Στον Πόντο οι νηστείες, η νεστεία- τα νεστείας, και δη η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής τηρείτο με μεγάλη αυστηρότητα και ευλάβεια από όλους, μικρούς και μεγάλους.
Η ίδρυση της εκκλησίας του Χριστού στον Πόντο
O Απόστολος Ανδρέας, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ήταν ο πρώτος που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει Απόστολος, γι’ αυτό και στην ορθόδοξη παράδοση συχνά αποκαλείται «Πρωτόκλητος». Κατά την ορθόδοξη παράδοση, θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου το 38μ.Χ. Μετά την Πεντηκοστή και το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, με τον αδερφό του Πέτρο και άλλους μαθητές βρέθηκαν στη Σινώπη του Ευξείνου Πόντου και εκεί έδρασε ανάμεσα στους Εθνικούς και Ιουδαίους, έχοντας ως ορμητήριο τη Σινώπη.
Στην δεύτερη περιοδεία του, μέσω της Αντιοχείας, πήγε στην Έφεσο, τη Λαοδίκεια της Φρυγίας, στη Νίκαια και την ευρύτερη περιοχή της Βιθυνίας, τη Νικομήδεια, τη Χαλκηδόνα, την Άμαστρη, για να καταλήξει και πάλι στη Σινώπη. Τέλος επισκέφτηκε τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα, για να επιστρέψει για λίγο στη Σινώπη. Στη συνέχεια πέρασε από το Βυζάντιο, την Ηράκλεια της Θράκης, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο με τελικό σταθμό την Πάτρα.
Ο χριστιανισμός πρόσφερε στον Έλληνα του Πόντου την ελπίδα, ότι με τον θάνατο δε σβήνει η ζωή, η ψυχή σε χάνεται. Με την Ανάσταση των νεκρών, οι ευσεβείς και ενάρετοι, θα κερδίσουν την αιώνια ζωή.
Η νηστεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας αναφέρει για τη νηστεία: «Όταν ο Θεός είπε “Δεν θα φάγετε” στους πρωτοπλάστους, τους έβαλε νόμο νηστείας και εγκρατείας. Εάν η Εύα δεν έτρωγε από τον καρπό του δένδρου εκείνου, δεν θα είχαμε ανάγκη σήμερα από τη νηστεία. Επειδή δε νηστεύσαμε, διωχθήκαμε από τον Παράδεισο. Ας νηστέψουμε λοιπόν, για να μπούμε πάλι σε Αυτόν».
Κάθε Χριστιανός οφείλει να νηστεύει κατά τις νηστείες, όπως καθορίστηκαν από την Μητέρα Εκκλησία. Εκκλησιαστικά, νηστεία εννοείται η λήψη ξηράς τροφής, άνευ ελαίου, οίνου ή άλλης λιπαρής ουσίας και μόνο μια φορά την ημέρα, κατά την ενάτη ώρα.
Στο Βυζαντινό ωρολόγιο, η ενάτη ώρα αντιστοιχεί περίπου με τις 3 μετά το μεσημέρι. Αν κάποιος φάει έστω και λίγο ψωμί πάνω από μια φορά την ημέρα, τότε αυτό λέγεται λύση της νηστείας. Αν κάποιος φάει μια λιπαρή τροφή ή πιει ένα οινοπνευματώδες ποτό, τότε αυτό λέγεται κατάλυση της νηστείας.
Η νηστεία στον Πόντο
Στον Πόντο επικρατούσε η άποψη πως οι νηστείες πρέπει να τηρούνται αυστηρά, χωρίς παρασπονδίες και καταλύσεις σταδιακά. Ο φανατισμός για την αυστηρή τήρησή τους μεγάλωνε και με την Αγία Επιστολή, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που κυκλοφορούσε ευρύτατα μεταξύ του λαού. Πολλοί την είχαν και για φυλαχτό. Αναγράφεται στην αρχή ότι «Η επιστολή αύτη ευρέθη εις την Αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ επάνω εις το χωρίον Γεθσημανή εις τον Τάφον της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.»
