Στo βορειοδυτικό τμήμα του Ευξείνου Πόντου, στην καρδιά της παφλαγονικής γης, σε υψόμετρο 900 μ., περιστοιχισμένη από πλούσια πυκνά δάση με οξείες, έλατα και καστανιές, βρίσκεται η Κασταμονή, μια πόλη που η ιστορία της χάνεται στο χρόνο. Με τα βουνά της να εκτείνονται κατά μήκος της Μαύρης θάλασσας, είναι η επαρχία με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή, μήκους 13.108 χλμ.
Αρχαίοι και ρωμαϊκοί χρόνοι
Η ιστορία της Κασταμονής ξεκινά από τα χρόνια της αυτοκρατορίας των Χετταίων, που δεν κατάφεραν να κρατήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα την περιοχή.
Κατόπιν στα εδάφη της κυριάρχησαν Φρύγες και Λυδοί, ώσπου η περιοχή καταλήφθηκε από τους Πέρσες τον 4ο αιώνα π.Χ. Τότε ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσθεσε τα εδάφη της περιοχής στη Μακεδονία, μαζί με την Ανατολία.
Με την αποδυνάμωση των Μακεδόνων βασιλιάδων, οι περιοχές της Παφλαγονίας και της Βιθυνίας κατακλύστηκαν από το νεοσύστατο Βασίλειο του Πόντου. Μετά την πτώση του Βασιλείου του Πόντου τον πρώτο αιώνα π.Χ., η περιοχή ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την ένωση της Παφλαγονίας με τη Βιθυνία. Η πόλη τότε, είχε την ονομασία Τιμόνιον.
Η Κασταμονή και ο Οίκος των Κομνηνών
Η Δυναστεία των Κομνηνών, μία ισχυρή οικογένεια ευγενών, κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (1081-1185) ενώ από το 1204 έως το 1461 οι Κομνηνοί δημιούργησαν και κυβέρνησαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και έμειναν γνωστοί ως Μεγαλοκομνηνοί.
Η οικογένεια καταγόταν από την πόλη Κόμνη της Θράκης, που της έδωσε το επώνυμό της.
Σύμφωνα με τον Ρώσο βυζαντινολόγο Αλεξάντρ Πετρόβιτς Καζντάν, το πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας ο Μανουήλ Ερωτικός Κομνηνός (η μητέρα του καταγόταν από τη Δυναστεία των Ερωτικών) κατείχε τεράστιες εκτάσεις γης στην Παφλαγονία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της σύγχρονης Κασταμονής, σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο απέναντι στον επαναστάτη Βάρδα Σκληρό.
Εκεί ο Μανουήλ έχτισε ένα φρούριο με το όνομα Κάστρα Κομνηνών, που συντομεύθηκε σε Κασταμονή (Kastamonu).
Η Κασταμονή έγινε το προπύργιο της οικογένειας τον 11ο αιώνα. Κληρονόμος του Μανουήλ υπήρξε μετά το θάνατό του ο μεγαλύτερος γιος του Ισαάκ Κομνηνός, ενώ ο νεότερος γιος του Ιωάννης, υπήρξε ο πατέρας του Αλέξίου Α’ Κομνηνού.
Η κόρη του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, Άννα, στο πολύτομο σύγγραμμά της Αλεξιάς, που ήταν αφιερωμένο στον πατέρα της, αναφέρει την Κασταμονή ως παππώαν πόλιν.
Βυζάντιο και οθωμανική περίοδος
Η πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αι. αποτέλεσε μήλον της Έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων.
Ο Ιωάννης Β’ Μέγας Κομνηνός (ο Καλοϊωάννης) το 1130 επεχείρησε την πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων που είχαν καταλάβει την Κασταμονή, κατά την οποία η πόλη ανακαταλήφθηκε από την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Τότε στην πόλη τελέστηκαν μεγάλες θριαμβικές εορτές για το επιτυχές αποτέλεσμα.
Έναν χρόνο μόλις μετά οι Σελτζούκοι επανήλθαν και άρχισαν να πολιορκούν την πόλη. Τότε ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός ξεκίνησε και πάλι εκστρατεία, και αυτή τη φορά ανακατέλαβε την πόλη μαζί με τη Γάγγρα. Ώσπου ο Σουλτάνος Μεχμέτ επικράτησε και την ενέταξε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1393.
