Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της δράσης του επονομαζόμενου «σφαγέα των Ποντίων» Τοπάλ Οσμάν παρουσίασε ο συγγραφέας Σαΐτ Τσετίνογλου στο διεθνές συνέδριο που διοργανώνει η Εύξεινος Λέσχη Ποντίων Νάουσας – Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρουπόλεως «Ο Κυριακίδης». Μπορεί ο ίδιος να μην κατάφερε λόγω ενός έκτακτου οικογενειακού προβλήματος να δώσει το παρών, ωστόσο την εισήγησή του διάβασε στο κοινό η συνεργάτιδά του Ήρα Τζούρου.
Ο διεθνούς φήμης διανοούμενος και ακτιβιστής επικεντρώθηκε στην «αιματηρή μεταφορά κεφαλαίων» στις αρχές του 20ού αιώνα, ταυτόχρονα με τη φυσική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.
Ενορχηστρωτής ήταν ο Τοπάλ Οσμάν (Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ το πραγματικό του όνομα, ο τραυματισμός του στο πόδι στον Βαλκανικό Πόλεμο του έδωσε το παρατσούκλι τοπάλ, δηλαδή χωλός/κουτσός). Έμπιστος του Μουσταφά Κεμάλ, συνέχισε τη δράση του ως ηγέτης παραστρατιωτικών ομάδων προκειμένου να «καθαρίσει τον Πόντο από τους Έλληνες», όπως προθυμοποιήθηκε, και ανελίχθηκε μέχρι το αξίωμα του δημάρχου Κερασούντας.
Χρησιμοποιώντας τον επίσημο εμπορικό κατάλογο Annuaire Oriental και αναζητώντας δημοσιεύματα από την εφημερίδα Yeşil Gireson, ο Σαΐτ Τσετίνογλου συνέκρινε τις διαφορές στην επαρχία Κερασούντας το 1914 και το 1922, κατά τη διάρκεια δηλαδή της Γενοκτονίας Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου (1914) στην ομώνυμη πόλη-λιμάνι των 19.000 κατοίκων κυριαρχούσαν εμπορικά οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, και μάλιστα πρωταγωνιστούσαν σε διεθνείς αγορές – για παράδειγμα, οι Μαυρίδης και Πισανίδης ήταν υπολογίσιμες δυνάμεις στο εμπόριο φουντουκιών. Όμως μετά το 1922, όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, η εμπορική ζωή ήταν συρρικνωμένη, ενώ εργασιακοί κλάδοι και επαγγέλματα αφανίστηκαν μαζί με τους χριστιανούς.
«Άλλη μια πικρή πραγματικότητα του έτους 1922 είναι η διακοπή της σχέσης της Κερασούντας με τον εξωτερικό κόσμο» συμπέρανε, σημειώνοντας ότι ουσιαστικά υπήρξε ένας οικονομικός στραγγαλισμός της πόλης χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά ο αριθμός των κατοίκων της, παρά μόνο η σύνθεσή τους. Στο Annuaire Oriental εκείνης της χρονιάς δεν υπήρχαν ούτε Έλληνες ούτε Αρμένιοι.
«Αυτή την κατάσταση μπορούμε να την αναγνώσουμε ως “το θαύμα του Τοπάλ Οσμάν”. Η Κερασούντα “εθνικοποιήθηκε”. Δεν θα υπερβάλαμε αν λέγαμε πως οι κάτοικοί της εξαιτίας του Τοπάλ Οσμάν απέκτησαν ευκαιρίες που ούτε καν είχαν ονειρευτεί. Για το λόγο αυτό οι σημερινοί Κερασούντιοι τον οικειοποιούνται ως ήρωα» εξήγησε ο Σαΐτ Τσετίνογλου.
Αλλά και ο ίδιος ο Τοπάλ Οσμάν «οικειοποιήθηκε» την Κερασούντα: Το 1922 ο μεγάλος του αδερφός εμφανίστηκε μεταξύ των ισχυρών εμπόρων της πόλης, ενώ περιουσίες ελληνικές και αρμενικές μοιράστηκαν σε συγγενείς τους που ξαφνικά απέκτησαν οικονομικό κύρος.
Άλλωστε μέλη της οικογένειας Ζαντελέρ ήταν ιδρυτές του Συνδέσμου Υπεράσπισης των Νομικών Δικαιωμάτων της Κερασούντας, που δημιουργήθηκε για την προστασία των περιουσιών που κατασχέθηκαν από μουσουλμάνους, διασφαλίζοντας ότι θα υπάρξει ατιμωρησία για τα όσα συνέβησαν στους πραγματικούς κατόχους.
Επίσης, ο Τοπάλ Οσμάν εμφανίστηκε ως ιδιοκτήτης της περιουσίας του Μιχαλάκη Μαυρίδη, αφότου απαγχονίστηκε μετά την καταδίκη του από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας. (Μετά το θάνατό του η Vatan έγραψε για τον δήμαρχο Κερασούντας ότι η κληρονομιά που άφησε ήταν της τάξης των 500.000 λιρών.)
Κάθε διαταγή του ήταν νόμος –όποιος, άλλωστε, δεν πειθαρχούσε έχανε τη ζωή του–, και διά λόγου μοιράστηκαν σπίτια και χωράφια που μόλις δημιουργήθηκε το τουρκικό κράτος δηλώθηκαν επίσημα στο κτηματολόγιο από τους νέους ιδιοκτήτες.
Από την έρευνα του Σαΐτ Τσετίνογλου προέκυψε ακόμα ότι περιουσίες Ελλήνων και Αρμενίων που είτε δολοφονήθηκαν, είτε έφυγαν πρόσφυγες από την Κερασούντα, είτε δεν ανήκαν στους ανταλλαγέντες, βγήκαν σε δημοπρασίες.
«Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η Κερασούντα στην Τουρκία υπήρξε ένα εργαστήριο τουρκοποίησης/μουσουλμανοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό που παρακάμπτει –ή αγνοεί– η τουρκική οικονομική ιστορία στη μεταφορά κεφαλαίου είναι ολοφάνερη στην περίπτωση της Κερασούντας: 3.000 Αρμένιοι και 8.500 Έλληνες ξεριζωθήκαν από τα ιστορικά τους εδάφη ενώ ταυτόχρονα κατασχέθηκαν οι περιουσίες τους. Από αυτή την άποψη η πόλη είναι η μαύρη σελίδα της οικονομικής ιστορίας που γράφτηκε από τον Τοπάλ Οσμάν», κατέληξε.