Οι εικόνες του όμορφου κήπου με τα οπωροφόρα δέντρα έξω από το χάνι του παππού του, πρακτικού γιατρού Λευτέρη Παπαηλιάδη, που βρισκόταν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, δίπλα στο σταυροδρόμι προς το ιερότερο μνημείο του ποντιακού ελληνισμού, καθώς και τα πανηγύρια των Ποντίων κάθε Δεκαπενταύγουστο στο χάνι πριν από τον ξεριζωμό, χαράχτηκαν στο παιδικό μυαλό του ομότιμου σήμερα καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Στάθη Πελαγίδη, όταν άκουγε τη μητέρα του να διηγείται ιστορίες και να μιλάει με περίσσια θέρμη για την πατρίδα.
Στα 46 του χρόνια, το 1982, ο Στάθης Πελαγίδης κατάφερε να βρεθεί για πρώτη φορά στη ζωή του στον Πόντο, σε μία εκδρομή της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια συνομιλίας του με τον Τούρκο τότε διοικητή της Αστυνομίας της Τραπεζούντας, δέχθηκε την πρόταση να τον οδηγήσει ο τελευταίος στο σημείο που βρισκόταν το χάνι του παππού του.
«Με πήγε και κατάφερα να εντοπίσω τα χαλάσματα. Με βαθιά συγκίνηση έσκυψα και πήρα λίγο χώμα, για να το φέρω στη μητέρα μου. Μόλις το είδε εκείνη, το κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της και το φιλούσε. Της πήρα κι ένα δοχείο, ένα από αυτά που οι Πόντιοι μάζευαν το γάλα πριν το ξεριζωμό, το οποίο έγραφε επάνω “Ματσούκα”». Ήταν η υλοποίηση της υπόσχεσης που έδωσε στον εαυτό του ο καθηγητής. Nα φέρει χαρά στη μητέρα του και να την «ταξιδέψει» στον τόπο που γεννήθηκε κι έζησε μέχρι τα 18 της χρόνια.
Από την Ματσούκα στην Οινόη Καστοριάς
Στον προσφυγικό οικισμό Οινόη της Καστοριάς γεννήθηκε το 1936, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Στάθης Πελαγίδης.
Ένας άνθρωπος ο οποίος, εκτός από το πολύ μεγάλο συγγραφικό έργο του, τις ομιλίες του και την έρευνά του για τον ποντιακό αλλά και γενικότερα τον προσφυγικό ελληνισμό, έφερε στη δημοσιότητα, στον δημόσιο διάλογο αλλά και ως αντικείμενα έρευνας, πτυχές που μέχρι τότε ήταν πολύ λίγο γνωστές ακόμα και για την επιστημονική κοινότητα, όπως λεπτομέρειες για τη μετακίνηση των Ποντίων προς τη Ρωσία και την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και για την εγκατάσταση των παλιννοστούντων στην Ελλάδα.
Οι γονείς του γεννήθηκαν και πέρασαν τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής τους στο χωριό Κούτουλα της Ματσούκας του Πόντου, κοντά στο Λαραχανί και σε απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Ο Στάθης Πελαγίδης δεν γνώρισε τον πατέρα του, αφού πέθανε λίγους μήνες προτού γεννηθεί, με αποτέλεσμα τα τρία παιδιά της οικογένειας να τα μεγαλώσει η μητέρα του που έμεινε χήρα μόλις 31 ετών.
«Δεν θυμάμαι ποτέ τη μητέρα μου να μας μιλάει για τα τραγικά γεγονότα της Γενοκτονίας, αλλά και για τα δύσκολα χρόνια στον Πόντο πριν τον ξεριζωμό. Τη θυμάμαι πάντοτε να μιλάει με θέρμη και με πολύ όμορφα λόγια και αισθήματα για τον Πόντο. Δεν έλεγε ποτέ “στην Τουρκία”. Πάντοτε έλεγε “στην πατρίδα”», τονίζει.
Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πέρασε για δεύτερο πτυχίο, το 1973, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Από νεαρός καθηγητής έγραφα κάποια κείμενα για τον Πόντο και κυρίως για τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγία Σουμελά του Πόντου, καθώς και για τον εορτασμό την ίδια μέρα στο Βέρμιο. Το πρώτο μου κείμενο το δημοσίευσα στην εφημερίδα Νέα Καστοριά το 1964, ενώ για ένα διάστημα διετέλεσα και πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης Καστοριάς. Όμως, άρχισα να ερευνώ διεξοδικά και σε βάθος για τον ποντιακό ελληνισμό, μόλις πήρα το πτυχίο μου από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας», λέει ο Στάθης Πελαγίδης.
Στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε το 1976 και εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολείο της Άνω Πόλης. Ένα χρόνο μετά άρχισε να διδάσκει στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο έμεινε για είκοσι χρόνια.
«Άνοιξε» το κεφάλαιο της μετακίνησης των Ποντίων στη Ρωσία
Ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη ο Στάθης Πελαγίδης, έμενε για κάποιο διάστημα στον «Οίκο του Ακρίτα» της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Όπως λέει, η τελευταία αποτέλεσε την «κολυμβήθρα», ώστε να αρχίσει να ευαισθητοποιείται και να ζυμώνεται ολοένα και περισσότερο με τα ποντιακά ζητήματα.
«Στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης μαζευόμασταν επιστήμονες και κουβεντιάζαμε για διάφορα ζητήματα που αφορούσαν τον ποντιακό ελληνισμό. Σε μία από τις ομιλίες μου εκεί αναφέρθηκα στο θέμα της μετακίνησης των Ποντίων προς τις παρευξείνιες περιοχές της Ρωσίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Είμαι ο πρώτος που έκανα επιστημονική έρευνα για το θέμα αυτό και το έφερα στη δημοσιότητα. Η έρευνά μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και άλλων συναδέλφων, οι οποίοι ασχολήθηκαν πολύ ενεργά με το θέμα αυτό στη συνέχεια», τονίζει ο ομότιμος καθηγητής.
Το 1999 ανακηρύχθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και όπως λέει με περηφάνια, είναι ο μόνος καθηγητής στη Δυτική Μακεδονία που δίδαξε ειδικό μάθημα για τον προσφυγικό ελληνισμό, το οποίο δεν περιελάμβανε θέματα μόνο για τους πρόσφυγες του 1923, αλλά και για τους παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση που έφτασαν στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Μακεδονία: Κιβωτός των Ξεριζωμένων Ελλήνων – Η επιτομή του έργου του Στάθη Πελαγίδη
Το βιβλίο που αγαπάει περισσότερο, μεταξύ αυτών που έγραψε, ο Στάθης Πελαγίδης και αποτελεί κατά τον ίδιο την επιτομή του συγγραφικού του έργου είναι το Μακεδονία: Κιβωτός των Ξεριζωμένων Ελλήνων. Το συνέγραψε μετά από έρευνα τριάντα χρόνων και προχωρώντας και σε ανασκαφές σε διάφορες περιοχές. «Η έρευνα ήταν πολύχρονη και πολύ βαθιά. Έγινε σε 1.385 προσφυγικούς οικισμούς της Μακεδονίας και αφορούσε περισσότερους από 700.000 πρόσφυγες. Δεν ισχύει επ’ ουδενί ότι οι πρόσφυγες έκαναν ελληνική τη Μακεδονία. Η Μακεδονία ήταν ήδη ελληνική και γι’ αυτό οι πρόσφυγες την επέλεξαν, για να εγκατασταθούν. Γνώριζαν πολύ καλά ότι πήγαιναν σε ελληνική περιοχή. Μέχρι και σε αρχεία της Γενεύης προσέτρεξα για να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο», λέει ο Στάθης Πελαγίδης.
Το πρώτο μεγάλο βιβλίο του για τον προσφυγικό ελληνισμό ήταν το διδακτορικό του, το οποίο συνέγραψε το 1993 και αφορούσε τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Μακεδονία, περίπου 72.000 ψυχές.
