H περιοχή Τσάλκα βρίσκεται στη νοτιοανατολική Γεωργία, σε απόσταση 83 χλμ περίπου από την Τιφλίδα. Από τα προϊστορικά χρόνια κατοικείτο από γεωργιανικούς πληθυσμούς, αλλά οι συχνές επιδρομές Τούρκων, Περσών και άλλων, είχαν αποτέλεσμα την ερήμωσή της, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα.
Η Τσάλκα χαρακτηρίζεται ως «η Σιβηρία της Γεωργίας» λόγω του ιδιαίτερα ψυχρού κλίματός της. Η λέξη Τσάλκα (წალკა) στη γεωργιανική γλώσσα σημαίνει το απόμακρο.
Εκεί, από τα μέσα του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν τα ελληνικά χωριά: Αβρανλό, Αχαλίκ, Γκιουμπέτ, Γιεντί Κιλσά, Γκουνιά Καλά, Ιμέρα, Καρακόμ, Καράκ, Λιβάντ, Σαφάρ Χαραμπά, Μπασκόβ, Μπεντιάνι, Μπεστασέν, Νέον Χαραμπά, Τζινίς, Ολανκ, Σαναμέρ, Σάντα, Σιπάκ, Ταρσόν, Τεκ Κιλσά, Μπαρμακσίζ, Τσαπάεβκα, Τριαλέτι, Τσιντσκαρό, Χαντίκ, Χαντό, Χραμ Γκες.
Υπήρχαν στην περιοχή και μερικά χωριά Αρμενίων και Αζέρων.
Στα τελευταία χρόνια της σοβιετικής περιόδου εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού και της οικιστικής ανάπτυξης το κεφαλοχώρι Τσάλκα (Μπαρμακσίζ) αναγορεύτηκε σε πόλη, αποτελώντας αστικό κέντρο της περιοχής.
Οι Έλληνες μετανάστευσαν εκεί μετά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο των ετών 1828-1829. Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε τη 14η Ιουνίου του 1828, όταν ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίευσε τις πόλεις Καρς, Ερζερούμ, Μπαϊμπούρτ και Αργυρούπολη.
Μετά τον πόλεμο οι ντόπιοι Έλληνες των περιοχών αυτών μετακινήθηκαν μαζικά στην Τσάλκα, ακολουθώντας τα αποχωρούντα ρωσικά στρατεύματα.
Πριν από τη φυγή τους οι Έλληνες του βιλαετίου του Ερζερούμ ζούσαν διασπαρμένοι σε διάφορα χωριά γύρω από τις πόλεις Ερζερούμ, Μπαϊμπούρτ και Καρς. Μιλούσαν τουρκικά. Είχαν επιβληθεί εκεί στο πλαίσιο του εκτουρκισμού· οι επόμενες γενιές αφηγούνταν ότι κόβονταν οι γλώσσες όσων πιάνονταν να μιλούν ελληνικά. Επίσης εξηγείται και με το δίλημμα που τους έθεσαν οι Οθωμανοί, να επιλέξουν ή τη θρησκεία ή τη γλώσσα.
Οι Έλληνες βοήθησαν με πολλούς τρόπους τα ρωσικά στρατεύματα. Γι’ αυτό, όταν οι Ρώσοι έπρεπε να υποχωρήσουν σύμφωνα με τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829), οι Έλληνες βρέθηκαν εκτεθειμένοι. Απευθύνθηκαν στον στρατηγό Πασκέβιτς-Εριβάνσκι (1782-1856), ο οποίος βοήθησε ώστε η τσαρική κυβέρνηση να επιτρέψει την εγκατάσταση τους στον Καύκασο.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων στην Τσάλκα έγινε σταδιακά κατά κύματα.
Έτσι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετακινήθηκαν στον ρωσικό Καύκασο 42.000 περίπου άνθρωποι. Κατά την πορεία τους οι άμαχοι χριστιανοί δέχονταν επιθέσεις από ένοπλες ομάδες Κούρδων, αλλά προστατεύονταν τις περισσότερες φορές επιτυχώς από τα ρωσικά στρατεύματα. Παράλληλα, σημειώθηκαν θάνατοι από αρρώστιες και πείνα, κατάσταση που επικρατούσε και μετά την άφιξή τους στην Τσάλκα.
