Η οργάνωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ιδρύθηκε το 1928 από τον Χασάν αλ Μπάννα και αναπτύχθηκε με πρόταγμα την ενότητα του ισλαμικού κόσμου έναντι της Δύσης.
Κατά το πέρασμα των δεκαετιών, η δράση της έλαβε σαφώς πολιτικά χαρακτηριστικά, ενώ η γεωστρατηγική συγκυρία του ξεσπάσματος της «Αραβικής Άνοιξης» επέτρεψε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους να εισέλθουν δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο κρατών, όπως η Αίγυπτος όπου νομιμοποιήθηκαν ως οργάνωση το 2011.
Η Τουρκία του Ερντογάν επένδυσε πολλά στη Μουσουλμανική Αδελφότητα σε πολιτικό επίπεδο, μιας και το οικονομικό καλύπτεται διαχρονικά από το συνεργαζόμενο με την Άγκυρα, Κατάρ.
Λειτουργούσα κατά τα προηγούμενα έτη είτε ως κυβερνητικός πόλος ισχύος (Τυνησία, Μαρόκο) είτε ως αντιπολιτευτικός (Αλγερία, Τυνησία), είτε ως εμπόλεμο μέρος (Υεμένη, Λιβύη, Συρία), η εν λόγω οργάνωση έχει αναπτύξει γραφειοκρατία, διαθέτει συγκροτημένη δομή και κατά συνέπεια έχει καλλιεργηθεί στο εσωτερικό της το ορθολογικό κριτήριο κατά τη λήψη των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, λειτουργεί με όρους κόστους-οφέλους και αναλαμβάνει διαφορετικές δράσεις, ανάλογα με τις επιμέρους περιστάσεις.
Εντούτοις, η συγκεκριμένη συγκρότηση –προσομοιάζουσα σε κρατική– της Μουσουλμανικής Αδελφότητας εξηγείται και μέσω της στενής συμπόρευσής της με κρατικούς δρώντες, και κυρίως με την Τουρκία. Εργαλειοποιούμενη επιστρατεύεται σε πεδία στα οποία η Άγκυρα δεν θα μπορούσε να πλησιάσει (Αίγυπτος) ή δεν διαθέτει τη νομιμοποίηση να προβάλει άμεσα και εκτεταμένα ισχύ (Λιβύη).
Παράλληλα, η επίκληση της οργάνωσης υποβοηθά στην ελαχιστοποίηση του ειλημμένου στρατηγικού κόστους από την Τουρκία σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους, ενώ καθίσταται διαχειρίσιμη η αρνητική στρατηγική εικόνα της Άγκυρας ως οθωμανική δεσποτική δύναμη, και έπειτα –κατά την ψυχροπολεμική περίοδο– ως αμιγώς εκκοσμικευμένο φιλοδυτικό καθεστώς.
Υπό τους ως άνω όρους, το «άδειασμα» των Αδελφών Μουσουλμάνων από την Τουρκία ουδόλως θα αποτελούσε έκπληξη, όπως και η αδυναμία αντίδρασης της οργάνωσης σε μια τέτοια μεταστροφή, τουλάχιστον στο επίπεδο των βασικών δομών συγκρότησης.
Τούτο συνέβη προσφάτως στην περίπτωση της Αιγύπτου, όπου εν ονόματι της τουρκικής απόπειρας επαναπροσέγγισης του Καΐρου δόθηκε ντιρεκτίβα από την Άγκυρα προς τα δίκτυα της Αδελφότητας στην Αίγυπτο να σταματήσουν την κριτική προς την κυβέρνηση αλ Σίσι.
Προφανώς και ο Ερντογάν δεν αφοπλίζεται και δεν υποθηκεύει το μέλλον μιας οργάνωσης στης οποίας την εδραίωση έχει συμβάλει καθοριστικά μετατρέποντας αυτή σε «μακρύ χέρι» της πολιτικής του.
Η εν λόγω υπερκρατική δομή συνιστά εχέγγυο για την πραγμάτωση των νεοοθωμανικών βλέψεων του και θα συνεχίσει να υπάρχει έστω σε λανθάνον επίπεδο ως στρατηγικό εργαλείο προς χρήση. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που η Αίγυπτος αδυνατεί να εμπιστευτεί την Τουρκία και θα εξακολουθήσει για πολύ μεγάλο διάστημα ακόμη. Παρ’ όλα αυτά, έχει κάθε λόγο να την εργαλειοποιήσει εκ νέου, «κατεβάζοντας» ή «ανεβάζοντας το διακόπτη» ανάλογα με τις βουλήσεις και την πορεία των διμερών σχέσεων με την Αίγυπτο του αλ Σίσι.
Το πρόβλημα για την Τουρκία αφορά το βαθμό εναρμόνισης αυτών των πρακτικών με τη θέση στο πλανητικό σύστημα και τη διαλεκτική της με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Πού τοποθετούνται οι ΗΠΑ και σε ποιο βαθμό είναι έτοιμες να ανεχτούν τις τουρκικές παλινωδίες; Ποιο είναι το σημείο καμπής για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, δεδομένου ότι διαπιστώνεται συνεργασία σε κάποιους τομείς και ανταγωνισμός σε κάποιους άλλους; Υπάρχουν περιθώρια ήττας για την Τουρκία στη Λιβύη και ποιος θα επωφεληθεί μιας τέτοιας ενδεχόμενης εξέλιξης;
Η συζήτηση επί της συγκεκριμένης προβληματικής οφείλει να στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο Ερντογάν είναι αυστηρά κρατοκεντρικός, ήτοι ενεργεί με βάση το τουρκικό εθνικό συμφέρον και όχι με άξονα την εκπλήρωση «μεταφυσικών οραμάτων».
Έτσι, η Τουρκία είναι πανέτοιμη να συμμαχήσει με τον οποιονδήποτε που είναι διατεθειμένος να τη βοηθήσει στη γεωπολιτική ανέλιξή της, δίχως βουλησιαρχικά στεγανά. Είναι όμως και αρκετά ορθολογική ώστε να στηρίξει τις επί πολλά έτη επενδύσεις της στη δημιουργία στρατηγικών μέσων άσκησης πίεσης και γεωστρατηγικής εδραίωσης.