Έναν χρόνο μετά την κήρυξη της Επανάστασης, η Χίος πνίγεται στο αίμα από τον οθωμανικό στρατό. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες σφαγιάζονται με τη συνδρομή άτακτων μουσουλμάνων που καταφτάνουν από τις ακτές της Μικράς Ασίας με κάθε είδους πλεούμενο.
Πολλές πηγές αναφέρουν ότι 42.000 Χιώτες χάνουν τη ζωή τους, 23.000 διαφεύγουν στο εξωτερικό και την ηπειρωτική Ελλάδα και 50.000 γίνονται σκλάβοι. Οι διασωθέντες φτάνουν μόλις τα 1.500-2.000 άτομα.
Η καλλιέργεια μαστίχας τον πρώτο χρόνο της επανάστασης «προστατεύει» το νησί. Οι Οθωμανοί συνεχίζουν να παρέχουν προνόμια και η ελληνική κοινότητα είναι στην ακμή της· το 1822 οι Έλληνες υπολογίζονται στους 117.000. Όμως υπό το φόβο ότι θα επιχειρηθεί να εκδιωχθεί η οθωμανική διοίκηση, μπαίνει τοποτηρητής ο σκληρός Βαχίτ πασάς.
Τα καταναγκαστικά έργα για την ενίσχυση των οχυρώσεων, η συντήρηση του «μαχαιροφόρου όχλου» με την απειλή της βίας, οι αρπαγές και οι δολοφονίες χωρίς καμία τιμωρία κάνουν πλέον επιβεβλημένη την εξέγερση για τον ελληνικό πληθυσμό.
Ήδη από τον Ιούλιο του 1821 ο Ιωάννης Ράλλη, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό, καταστρώνει το σχέδιο. Όμως πείθεται ότι είναι ακόμα νωρίς· σε αυτό συμφωνεί και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Έρχεται, όμως, ο Μάρτιος του 1822 και η κατάσταση στη Χίο… μυρίζει μπαρούτι. Ο άλλοτε αξιωματικός του Ναπολέοντα Αντώνιος Μπουρνιάς φτάνει στη Σάμο με 200 άνδρες και «στρατολογεί» τον Λυκούργο Λογοθέτη.
Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των γεγονότων θεωρείται η καθυστέρηση στην αποστολή βοήθειας από τη λεγόμενη κεντρική κυβέρνηση, η οποία πρακτικά δεν έχει εξουσίες, την ώρα που ανοργάνωτες εξεγέρσεις γίνονταν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Έτσι, η μόνη βοήθεια που υπάρχει στο νησί είναι από τους Ψαριανούς.
Ακόμα, το όλο επαναστατικό εγχείρημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει εξαιτίας της διχόνοιας μεταξύ των δύο ηγετών –«ο σώζων εαυτόν σωθήτω» φέρονται να φώναζαν κατά την υποχώρηση στην ενδοχώρα–, και του κακού σχεδιασμού. Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί και η απροθυμία της άρχουσας τάξης που διαβλέπει ότι η οθωμανική αντίδραση θα είναι άμεση και βίαιη.
Ωστόσο, τα γρανάζια του επαναστατικού μηχανισμού τίθενται σε κίνηση στις 11 Μαρτίου 1822 με την απόβαση του εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών που αριθμεί 1.500 άνδρες χωρίς σημαντικό εξοπλισμό.
Οι περίπου 3.000 Τούρκοι της Χίου κλείνονται στο κάστρο που πολιορκείται χωρίς επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια στρατολόγησης του πληθυσμού της υπαίθρου.
Ο κίνδυνος να χαθεί η κυριαρχία στο εύφορο νησί εξαγριώνει τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Άλλωστε θεωρεί ότι πρόκειται για προσωπική προσβολή, καθώς το φόρο από τα μαστιχόδεντρα τον εισπράττει η αδερφή του. Έτσι η πρώτη του εντολή είναι ο αποκεφαλισμός 60 Χιωτών της Κωνσταντινούπολης.
Η δεύτερη είναι να πάει στο νησί ο οθωμανικός στόλος υπό τον Καρά Αλή. Μετά από έντονο κανονιοβολισμό, περίπου 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία αποβιβάζονται στις 30 Μαρτίου 1822, χωρίς να συναντήσουν σημαντική αντίσταση. Με την άφιξη του εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχωρούν, με εξαίρεση ένα τμήμα των Ψαριανών που παρακολουθεί από απόσταση.