Το κράτος τούς εξασφάλιζε φοροαπαλλαγή για τα πρώτα έξι χρόνια. Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε ερειπωμένα γεωργιανικά χωριά. Υλικά κτισίματος έπαιρναν έτοιμα από τα ερείπια. Όπου ήταν δυνατόν, αναστηλώθηκαν γεωργιανικές εκκλησίες και αλλού χτίστηκαν εκ νέου.
Οι συνθήκες διαβίωσης από τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η γη, σχεδόν άγονη. Το μέσο προσδόκιμο όριο ζωής ήταν ως τα 50 έτη. Το 1836 σημειώθηκε υψηλή θνησιμότητα. Από τις 776 οικογένειες οι 226 πέθαναν.
Αρκετοί εξέφραζαν την επιθυμία γυρίσουν πίσω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επειδή έκριναν ότι η κατάσταση εκεί είναι καλύτερη σε σύγκριση με την πείνα, τη φτώχεια και τις δύσκολες συνθήκες ζωής στην Τσάλκα. Άλλοι ήθελαν να μετακινηθούν σε διαφορετικά μέρη της Γεωργίας, όπου η γη ήταν πιο γόνιμη. Το τσαρικό κράτος όμως δεν το επέτρεπε, επειδή το συνέφερε τα σύνορά του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να κατοικούνται από χριστιανικούς πληθυσμούς, παραδοσιακά εχθρικούς ως προς το τουρκικό στοιχείο.
Εξαιτίας της ανεπάρκειας της καλλιεργήσιμης γης οι κάτοικοι μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό ή και ίδρυαν άλλα χωριά μέσα στην περιοχή. Την δεκαετία του 1890 οι συνθήκες διαβίωσης συνέχιζαν να είναι δύσκολες. Από τον Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο η θερμοκρασία έφτανε ως και τους -22 βαθμούς. Επικρατούσαν και ψυχροί άνεμοι.
Οι αρρώστιες ήταν σε έξαρση και η παιδική θνησιμότητα αποτελούσε το 60% της συνολικής. Οι άνθρωποι πέθαιναν από τύφο και άλλες ασθένειες.
Η πνευματική κατάσταση των κατοίκων χαρακτηριζόταν από αναλφαβητισμό. Υπήρχαν μόνο τρία εκκλησιαστικά σχολεία. Ελάχιστοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα έστελναν τα παιδιά τους σε διτάξια ρωσικά σχολεία σε άλλες κοντινές περιοχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Τσάλκας καθώς και όλου του Καυκάσου επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Τη διετία 1894-1895 σημειώθηκαν πρώτες τέτοιες καταγεγραμμένες απόπειρες, οι οποίες επαναλαμβάνονταν περιοδικά μέχρι και το 1920.
Στον 20ό αιώνα σημαντικό γεγονός ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) κατά τον οποίο στρατολογήθηκαν Έλληνες της Τσάλκας που συμμετείχαν στην εισβολή της Ρωσίας στον Ανατολικό Πόντο. Το τέλος του πολέμου ακολούθησε η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), με την επικράτηση του κομμουνισμού.
Αργότερα, το 1938, ξεκίνησε μία νέα περίοδος για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, η λεγόμενη «Ελληνική Επιχείρηση», με πολιτικές διώξεις και εκτοπισμούς.
Τα θύματα πολιτικών διώξεων στην Τσάλκα ήταν λίγες δεκάδες – δεν γνωρίζουμε σήμερα τον ακριβή τους αριθμό. Κάποιοι κατηγορήθηκαν για αντικομουνιστικές ιδέες, άλλοι επειδή εξέφρασαν δημοσίως δυσαρέσκεια για το κομμουνιστικό καθεστώς. Μερικοί καταδικάστηκαν για «υποκίνηση μετανάστευσης αγροτών στην Ελλάδα».
Η συχνότερη καταδίκη ήταν εκτέλεση και δήμευση περιουσίας. Κοινό χαρακτηριστικό των θυμάτων ήταν το ότι ήταν όλοι άνδρες, εγγράμματοι, με μέσο όρο ηλικίας τα 30. Θύματα υπήρξαν και όσοι ιερείς αρνήθηκαν να ξυριστούν και γίνουν κοσμικοί.
Επόμενο σημείο αναφοράς στην ιστορία της Τσάλκας ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την έναρξή του, πάνω από 5.000 άνδρες κατατάχθηκαν στον σοβιετικό στρατό και οι 1.995 παρασημοφορήθηκαν. Ο αριθμός των πεσόντων και αγνοουμένων υπερβαίνει τους 700.