Ύστερα από αφορισμούς και απειλές για την παράβαση διαφόρων εντολών, γράφει η Αγία επιστολή και για τις νηστείες «Υπάγετε, αχάριστοι και αχόρταγοι, όπου διά τον θεόν την κοιλίαν σας προσκυνάτε και λατρεύετε, μη βαστώντες τας Τεσσαρακοστάς, αλλά καταλύετε κρέας και οψάριον, μη βαστώντες τας Τετάρτας και τας Παρασκευάς, αλλά καταλύετε κρέας και οψάριον και ει τι άλλο σας εδίδασκεν ο διάβολος, διά να τον αρέσητε.»
Αυτός ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να τηρείται η νηστεία αυστηρότατα και απαραβίαστα με την πρέπουσα πάντα θεοφοβούμενη ευλάβεια, σε συνυφασμό βέβαια με το επίπεδο ανάπτυξης και τη συναφή νοοτροπία του λαού στα χρόνια και τα μέρη εκείνα. Λίγα χρόνια πριν την Ανταλλαγή, υπήρχαν κάποιοι που χαλούσαν τη νηστεία και έτρωγαν κρυφά, εματζήριζαν. Αν, όμως, ανακαλύπτονταν, τους θεωρούσαν κολασμένους και τους περιφρονούσαν με κοροϊδίες και αφορισμούς.
Στα παλαιότερα χρόνια, η νηστεία τηρείτο τόσο αυστηρά, ώστε έφταναν στο σημείο να λιθοβολήσουν εκείνον που θα χαλούσε τη νηστεία του, ίντσαν εματσήριζεν ετασλάεβαν ατόν και τον αποκαλούσαν κοιλόθρησκον.
Ως και οι άρρωστοι, ακόμα και οι λεχώνες και τα μικρά παιδιά νήστευαν και μόνο όταν υπήρχε σοβαρός λόγος έτρωγαν γάλα, γιαούρτι ή σούπα από κοτόπουλο. Οι πεθερές δε, καλές και κακές, δεν επέτρεπαν επ’ ουδενί λόγω στις λεχώνες νύφες τους ν’ αρτυθούν. Τις έλεγαν μάλιστα με αρκετή δόση εμπάθειας και πουριτανισμού «Ντό έχ’ς και α μαντσηρίεις; Μαχανάν αραεύς; Τιδέν κ’ έχ’ς. Η ευλάβεια σ’ κι άλλο καλλίον α λαρών τσε.». Τι έχεις και θα αρτυθείς; Προφάσεις γυρεύεις. Δεν έχεις τίποτε. Η ευλάβειά σου καλύτερα θα σε γιατρέψει.
Αν τύχαινε να ματώνει η μύτη, το δόντι ή το χείλι κανενός κι έτρεχε αίμα, του έλεγαν όλοι με φωνές να το φτύσει, για να μην το καταπιεί και μαντζηρίζ’. Το ίδιο συνέβαινε αν κάποιος ανυποψίαστος έβαζε στο στόμα του κάτι αρτύσιμο.
Η Μεγάλη Σαρακοστή
Σε όλο το διάστημα της Μεγάλης Σαρακοστής, το Τρανόν η Σαρακοστή ή απλώς η Σαρακοστή, όπως την έλεγαν, η νηστεία εφαρμοζόταν στην πιο άτεγκτη μορφή της.
Αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα, όπου άρχιζε μια αυστηρή και σχολαστική καθαριότητα στο σπίτι. Από το πρωί, έβραζαν νερό με στάχτη και καθάριζαν όλα τα χαλκωματένια μαγειρικά σκευή και σύνεργα του φαγητού.