Κατά την οθωμανική περίοδο έγινε σαντζάκι (sanjak = πρωτοβάθμια διοικητική μονάδα, αντίστοιχη δηλαδή με τις περιφέρειες της σημερινής Ελλάδας) του κράτους της Ανατολίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ στην Κασταμονή
Στις 23 Αυγούστου 1925 επισκέφτηκε την πόλη ο Μουσταφά Κεμάλ και στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού και εκδυτικισμού της Τουρκίας κήρυξε την Επανάσταση του Καπέλου (Şapka Devrimi), απευθύνοντας πολιτική ομιλία προς τα μέλη του τότε Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, του οποίου ήταν αρχηγός.
Ουσιαστικά πρόκειται για προτροπή της υιοθέτησης του ευρωπαϊκού τύπου ένδυσης και χρήσης καπέλων δυτικού τύπου με γείσο, ως ένδειξη πολιτισμένης περιβολής για την κατάργηση του φεσιού (το κόκκινο τσόχινο σκουφί που αποτελούσε από την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ το καθιερωμένο κάλυμμα κεφαλής των Οθωμανών).
Η κατάργηση θεσπίστηκε με νόμο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ο χώρος που πραγματοποίησε την ομιλία του ο Κεμάλ, είναι ακριβώς δίπλα στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, όπου σήμερα στη συγκεκριμένη αίθουσα εκτίθενται φωτογραφίες κι έγγραφα από εκείνη την ημέρα.
Η πόλη σήμερα
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καλφόγλου, στα τέλη του 19ου αιώνα η Κασταμονή κατοικούταν από 23.000 μουσουλμάνους και 2.000 ορθόδοξους.
Η σύγχρονη πόλη έχει χρώμα και αγέρα Ανατολίας. Απλώνεται μεταξύ δύο λόφων και διαρρέεται από ένα ποτάμι. Οι ετερόκλιτες αρχιτεκτονικές κατασκευές των κτηρίων που την απαρτίζουν μαρτυρούν τη μακραίωνη ιστορία της.
Τόσο στο κέντρο, όσο και σε πιο απόκεντρες περιοχές, διατηρούνται κτίσματα αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, γεγονός που μαρτυρά ότι η Κασταμονή ήταν διοικητικό κέντρο, ειδικά κατά τη διάρκεια των οθωμανικών περιόδων.
Σ′ αυτά τα παλιά αρχοντικά σήμερα φιλοξενούνται κρατικές υπηρεσίες, σχολεία, αλλά και μουσειακοί χώροι, όπως το Εθνογραφικό Μουσείο στο Μέγαρο Λίβα Πασά, που χτίστηκε το 1887 και ανακαινίστηκε πλήρως το 1997.
Στους τρεις ορόφους αυτού του αρχοντικού εκτίθενται φωτογραφίες που σχετίζονται με το πρόσφατο παρελθόν της πόλης, όπως και είδη λαϊκής χειροτεχνίας, υφαντά, είδη λιθογραφίας και ξυλουργικής, μαγειρικά σκεύη.
Ο τελευταίος όροφος του μουσείου παρουσιάζει τον οίκο ενός αστικού σπιτιού της Κασταμονής στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα.
Στο κέντρο της πάλης υπάρχουν πολλά τζαμιά και κρήνες οθωμανικής τεχνοτροπίας, ενώ δεν σώζεται καμία χριστιανική εκκλησία.
Διασχίζοντας την παραποτάμια οδό ο επισκέπτης συναντά στο διάβα του το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο είναι ένα από τα κορυφαία μουσεία της Τουρκίας όσον αφορά τον αριθμό των έργων. Σύμφωνα με στοιχεία του 2015, υπάρχουν 32.904 έργα, εκ των οποίων τα 31.282 είναι νομίσματα.
Το μουσείο άρχισε να λειτουργεί ως αποθήκη το 1945 και άνοιξε επίσημα το 1951.
Στο μουσείο εκτίθενται γλυπτά, επιτύμβιες στήλες, σαρκοφάγοι, έργα από πέτρα, μέταλλο, τερακότα και γυαλί, καθώς και το γυάλινο κοχύλι από την εποχή των Χετταίων που αποτελεί ένα από τα σπάνια ευρήματα της παγκόσμιας αρχαιολογίας.
Πρέπει να σημειώσουμε πως το κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου παλαιότερα στέγαζε την οργάνωση των Νεότουρκων Εταιρεία Ένωσις και Πρόοδος (1910) και τα διαβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας (1921).