Μεταπολεμικά οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν. Μετά την κατασκευή του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Χράμι, από το 1950 όλα τα χωριά είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η περιοχή είχε συνολικό πληθυσμό 45.600 κατοίκους.
Τη δεκαετία του 1970 ιδρύθηκαν και δύο βιομηχανικές μονάδες. Το 1979 σύμφωνα με την επίσημη απογραφή, η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της Τσάλκα σε συνόλου πληθυσμού 49.340 ατόμων ήταν: Έλληνες (62,5%), Αρμένιοι (28,4%), Αζέροι (4,5%), Γεωργιανοί (3,5%), Ρώσοι (0,7%), υπόλοιποι (0,4%).
Το 1984 η Τσάλκα αναγορεύτηκε πόλη και ήταν η πόλη με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό στην ΕΣΣΔ.
Είχε την πρωτιά στη Γεωργία σε απόφοιτους πανεπιστημίων. Από το 1987 στην Τσάλκα πραγματοποιούνταν πανσοβιετικά συνέδρια αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού. Την ίδια δεκαετία βελτιώθηκε η τοπική οικονομία χάρη στην παραγωγή της πατάτας η οποία εξαγόταν σε όλη την χώρα.
Στην περιοχή υπήρχαν συνολικά 46 χωριά, από τα οποία τα 27 ήταν ελληνικά, τα 13 αρμενικά, τα πέντε αζερικά και το ένα γεωργιανικό. Ενώ οι Έλληνες στην Τσάλκα ήταν η μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα της ΕΣΣΔ, τη δεκαετία του 1990 με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και το άνοιγμα των συνόρων η Τσάλκα ερημώθηκε από τον ελληνικό πληθυσμό.
Το εθνικό κράτος της Γεωργίας εφάρμοσε πολιτική γεωργιανοποίησης, μετονομάζοντας τα τοπωνύμια και εγκαθιστώντας Γεωργιανούς έποικους. Η φτωχοποίηση, η πολιτική αστάθεια και το παλιό όνειρο του νόστου είχε σαν αποτέλεσμα τη μαζική έξοδο των Ελλήνων, πρωτίστως στην Ελλάδα και δευτερευόντως στην Κύπρο και Ρωσία. Σήμερα οι Έλληνες στην Τσάλκα αριθμούν λίγες δεκάδες άτομα, κυρίως ηλικιωμένα που ζουν διάσπαρτα σε λίγα χωριά.
Οι Έλληνες που έφυγαν από την Τσάλκα σήμερα ζουν σε Ελλάδα και Κύπρο. Άλλοι έχουν μεταναστεύσει στη Δυτική Ευρώπη και στη Ρωσία για λόγους εργασίας. Επιστρέφουν στην πατρίδα τους περιοδικά, για ολιγοήμερη διαμονή, περιποιούνται τους ναούς και τους τάφους των προγόνων τους.
Η Ελένη Τσαμουρλίδου είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που παραμένουν στην Τσάλκα, ιδιοκτήτρια του εκεί εστιατορίου «Πόντια».
Γλώσσα
Οι Έλληνες της Τσάλκας μιλούσαν μία ανατολίτικη διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας, η οποία μοιάζει πολύ με την τουρκική διάλεκτο που είναι σε χρήση σήμερα στο Ερζερούμ, στην Αργυρούπολη, στο Καρς.
Στα χωριά Σάντα, Νέον Χαραμπά, Ταρσόν και Γκιουμπάτ μιλούσαν την ποντιακή.
Δεν υπήρχε δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των ελληνοφώνων και των τουρκόφωνων, διότι όλοι γνώριζαν εξίσου καλά την τουρκική.
Η τουρκική διάλεκτος των Ελλήνων της Τσάλκας λέγεται διάλεκτος των Ουρούμ – Ουρούμ σημαίνει Ρωμιός και με τη λέξη αυτή οι κάτοικοι προσδιόριζαν τους εαυτούς τους. Σε αυτή εντοπίζονται λίγα κατάλοιπα της ελληνικής γλώσσας. Μεγάλη επίδραση υπάρχει από τη ρωσική γλώσσα, με εισαγωγή λέξεων που σχετίζονται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Σήμερα η διάλεκτος αυτή σβήνει, καθώς αντικαθίσταται πρωτίστως από τη νεοελληνική γλώσσα και δευτερευόντως από τη ρωσική.
Μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων στην Τσάλκα έγιναν κάποιες προσπάθειες να διδαχθεί η ελληνική γλώσσα, αλλά ανεπιτυχώς. Η πρόσβαση στην διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ήταν πολύ δύσκολη· δεν διδάχθηκε ποτέ συστηματικά στα σχολεία των χωριών.
Ειδικά τα χρόνια 1960-1964 η διδασκαλία των ελληνικών έπαψε σε όλη την Σοβιετική Ένωση. Μόνο το 1980 στην Γεωργία επιτράπηκε η διδασκαλία, σε σχολεία περιοχών όπου υπήρχαν Έλληνες.
Όσον άφορά τις υπόλοιπες γλώσσες, στην Τσάλκα μάθαιναν τη ρωσική στο σχολείο διότι ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και χρησιμοποιούνταν στις δημόσιες υπηρεσίες. Δεν έμαθαν ποτέ γεωργιανικά, καθώς στην περιοχή υπήρχαν ελάχιστοι μόνο Γεωργιανοί.
Θρησκεία
Στη συνείδησή των Ελλήνων της Τσάλκας η θρησκεία αναπλήρωνε την απώλεια της γλώσσας και γινόταν στοιχείο εθνικού προσδιορισμού. Μέχρι τις αρχές του αιώνα μας στην περιοχή υπήρχαν 29 ορθόδοξες εκκλησίες, με ονομασίες ελληνικές.
Το λατρευτικό λεξιλόγιο περιελάβανε κυρίως φθαρμένες ελληνικές φράσεις.
Στα χρόνια του κομμουνισμού η θρησκευτική λατρεία γινόταν στα κρυφά, μέσα σε σπίτια, από κρυφούς ιερείς. Η θρησκευτική απαγόρευση έπαψε τη δεκαετία του 1980, όταν οι ναοί ξανάνοιξαν.
Τα έθιμα του κύκλου της ζωής και του χρόνου ήταν στενά συνδεδεμένα με την χριστιανική λατρεία. Τα λατρευτικά ήθη και έθιμα γενικώς δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από των υπολοίπων Ελλήνων του Πόντου και του Καυκάσου.
Ιδιαιτερότητα μπορεί να θεωρηθεί η θυσία ζώων σε αγίους, πρακτική μη αποδεκτή από την επίσημη Εκκλησία αλλά πολύ διαδεδομένη στο λαό, μέχρι και τις μέρες μας. Γίνεται στο χώρο κάποιου ναού, κυρίως την ήμερα του Αγίου Γεωργίου, ή και άλλη μέρα. Με τη θυσία ο πιστός ζητά κάτι ή ευγνωμονεί για κάτι τον άγιο.
Τα ζώα θυσίας είναι ταύροι, κόκορες, αρνιά τις περισσότερες φορές. Το κρέας βράζεται επιτόπου σκέτο και καταναλώνεται από τους παρευρισκόμενους. Τα καλύτερα κομμάτια μοιράζονται στους αρρώστους. Το κρέας αυτό θεωρείται ιερό και καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες, για να προσφέρει ευλογία και όχι για τροφή.
Κατοικία
Το πρώτο είδος κατοικίας στην Τσάλκα ήταν το χαμόσπιτο. Ήταν κυκλικό θολωτό κτίσμα οπό ξύλο, χώμα, λάσπη και πέτρα. Είχε μία χαμηλή είσοδο και μία τρύπα στην κορυφή που χρησίμευε ταυτόχρονα να μπαίνει ο φυσικό φωτισμός και για να φεύγει ο καπνός της εστίας.
Κάτω από την ίδια στέγη τους χειμερινούς μήνες οι άνθρωποι ζούσαν μαζί με τα ζώα, για καλύτερη θέρμανση. Ο χώρος των ανθρώπων καταλάμβανε το ⅓ του σπιτιού και το υπόλοιπο ήταν χώρος των ζώων. Στην κατοικία αυτή ζούσε όλη η οικογένεια, η οποία είχε την μορφή εκτεταμένης πατριαρχικής οικογένειας.
Οι φτωχές δασικές εκτάσεις της περιοχής δεν επέτρεπαν την υλοτομία. Για καύσιμη ύλη μέσα στα χωματένια σπίτια χρησιμοποιούσαν το τεζέκ, πλάκες από κοπριά αγελάδων, την οποία έπλαθαν και ξέραιναν στον ήλιο.