Επίσης όλα τα ξύλινα είδη κρεατοκούρια (κρεατοσάνιδα), ψαροσάνιδα, κοβλάκια και κολληστέρια (ξύλινα δοχεία για βούτυρο και γιαούρτι), καρσάνια (ξύλινες στρογγυλές λεκάνες), τα μετέφεραν στην παραλία, στις παραθαλάσσιες πόλεις και τα καθάριζαν με άμμο, τα έξυναν με μαχαίρια και τα ξέπλεναν με θαλασσινό νερό. Εκτός των άλλων στην παραλία, κατά τη διάρκεια του καθαρισμού των σκευών γινόταν και άγριο κουτσομπολιό για όλα τα σκάνδαλα και τα επεισόδια των δυο τελευταίων εβδομάδων του Τριωδίου, καθώς σαφώς και για τις νοικοκυρές που δεν είχαν κατέβει με τα σκεύη τους για τον καθιερωμένο καθαρισμό. Στα παλαιότερα χρόνια που χρησιμοποιούσαν ξύλινα κουτάλια, συνήθιζαν να τα έχουν διπλά. Με την είσοδο της Σαρακοστής απέσυραν εκείνα που χρησιμοποιούσαν για αρτυμένα φαγητά και χρησιμοποιούσαν αυτά που είχαν αποκλειστικά για τα νηστίσιμα φαγητά. Έλεγαν, πως όσο και να πλυθούν τα ξύλινα κουτάλια δεν καθαρίζονται από το λίπος που έχουν ρουφήξει κι έτσι υπήρχε κίνδυνος τρώγοντας με τα ίδια κουτάλια να καταλύσουν.
Τα φαγητά που είχαν περισσέψει από την Κυριακή της Τυρινής, εμπονέστια, τα έδιναν στις φτωχές Τουρκάλες. Πολλές φορές μάλιστα τύχαινε να περισσέψουν ολόκληρες κατσαρόλες με φαγητά και ταψιά με γλύκα και τα έδιναν όλα. Συνήθιζαν να λένε, Οσήμερον οι Τουρξάδες α έχ’νε μπαϊράμ, σήμερα οι Τουρκάλες θα έχουν γιορτή.
Την Κυριακή της Τυρινής το βράδυ, το τελευταίο που έτρωγαν, πριν κοιμηθούν, και σφράγιζαν κατά κάποιο τρόπο το στόμα τους, ήταν ένα βραστό αυγό λέγοντας: με τ’ ωβόν εβούλωσα το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατό, με τ’ αυγό το βούλωσα, το στόμα, με τ’ αυγό θα το ανοίξω, μιας και το πρώτο που έτρωγαν μετά την Θεία Κοινωνία το Πάσχα, ήταν το πασχαλινό αυγό.
Σε κάθε σπίτι, οι γριές ήταν οι άγρυπνοι κέρβεροι που δεν επέτρεπαν να αρτυθεί κανένας. Εάν είχαν οποιεσδήποτε αμφιβολίες περί κατάλυσης λαδιού, που επιτρεπόταν σαββατοκύριακα, ρωτούσαν τον παπά: Πάτερ, οσήμερον λάδ’ φαγίζ΄; Πάτερ, σήμερα επιτρέπεται να φάει κανείς λάδι;
Ο κουκαράς
Τα μικρά παιδιά, που έπρεπε κι αυτά να νηστεύουν, προσπαθούσαν μέσω ιστορήσεων, για τον Χριστούλη και την Παναγία, να τα μεταδώσουν την ευλάβεια. Στις περιπτώσεις, όμως, που έκλαιγαν και αρνούνταν να νηστέψουν, είχαν επινοήσει τη φοβέρα του κουκαρά. Ένα κρεμμύδι μεγάλο, με μεγάλες μουστάκες, ίνες, της ρίζας του, μαυρισμένο καλά και οι μουστάκες το ίδιο κι μάτια άσπρα, φτιαγμένα με κιμωλία. Στη μεγάλη διάμετρο της μέσης του, γύρω γύρω, μπηγμένα κάθετα και με ίσα διαστήματα μεταξύ τους, εφτά φτερά από κότα, όσες και οι εβδομάδες της Σαρακοστής. Το έδεναν από το αποξηραμένο στέλεχος και το κρεμούσαν το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, στη μέση του ταβανιού της τραπεζαρίας.
