου στη Ζάτουνα, ένα μικρό χωριό στην Ευρωπαϊκή Γορτυνία, όπως τη λέμε. Έγινε γνωστό στο εξωτερικό αυτό το χωριό, όχι από μένα φυσικά, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη που στείλανε εκεί εξορία στην εφταετία. Οι σταθμοί έξω το λέγανε Ζατουνά, γαλλιστί. Γεννήθηκα την Κυριακή των Βαΐων, [σ.σ. 20 Απριλίου] του 1913. Σημαδιακή μέρα. Ως τα 33 χρόνια μου η ζωή μου δεν ήταν σπαρμένη με βάγια, αλλά με αγκάθια…».
Ψάχνοντας για το χαμόγελο
Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του πέθανε από φυματίωση.
Η μητέρα του για να τα βγάλει πέρα πήρε τα τρία της παιδιά και επέστρεψε στο Αίγιο όπου ζούσαν η μητέρα και οι αδελφές της. Τα προβλήματα, όμως, όχι μόνο δεν τέλειωσαν, αλλά χειροτέρεψαν με το θάνατο της αδελφής του Μίμη.
Η Άννα Φωτοπούλου ήταν μόλις 27 ετών, χήρα και είχε χάσει την κόρη της, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των δύο γιων της και παρά το νεαρό της ηλικίας της δεν ξαναπαντρεύτηκε, γεγονός που εκτιμούσε ο ηθοποιός ακόμα και όταν μεγάλωσε. Όταν η κατάσταση στο Αίγιο χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο, οι γυναίκες της οικογένειας αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη Νεάπολη Εξαρχείων.
Δυο αγόρια μεγάλωναν στην Αθήνα του ’20 μέσα σε φτώχεια, με πέντε γυναίκες –μητέρα, γιαγιά και θείες- και τον ήχο της ραπτομηχανής.
Παρόλες τις δυσκολίες, στα παιδιά δεν έλειψε τίποτα. Και γαλλικά έμαθαν και βιολί. Και από μικρά αγαπούσαν την λογοτεχνία. Μάλιστα στα 17 του ο Μίμης έγραψε το πρώτο ποίημα.
Όταν το 1931 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο ξεκίνησε να δουλεύει ως πλασιέ σιδηρικών και να σπουδάζει στην Φιλοσοφική Σχολή.
Το κάρμα και το καρφί
«Ενώ ακόμα έδινα εξετάσεις στη Φιλοσοφική τράβηξε την προσοχή μου μια αγγελία στις εφημερίδες που μιλούσε για εισιτήριες εξετάσεις της Δραματικής Σχολής. Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου ‘ρθε έτσι στα καλά καθούμενα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική», εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα.
Στα 19 του εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στη Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι. Ακολούθησαν περιοδεία, μπουλούκια, η Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Εκείνη την περίοδο έπαιζε στο Θέατρο Τέχνης.
Τον Δεκέμβριο του 1944 κάηκε το σπίτι του. Η απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη με περισσότερα από 2.000 βιβλία που έγιναν στάχτη.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 ο Μίμης Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι προκειμένου να βρει δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος είχε περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του Το ποτάμι της ζωής μου: «Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».
Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με προορισμό το Ελ Ντάμπα στην Αφρική.
Οι συνθήκες διαβίωσης ελεεινές και ο ηθοποιός βρήκε παρηγοριά στο θέατρο και στις αυτοσχέδιες παραστάσεις. Στις 25 Μαρτίου 1945 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Η ξαδέλφη του που τον αντίκρισε πρώτη ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που κρατούσε. Η περιπέτειά του είχε αίσιο τέλος, αλλά ο εκείνος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας.
Ρολίστας και πρωταγωνιστής
Ρόλοι στο Θέατρο Τέχνης, όπως και στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και της κυρίας Κατερίνας, αλλά και κινηματογράφος.
Μπορεί τα μεγάλα ονόματα της εποχής να σνόμπαραν τη νέα μορφή τέχνης που είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται στη χώρα έστω και με καθυστέρηση, αλλά τα νεότερα ονόματα όχι μόνο ανταποκρίθηκαν, αλλά έγιναν ακόμα πιο αγαπητοί στα μεγάλα κοινά. Όσοι το άξιζαν, βέβαια.
https://www.youtube.com/watch?v=oq5pMu-HPIs
Όπως ο Μίμης Φωτόπουλος, που μαζί με την Γεωργία Βασιλειάδου ήταν τα εμπορικότερα ονόματα της δεκαετίας του ’50 στη Φίνος Φιλμ. Έστω και αν ο Φωτόπουλος κάνει και ταινίες με άλλους παραγωγούς, όπως βέβαια την σπουδαία Κάλπικη λίρα. («Αόματοοοοοος» είναι η θρυλική ατάκα.)
https://www.youtube.com/watch?v=CL2O16IliO4
Από τη Φίνος Φιλμ αποχώρησε το 1963 με ίσως την καλύτερη του κινηματογραφική ερμηνεία. Τον Θόδωρο και το δίκανο:
https://www.youtube.com/watch?v=8DNnn23UpQM
Ούτως ή άλλως, αν και πρώτο όνομα, ήταν Ηθοποιός. Με Ήττα κεφαλαίο. Και ήξερε να συμπεριφέρεται και σαν πρωταγωνιστής και σαν ρολίστας.