Από την αυλή του μουσείου ο επισκέπτης ατενίζει το κάστρο των Κομνηνών που αιώνες τώρα στέκει ακοίμητος φρουρός της πόλης κι αποτελεί ένα από τα κυριότερα σύμβολα της Κασταμονής.
Το κάστρο, που έκτισε ο Ιωάννης Β΄ ο Κομνηνός τον 12ο αιώνα, βρίσκεται σε έναν βράχο 120 μέτρων στα δυτικά της πόλης. Μόνο το εσωτερικό του τμήμα σώθηκε από το αρχικό κτίσμα. Τα εξωτερικά τείχη καταστράφηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι αλλαγές που πέρασε το κάστρο σε διάφορες περιόδους το ανάγκασαν να αντικατοπτρίζει περισσότερο μια τουρκική αρχιτεκτονική, παρά μια μεσαιωνική βυζαντινή κατασκευή. Υπάρχουν στέρνες, μπουντρούμια, σήραγγες διαφυγής και ένας τάφος που ονομάζεται Bayraklı Sultan. Το καλοκαίρι του 2019 πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης.
Στις υπώρειες του κάστρου απλώνονται συνοικίες με παλιές γραφικές κατοικίες, ως δείγμα της ιστορίας το πρόσφατου παρελθόντος της πόλης.
Από το κάστρο ατενίζεις όλη την Κασταμονή απ’ άκρου εις άκρον. Απέναντι στο βάθος διακρίνεις τον Πύργο του Ρολογιού, που χρόνια τώρα χρονόμετρα ασταμάτητα τη ζωή της Κασταμονής.
Από το κάστρο ατενίζεις και την ονομαστή Παπαζόγλειο Αστική Σχολή (Kırkodalı Konağı), το αρχοντικό με τις σαράντα αίθουσες, που βρισκόταν στην παλιά ρωμαίικη γειτονία, περικυκλωμένη από παραδοσιακά αρχοντικά.
Χτίστηκε από τον μεγαλέμπορο Γιουβανάκη Παπάζογλου και διέθετε νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο, αρρεναγωγείο, αίθουσες για τους δασκάλους και για τις συναθροίσεις των δημογερόντων, καθώς και ένα μικρό διαμέρισμα για τον μητροπολίτη Νεοκαισάρειας ο οποίος χρειαζόταν ένα κατάλυμα όταν περιόδευε στην επαρχία της Κασταμονής.
Η σχολή λειτουργούσε μέχρι το 1922 ενώ σήμερα στο κτίριο στεγάζεται ιδιωτικό κολέγιο.
Γιοβάν Τσαούς
Στην Κασταμονή γεννήθηκε το 1893 και μεγάλωσε ο Γιάννης Ετσιρσίδης, Έλληνας ποντιακής καταγωγής λαϊκός συνθέτης ρεμπέτικων τραγουδιών.
Υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό ως çavuş (λοχίας) απ’ όπου και έμεινε το προσωνύμιο.
Αν και εξαιρετικά ταλαντούχος και γνωστός μουσικός στην Τουρκία –έπαιζε πιάνο, βιολί, τζουρά, σάζι, ούτι, μπουζούκι, μπαγλαμά και ταμπουρά–, δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική.
Από το 1922 που ήρθε στην Ελλάδα, ο Γιοβάν Τσαούς συνέβαλε ιδιαίτερα στη δημιουργία και στην εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού ως δάσκαλος μουσικής. Πέθανε στην Αθήνα το 1942.
Ενθύμιο από την Κασταμονή
Οι εικόνες που εισπράττει ο επισκέπτης στην Κασταμονή και απαθανατίζει στη φωτογραφική του μηχανή σίγουρα είναι το καλύτερο ενθύμιο, μιας και βλέποντας, μυρίζοντας και αγγίζοντας μνημεία αιώνων διακτινίζεσαι στο χρόνο και αφουγκράζεσαι την ιστορία.
Υπάρχουν όμως και γευστικά ενθύμια, που θα τέρψουν τον ουρανίσκο, όπως είναι τα διάσημα σκόρδα του Taşköprü, η μελάσα σταφυλιού, το ρύζι, η μαρμελάδα σκόρδου και τριαντάφυλλου, καθώς και τα παραδοσιακά χειροποίητα ζυμαρικά.