Ακολουθούν σκηνές θρήνου. Πυρπολούνται τα περίχωρα και η πρωτεύουσα του νησιού. Άμαχος πληθυσμός σφαγιάζεται, ακόμα και παιδιά κάτω των 3 ετών. Εξαιρούνται μόνο όσοι δέχονται να ασπαστούν το ισλάμ.
Αγόρια έως 12 ετών, κορίτσια από 3 ετών και γυναίκες έως 40 ετών πωλούνται σε σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης από εβραίους δουλέμπορους.
Ο Ολλανδός διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη Γκασπάρ Τέστα γράφει προς τον υπουργό των Εξωτερικών: «Το πιο σπαρακτικό θέαμα είναι τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα που έφεραν από τη Χίο. Αγόρια και κορίτσια σέρνονται στους δρόμους δεμένα το ένα με το άλλο και οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα. Κοπέλες κρατούσαν στο χέρι ένα χαρτί με το όνομα των Τούρκων κυρίων τους που έμειναν στην Χίο. Μη μπορώντας να τις συνοδέψουν οι ίδιοι, τις έστειλαν στη διεύθυνση των σπιτιών τους στην Πόλη».
Κατά τη γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental, έως τις 10 Μαΐου 1822 στο τελωνείο της πόλης είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 σκλάβους.
Ταυτόχρονα, τα παιδιά οδηγούνταν κατά ομάδες για εξισλαμισμό. Ο Άγγλος κληρικός Γουόλς αναφέρει ότι «μέσα σε μια μέρα έγιναν περισσότεροι προσηλυτισμοί από το Ευαγγέλιο στο Κοράνι απ’ όσοι απ’ το Κοράνι στο Ευαγγέλιο σε έναν αιώνα».
«Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν» έγραφε, από τη μεριά του, ο Τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς, ο οποίος μαζί με την αναφορά του για την ανακατάληψη του νησιού έστειλε στην Κωνσταντινούπολη πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία με κομμένα αυτιά, διατηρημένα στην άλμη, μέσα σε βαρέλια. Η μακάβρια αυτή απόδειξη αποφέρει υψηλά κέρδη όταν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκουν σε αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς.
Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλονίζει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Σημαντικό ρόλο παίζει και ο Ευγένιος Ντελακρουά με τον ομώνυμο πίνακα που εκτίθεται στο Παρίσι, όπως και οι φρικιαστικές περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων σε ευρωπαϊκές εφημερίδες και οι θρήνοι ποιητών (Ουγκό, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ).
Το φιλελληνικό κίνημα φουντώνει και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων σπεύδει στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσει τα στρατιωτικά σώματα.
Η εκδίκηση του Κανάρη
Μιας και ο ελληνικός στόλος είναι πολύ μικρότερος από τον οθωμανικό δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει σε μάχη. Για αυτό το λόγο λαμβάνεται η απόφαση από τους Έλληνες να εκδικηθούν την καταστροφή της Χίου με πυρπολικά.
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά και ο Ανδρέας Πιπίνος από την Ύδρα κατορθώνουν με να μπουν μέσα στο λιμάνι τη νύχτα της 6ης Ιουνίου 1822. Οι Τούρκοι γιορτάζουν το Μπαϊράμι με γλέντια στα πλοία· στη ναυαρχίδα του στόλου ο Καρά Αλής έχει καλέσει όλους τους αξιωματικούς.
Το πυρπολικό του Κανάρη κολλάει στη ναυαρχίδα, ενώ του Πιπίνου που είχε ως στόχο την υποναυαρχίδα τελικά παρασύρεται από τον αέρα.
Η μία φωτιά, όμως, αποδεικνύεται αρκετή, καθώς γρήγορα εξαπλώνεται στην μπαρουταποθήκη και το πλοίο τινάζεται στον αέρα. Περίπου 2.000 Τούρκοι σκοτώνονται, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο αρχηγός του στόλου που χτυπημένος από ένα καιόμενο κατάρτι μπήκε σε μία βάρκα και ξεψύχησε μόλις έφτασε στην ακτή.
Το κατόρθωμα αυτό ενθουσίασε την Ελλάδα και όλο τον κόσμο και ενέπνευσε πολλούς σημαντικούς ξένους λογοτέχνες και καλλιτέχνες.