Οι μεγάλες στιγμές στο θέατρο
Αν κοιτάξει κανείς τα έργα που έπαιξε στο θέατρο σίγουρα την τιμητική τους είχαν οι κωμικοί ρόλοι. Όμως υπήρξαν τρεις μεγάλες επιτυχίες που τον σημάδεψαν και πέρασαν στο εγχώριο πάνθεον.
Αρχικά το «Θα κάθεσαι»: Ήταν ένα νούμερο που έκανε πάταγο το καλοκαίρι του 1948 στην επιθεώρηση Άνθρωποι-άνθρωποι. Ο Φωτόπουλος έψαχνε έναν υπηρέτη να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Πήγαινε, λοιπόν, να πιάσει δουλειά και εκείνος τον υποδεχόταν με μια ρομπ ντε σαμπρ, καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα και του εξηγούσε τις καθημερινές του υποχρεώσεις…
Το νούμερο αυτό είχε τεράστια επιτυχία και έγινε ιστορικό, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του Μιμή Φωτόπουλου ως μείζονα κωμικού ηθοποιού. Τη φράση: «Κι ύστερα θα κάαααθεσαι» την έχουμε ακούσει από τον Μίμη Φωτόπουλο και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες.
Το ίδιο καλοκαίρι του 1940, κι ενώ η επιθεώρηση παιζόταν ακόμη, ο Τσιτσάνης κυκλοφόρησε με αφορμή την επιτυχία του Φωτόπουλου το ομώνυμο τραγούδι.
Αλλά και στην αντιπολεμική σάτιρα ο Καλός στρατιώτη Σβέικ έγραψε θεατρική ιστορία:
Και βέβαια, ο τόσο ανατρεπτικός Δον Καμίλο, μια μεγάλη επιτυχία και προσωπικός θρίαμβος από το πρώτο ανέβασμά του το 1964. Ευτυχώς λίγο μετά το τελευταίο του ανέβασμα, το καλοκαίρι του 1982, κινηματογραφήθηκε για το «Θέατρο της Δευτέρας».
https://www.youtube.com/watch?v=PF353W1JWuE
Ήσυχες μέρες στο Μαρούσι
Μπορεί να επικρατεί η άποψη ότι οι ηθοποιοί ζουν τρελές σχέσεις, δεν στεριώνουν σε οικογένειες και άλλα τέτοια. Αλήθεια ή ψέμα, όπως και να ‘χει ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν η επιτομή του ευτυχισμένου και σοβαρού οικογενειάρχη.
Το 1947 παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα Τσάλα και απέκτησαν δύο κόρες .Έμειναν μαζί ως το τέλος, το 1986. Μαζί στα εύκολα, μαζί και στα δύσκολα.
«Πώς έγινα ζωγράφος. Δεν έγινα από μόνος μου. Η… χούντα με έκανε και να πώς. Στείλανε τη γυναίκα μου στη Γυάρο διότι ήταν δημοτική σύμβουλος της Αριστεράς στο Μαρούσι. Έμεινα με τις δύο κόρες μου, μικρές τότε, να τις φροντίζω τώρα που έλειπε η μάνα τους. Αλλά γενικά αυτή η στέρηση της ελευθερίας μού κόστισε πολύ. Τυχαία βρήκα κάτι σκάρτα γραμματόσημα κι άρχισα να κάνω, αφηρημένος, διάφορα διακοσμητικά σχήματα. Αυτό συνεχίστηκε κάμποσες μέρες. Προμηθεύτηκα κι άλλα σκάρτα γραμματόσημα και σιγά-σιγά άρχισα να φτιάχνω όλο και πιο ολοκληρωμένες παραστάσεις. Να μην τα πολυλογώ… Πήραν έργα μου σε μια ομαδική έκθεση. Αρέσανε. Αγοραστήκανε και δύο. Και από εκεί και πέρα πήρα φόρα. Έφτασα τις δέκα εκθέσεις. Έχω πουλήσει πάνω από εκατό πίνακες», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Ή αλλιώς πώς μια κακή στιγμή στη ζωή τους έγινε πηγή έμπνευσης για τον σπουδαίο ηθοποιό.
«Παίζω, γράφω, ζωγραφίζω για να εκτονώνομαι εγώ πρώτος», είχε πει.
Έγραψε τέσσερις ποιητικές συλλογές: Μπουλούκια (1940), Ημιτόνια (1960), Σκληρά τριολέτα (1961) και Ο θάνατος των ημερών (1976). Επίσης έγραψε τα αυτοβιογραφικά: 25 χρόνια θέατρο (1958), Το ποτάμι της ζωής μου, και Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» (1965), καθώς και δύο θεατρικά που ανέβηκαν: Ένα κορίτσι στο παράθυρο (1966) και Πελοπίδας ο καλός πολίτης (1976). Οργάνωσε και πέντε εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με 50 χρόνια σκληρής δουλειάς, το 1981 όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί δεν στάθηκε δυνατό.
Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Έπρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμά του συμπληρώθηκαν διά της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις του και με μια τιμητική σύνταξη από το υπουργείο Πολιτισμού, που όμως δεν χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.
Αυτά είναι τα στενάχωρα. Όμως ο κόσμος τον αγάπησε και τον θυμάται ακόμα. Όπως και οι Μαρουσιώτες , αφού έμενε για πάνω από τρεις δεκαετίες στην περιοχή. Και στο χωριό του τη Ζάτουνα. Και ας μην έζησε μέσα από εξώφυλλα και σκάνδαλα. Αυτά, ευτυχώς ξεχνιούνται. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί μένουν.