Ισραηλινοί εισαγγελείς κατηγορούν τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι χρησιμοποιούσε εύνοιες (κοινώς ρουσφέτια) για να επηρεάσει τον κόσμο κατά την επανέναρξη της δίκης του για διαφθορά.
Η συγκεκριμένη δίκη σε συνδυασμό με τα εκλογικά αποτελέσματα που δεν επιτρέπουν το σχηματισμό κυβέρνησης, απειλεί τις προοπτικές του να παραμείνει στο πρωθυπουργικό αξίωμα.
Ο ίδιος έχει αρνηθεί όλες τις κατηγορίες περί δωροδοκιών, κατάχρησης εμπιστοσύνης και απάτης. Αντίθετα θεωρεί ότι είναι το θύμα σε ένα κυνήγι μαγισσών με πολιτικά κίνητρα.
«Η σχέση ανάμεσα στο Νετανιάχου και τους κατηγορούμενους έγινε νόμισμα, κάτι που μπορούσε να είναι ανταλλάξιμο», δήλωσε ο εισαγγελέας Λίατ Μπεν-Αρι παρουσιάζοντας την Υπόθεση 4000, η οποία αφορά τις σχέσεις του ισραηλινού πρωθυπουργού με τον ιδιοκτήτη μεγάλου ειδησεογραφικού site.
«Αυτό το νόμισμα θα μπορούσε να διαστρεβλώνει την κρίση ενός δημόσιου λειτουργού», δήλωσε ο εισαγγελέας.
Ο πρόεδρος του Ισραήλ Ρέουβεν Ρίβλιν έχει ξεκινήσει διαβουλεύσεις με τους αρχηγούς κομμάτων σχετικά με την ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης. Όπως δήλωσε, ηθικά κριτήρια, όπως η έκβαση αυτής της δίκης, είναι ικανά να επηρεάσουν την απόφαση του.
Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν θεωρεί ότι μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και ότι μία πέμπτη πολιτική αναμέτρηση είναι πολύ πιθανή.
Η δίκη
Σκοπός της δίκης είναι να αποδείξουν ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου εξασφάλιζε ευνοϊκή μεταχείριση της μεγαλύτερη εταιρείας τηλεπικοινωνιών του Ισραήλ, της «Bezeq Telecom Israel» με αντάλλαγμα την ευνοϊκή κάλυψη του προσώπου του και της συζύγου του της Σάρα από την ειδησεογραφική ιστοσελίδα Walla.
Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Walla, Ιλάμ Γεσούα, κατέθεσε ότι ελάμβανε βροχή μηνυμάτων , τόσο από τους ιδιοκτήτες του site όσο και από στενούς συνεργάτες του Νετανιάχου. Τα αιτήματα αφορούσαν τη βελτίωση της προβολής του πρωθυπουργού και τη μείωση της κάλυψης ή την επίθεση κατά των πολιτικών του αντιπάλων.