Στις 5 Απριλίου του 1916 ο στρατός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ξεπέρασε τα όρια των προηγούμενων κατακτήσεών του και μπήκε στην πρωτεύουσα του Πόντου, την Τραπεζούντα. Οι Οθωμανοί, φεύγοντας από την περιοχή, την οποία κράτησαν υπό την κυριαρχία τους για 455 χρόνια, δεν πίστευαν πως μπορούσαν κάποτε να γυρίσουν πίσω. Η παρουσία της Ρωσικής Στρατιάς του Καυκάσου στον Πόντο ήταν γεγονός.
Ενώ ο βαλής Τζεμάλ Αζμή μπέης αποχωρούσε από την πόλη και άφηνε την εξουσία στα χέρια της προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Χρύσανθο, δήλωσε το εξής: «Από τους Έλληνες πήραμε τη χώρα τούτη και στους Έλληνες την επιστρέφουμε. Παραδίδουμε σε σας τις εκκλησίες, τις οποίες μετατρέψαμε σε τζαμιά. Κάντε τα πάλι εκκλησίες, αν το θεωρείτε λογικό».
Στις 6 Απριλίου έφθασαν στην Τραπεζούντα οι Ρώσοι στρατηγοί Γιουντένιτς και Λιάχοφ, οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν το ρόλο και τη θέση του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Στις 17 Ιουλίου του ίδιου έτους στην ιστορική πρωτεύουσα του Πόντου έφθασε ο διοικητής των ρωσικών στρατιών του Καυκάσου Μέγας Δούκας Νικολάι Νικολάιεβιτς.
Η ρωσική διοίκηση του Ανατολικού Πόντου, όπως και ο ίδιος ο Τσάρος, αναγνώριζαν τη σημασία της κατοχής της Τραπεζούντας, η οποία έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1461 ως πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Μαζί με το στρατό στην περιοχή στάλθηκε η επιστημονική αποστολή με επικεφαλής τον επιφανή βυζαντινολόγο Φιόντορ Ουσπένσκι.
Ποιος ήταν ο κορυφαίος βυζαντινολόγος
Ο Ρώσος βυζαντινολόγος Φιόντορ Ιβάνοβιτς Ουσπένσκι γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1845 στο χωριό Γκόρκι, της περιοχής Γκάλιτς του Κυβερνείου Κοστρομά της κεντρικής Ρωσίας. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης.
Η μεταπτυχιακή του εργασία το 1874 είχε ως αντικείμενο το έργο του Βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη.
Η διδακτορική εργασία του το 1879 είχε τίτλο «Η ίδρυση του Β’ Βουλγαρικού βασιλείου». Μετά από τη διατριβή του ο Φιόντορ Ιβάνοβιτς εκλέχτηκε καθηγητής του Πανεπιστημίου στην Οδησσό και το 1900 έγινε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης.
Από το 1894 ως το 1914 Φιόντορ Ουσπένσκι ήταν διευθυντής του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1915 ως το 1928 ήταν συντάκτης του ρωσόφωνου περιοδικού Vizantiiski vremennik (Βυζαντινό Χρονικό). Η καριέρα του Φιόντορ Ουσπένσκι συνεχίστηκε και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Το 1917 Φιόντορ Ιβάνοβιτς έγινε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, και το 1925 –της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ.
Το μεγαλύτερο έργο του βυζαντινολόγου Οσπένσκι ήταν η τρίτομη «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», για την οποία αφιέρωσε 25 χρόνια συνεχούς εργασίας. Ο Φιόντορ Ουσπένσκι έφυγε από τη ζωή στις 10 Σεπτεμβρίου 1928 στην πόλη Λένινγκραντ.
Η επιστημονική αποστολή στην Τραπεζούντα
Αρκετά χρόνια μετά την επιστημονική αποστολή και τις έρευνες του Φιόντορ Ιβάνοβιτς Ουσπένσκι στην περιοχή της Τραπεζούντας, το 1929, εκδόθηκε το βιβλίο του στη ρωσική γλώσσα με τον τίτλο Δοκίμια για την ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Ο Ουσπένσκι πρόλαβε να ετοιμάσει το βιβλίο του για την έκδοση λίγους μήνες πριν πεθάνει.
Στην εισαγωγή του στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας αναφέρει το εξής: «Τον Απρίλιο του 1916 ο Ρωσικός στρατός προχώρησε μέχρι την Τραπεζούντα, και καταλαμβάνοντάς τη, κατέκτησε σημαντικά εδάφη γύρω της. Εμένα μου δόθηκε η εντολή να ασχοληθώ με την καταγραφή και την προστασία των αρχαιολογικών μνημείων της Τραπεζούντας και έτσι έπρεπε να περάσω δύο καλοκαίρια εκεί το 1916 και το 1917 ως επικεφαλής της αποστολής και να εξοικειωθώ επιτόπου με τα μνημεία, με τον πληθυσμό στο έδαφος της πρώην αυτοκρατορίας και με τις φυσικές ιδιότητες της χώρας. Περιττό να πω, πόσα μου αποκαλύφθηκαν, όταν γνώρισα άμεσα την περιοχή που κατείχε η πρώην αυτοκρατορία».