Μόλις ξυπνούσαν τα παιδιά, το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, πήγαιναν με περιέργεια, αλλά και με φόβο να δουν τον κουκαρά. Μάλιστα έξω στη γειτονιά, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον: ο κουκαράς σε σέτερα πα έρθεν;, ο κουκαράς ήρθε και σε σας;
Κάθε Κυριακή αφαιρούσαν κι ένα φτερό, ώστε με το τέλος της Σαρακοστής έμενε γυμνός. Τα φτερά τα έβγαζαν κρυφά από τα παιδιά κι όταν ρωτούσαν τι απέγινε το φτερό, τους απαντούσαν: επέθανεν είνας καλογρίτσα κι έρθεν επήρεν α, πέθανε μια καλογριούλα και ήρθε και το πήρε. Όταν στο τέλος της Σαρακοστής απογυμνωνόταν ο κουκαράς, τον ξεκρέμαγαν κρυφά κι έλεγαν: ο κουκαράς έφυεν και α έρται του χρόνου, ο κουκαράς έφυγε και θα έρθει του χρόνου.
Το Θοδώρισμαν
Περισσότερο οι γυναίκες και τα κορίτσια, σε σχέση με τους άντρες, την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής, έκαναν μια απόλυτη νηστεία. Από την Καθαρά Δευτέρα ως την Τετάρτη, δεν έτρωγαν και δεν έπιναν τίποτα. Την Τετάρτη μετά την εκκλησία έτρωγαν, για να συνεχίσουν τη νηστεία ως το Σάββατο, των Αγίων Θεοδώρων, οπότε και μεταλάμβαναν και κατόπιν έτρωγαν.
Αυτό ήταν το Θοδώρισμαν. Όσες δε μπορούσαν ν’ αντέξουν, κρατούσαν την απόλυτη νηστεία ως την Τετάρτη. Δε συνέχιζαν και το δεύτερο τριήμερο, που τ’ αποκαλούσαν ουράδ’.
Μάλιστα πολλά κορίτσια, κάνανε τάμα να κρατήσουν τη νηστεία αυτή, δηλ να Θοδωρίζνε, εφτά χρόνια συνέχεια, για να καλοπαντρευτούν. Την Τετάρτη, της πρώτης εβδομάδας, συνήθιζαν να παρασκευάζουν σε κάθε σπίτι σογανλούγια, που ήταν πίτες με κρεμμύδι, ψίχα από καρύδια ή φουντούκια και πιπέρι, που τα έψηναν στο σάτζ’ (σιδερένιο θολωτό έλασμα που το τοποθετούσαν πάνω σε πυροστιά κι έψηναν συνήθως πίτες και ζυμάρια), γιατί τις έκαμαν αλάδωτες.
Οι μνηστευμένοι μάλιστα, έστελναν στις αρραβωνιαστικιές τους το σινίν με τα Θοδωρέσια. Επρόκειτο για έναν μεγάλο δίσκο που περιείχε σογανλούγια, δέκα λαβάσια, λαγάνες, χαλβά, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Τον δίσκο τον επέστρεφαν το Σάββατο, με φτιαγμένο συνήθως μπουρέκι, ενώ έστελναν δώρα για τον γαμπρό και τους δικούς του, κυρίως κάλτσες.
Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι ηλικιωμένες, νήστευαν όλη μέρα και μόνο μια φορά τη ημέρα, μετά τον εσπερινό έτρωγαν.
Η μεγάλη αυστηρότητα της νηστείας και η πιστή τήρησή της, είχε ως αποτέλεσμα να βλέπει κανείς φυσιογνωμίες ασκητικές, εις το τέλος της Μ. Εβδομάδας, αλλά και πρόσωπα γαλήνια και φωτεινά από ευλάβεια.