Από τη δεκαετία 1930 αυτή η μορφή κατοικίας άρχισε να εγκαταλείπεται και σταδιακά οι άνθρωποι στα χωριά κατοίκησαν ευρωπαϊκού τύπου σπίτια από έναν μέχρι δύο ορόφους.
Διατροφή και ενδυμασία
Όσον αφορά τη διατροφή, ήταν πολύ απλή, αποτελούμενη από φυτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Ιδιαίτερα διαδεδομένες ήταν οι σούπες. Από το καθημερινό τραπέζι δεν έλειπαν πολλά και διάφορα είδη τουρσιών.
Η παραδοσιακή ενδυμασία ήταν προσαρμοσμένη στις συνθήκες του γεωργοκτηνοτροφικού βίου και του κρύου κλίματος της Τσάλκας.
Οι άνδρες φορούσαν απλά βαμβακερά και μάλλινα ρούχα. Πολύ διαδεδομένο ήταν το μάλλινο χιτώνιο με ή και χωρίς μανίκια. Τα χειμερινά πανωφόρια ήταν από προβιά. Στο κεφάλι φορούσαν αυτοσχέδια καπέλα από προβιά ή και γούνα. Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια από αγελαδινό δέρμα και μάλλινες κάλτσες.
Στα χρόνια της επικράτησης του κομμουνισμού ξεκίνησε η αστικοποίηση της ανδρικής ενδυμασίας, με την εμφάνιση παντελονιών ευρωπαϊκού τύπου, στενότερων πουκαμίσων, σακακιών, μποτών, κ.ά.
Η γυναικεία φορεσιά (ζουμπούν), κύριο κομμάτι της οποίας ήταν βαμβακερό φόρεμα, με φαρδιά μανίκια και φαρδύ κατώτερο μέρος, ήταν όμοια με τη ζουπούνα που φορούσαν οι υπόλοιπες Ελληνίδες στον Πόντο. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες μέχρι το γόνατο και τσαρούχια ίδια με των ανδρών.
Η γυναικεία φορεσιά αντιστάθηκε για πολλά χρόνια στη σοβιετοποίηση. Χαρακτηριστικό της είναι το ιδιαίτερο κάλυμμα κεφαλής κοτίκ, δηλ. η διαδεδομένη στους Πόντιους τάπλα. Στα σοβιετικά χρόνια αυτό συνδυαζόταν με σύγχρονα ρούχα. Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες της Τσάλκας συνέχιζαν φορούν την τάπλα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Επαγγέλματα
Ως προς τα επαγγέλματα, υπήρχαν καλοί τεχνίτες πέτρας και σιδηρουργοί. Όμως στην Τσάλκα ήταν περισσότερο αναπτυγμένη η κτηνοτροφία. Ιδιαιτερότητα της κτηνοτροφικής ζωής ήταν η περιοδική διαμονή ολόκληρων οικογενειών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στα βοσκοτόπια, στη γιαϊλά (δηλ. παρχάρι), όπου υπήρχε αρκετό γρασίδι για βοσκή των κοπαδιών τους.
Όσον αφορά τη λαογραφία γενικότερα, τα ήθη και τα έθιμα της Τσάλκας δεν έχουν μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει από τους Σοβιετικούς ερευνητές και αφορούσαν κυρίως τη γλώσσα και όχι τόσο τα υπόλοιπα πολιτισμικά στοιχεία. Εξαιτίας της διασποράς των Ελλήνων από την Τσάλκα στην Ευρώπη και Ρωσία, η σύγχρονη έρευνα είναι ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω του ότι αυτοί πλέον επηρεάζονται από τα σύγχρονα αστικά περιβάλλοντα, εγκαταλείπουν τα έθιμά τους και τα αντικαθιστούν με τα επικρατέστερα ποντιακά.
Εδώ ανοίγει ένα ανεξερεύνητο πεδίο από ανθρωπολογική σκοπιά, δηλαδή για το πώς τα έθιμα των Ελλήνων της Τσάλκας διαμορφώνονται σήμερα, επηρεαζόμενα από τη σύγχρονη κυρίαρχη λαογραφία του ευρύτερου ποντιακού ελληνισμού.
Σπάρτακος Μ. Τανασίδης,
υποψήφιος διδάκτορας του ΔΠΘ, συγγραφέας του Τσάλκα. Στοιχεία ιστορίας και λαογραφίας των τουρκοφώνων Ποντίων του Καυκάσου. Στο Αρχείον Πόντου – Παράρτημα 42. Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (2021).