Ο Φιόντορ Ουσπένσκι στο βιβλίο του τονίζει πως η ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους της ρωσικής ιστορικής επιστήμης για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας βασίζεται στο ρωσικό εθνικοκρατικό ενδιαφέρον. Οι Ρώσοι αντιλαμβάνονταν πως απελευθέρωσαν μια αυτοκρατορία, η οποία για πάνω από 250 χρόνια ήταν φύλακας των παραδόσεων της Ρωμαιοβυζαντινής Αυτοκρατορίας στη διοίκηση και το δίκαιο, στην επιστήμη και την τέχνη.
Εκτός από αυτό, όλο αυτό το διάστημα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είχε υπό τον έλεγχό της τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών διατηρούσε υπό την εξάρτησή της τις πόλεις στη νότια ακτή της Κριμαίας και είχε καλές σχέσεις με το ανεξάρτητο πριγκιπάτο του Θεόδωρου της Κριμαίας. Ο Φιόντορ Ουσπένσκι αναφέρει και τον επίσημο τίτλο των αυτοκρατόρων «ο πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας (Υπερπόντια γη)».
Η αδιάκοπη παρουσία των Ελλήνων του Πόντου στο χώρο της πρώην Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έβαζε σε σκέψη τους Ρώσους, οι οποίοι στο τέλος του 18ου αιώνα προσάρτησαν στα εδάφη τους τη βόρεια παρευξείνια περιοχή και το 1916 μπήκαν στην ιστορική πρωτεύουσα του Εύξεινου Πόντου. Η επιστημονική έρευνα στην Τραπεζούντα και τη γύρω περιοχή εκείνο τον καιρό κατέστη απαραίτητη για τους Ρώσους. Αναμενόταν να συνεχιστεί η προσάρτηση των κατεχόμενων από τους Οθωμανούς εδαφών και έπρεπε να οργανωθεί η διοίκησή τους σε συνεργασία με τους ντόπιους Έλληνες και άλλους λαούς της περιοχής.
Ο Φιόντορ Ουσπένσκι αναφέρει, επίσης, πως η μελέτη της ιστορίας της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας δεν προσέλκυσε νωρίτερα την προσοχή των δυτικών και των Ρώσων μελετητών λόγω της υπερβολικής έλλειψης γραπτών πηγών. Όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε ο σημαντικός αριθμός διατηρημένων αρχιτεκτονικών και πολιτιστικών μνημείων. Πριν από τη ρωσική κατοχή στον Πόντο οι ερευνητές αντιμετώπιζαν δυσκολίες στις προσπάθειές τους να έχουν πρόσβαση στα θρησκευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα της περιοχής. Οι Οθωμανοί απέκλειαν οποιεσδήποτε μελέτες, που είχαν σχέση με τους ντόπιους λαούς της Αυτοκρατορίας, ειδικά στην ενδοχώρα.
Ο Φιόντορ Ουσπένσκι ξεκίνησε τις έρευνές του με σκοπό να καλύψει όλες τις πτυχές της οργάνωσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και τόνισε το ρόλο της ως πρωτεύουσας «… η πόλη Τραπεζούντα είχε πιο ουσιαστική σημασία σε σχέση με τις πρωτεύουσες άλλων μεσαιωνικών κρατών. Στην Τραπεζούντα χτυπούσε ο παλμός της περιφερειακής ελληνικής αυτοκρατορίας, περήφανης για τον πολιτισμό της, την προηγούμενη ιστορία της και τη μόρφωση…».
Η Τραπεζούντα τραβούσε την προσοχή του βυζαντινολόγου Ουσπένσκι.
Σε αυτήν πριν από την Άλωση από τους Οθωμανούς εισέρρεαν τα πλούτη που προέρχονταν από το παγκόσμιο εμπόριο. Στην πρωτεύουσα έφθαναν οι πιο ισχυροί και πλούσιοι επαρχιώτες, οι στρατιωτικοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι. Μεγάλος αριθμός εργατών έψαχνε για εργασία στο λιμάνι. Στην κάτω πόλη περίμεναν αμέτρητα καραβάνια από την Ανατολή με εμπορεύματα για την Ευρώπη και με τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα για τις χώρες μέχρι την Άπω Ανατολή.
Ο Φιόντορ Ιβάνοβιτς Ουσπένσκι συνέχισε με ζήλο τις έρευνές του έως το 1918, οπότε η Σοβιετική Ρωσία μετά τη Συμφωνία Ειρήνης του Μπρέστ-Λιτόφσκ παρέδωσε στους Τούρκους τις περιοχές του Ανατολικού Πόντου και του Καρς.
Σταμάτησαν οι μελέτες. Σταμάτησε η ιστορία των Ελλήνων του Πόντου στον ιστορικό τους τόπο.
Οι απόγονοι των ιδρυτών του Βασιλείου του Πόντου και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας μετά από σχεδόν 3.000 χρόνια αδιάκοπής παρουσίας στο νότο του Εύξεινου Πόντου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πατρίδα τους κυνηγημένοι από τους μεσαιωνικούς τους κατακτητές.