«Ήταν το πρώτο… διαβατήριο για τους πρόσφυγες. Όλοι τους περίμεναν να γραφεί το έπος τους, όπως έλεγε και ο Μοργκεντάου», λέει με χαμόγελο ο Πόντιος πανεπιστημιακός.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1995 συνέγραψε βιβλίο για τους πρόσφυγες όλης της χώρας, οι οποίοι έφτασαν στην Ελλάδα το 1923. Επίσης, βιβλίο-σταθμός στο συγγραφικό έργο του Στάθη Πελαγίδη είναι το Η Ελλάδα των Πολιτισμών. Ολοκληρώθηκε το 2000 και αναφέρεται στους Έλληνες παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Συνολικά ο Στάθης Πελαγίδης συνέγραφε 25 βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία αφορούν τον ποντιακό ελληνισμό, αλλά και γενικότερα τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Ο ηρωικός Πόντος – Αλησμόνητες πατρίδες
Τη δεκαετία του ’90 ο Στάθης Πελαγίδης συνέγραψε το βιβλίο Ο ηρωικός Πόντος, στο οποίο αναφερόταν σε χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τον ποντιακό ελληνισμό από τους υπόλοιπους Έλληνες πρόσφυγες.
«Μόνο στον Πόντο υπήρχε αντάρτικο και μόνο ο Πόντος ήταν αυτοκρατορία, πριν πέσει στα χέρια των Τούρκων. Αναφέρομαι στην Αυτοκρατορία των Κομνηνών. Επίσης, μόνο στον Πόντο υπήρχε κίνημα για τη Δημοκρατία, το Συμβούλιο του Πόντου, αλλά και μία εξόριστη κυβέρνηση και Βουλή, στο Βατούμ, Τέλος, μόνο ο Πόντος είχε τη δική του σημαία και μόνο στον Πόντο εκδίδονταν ουσιαστικά Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αυτή που ετοίμαζε ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου.
»Στο Πόντο τα πάντα ήταν έτοιμα, αλλά οι μεγάλες δυνάμεις δεν ήθελαν να δημιουργηθεί αυτόνομο ή ανεξάρτητο κράτος. Επίσης, η ποντιακή διάλεκτος ήταν αυτή που βοήθησε να μην αφομοιωθούν οι Έλληνες στις παροικίες που βρέθηκαν μετέπειτα. Ξέρουμε ότι στη Δυτική Ευρώπη έχουν μείνει μόνο μνημεία και μνήματα από εκείνη την εποχή, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αφομοιώθηκε», υπογραμμίζει ο Στάθης Πελαγίδης.
Η κλήση από τη Βουλή των Ελλήνων
Το 2003 ο τότε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Απόστολος Κακλαμάνης, αναγνωρίζοντας το τεράστιο έργο του Στάθη Πελαγίδη για τον ποντιακό ελληνισμό, τον κάλεσε και συμπεριλήφθηκε στην επιτροπή που συγκροτήθηκε, προκειμένου να αξιολογηθεί το πολύ μεγάλο έργο του επίσης ομότιμου σήμερα καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Κωνσταντίνου Φωτιάδη «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Η επιτροπή αξιολόγησης ήταν εξαμελής.
«Δώσαμε έπαινο στο έργο του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη. Καταλήξαμε ότι έργο σαν κι αυτό δεν ξαναγράφηκε στην Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την πληρότητα, το αποτέλεσμα, το μεθοδολογία, τη χρήση των πηγών και την έρευνα», λέει ο καθηγητής.
Στο πλαίσιο του συγγραφικού του έργου για την ιστορία του χωριού που γεννήθηκε, της Οινόης Καστοριάς, ανακάλυψε ότι 16 από τους συγχωριανούς του συμμετείχαν στο αντάρτικο στον Πόντο.
«Έγραψα στον περιφερειάρχη και στο δήμαρχο και τους ζήτησα να γραφτούν σε μία στήλη τα ονόματά τους. Αυτό θα αποτελέσει μάθημα και για τις επόμενες γενιές. Μου υποσχέθηκαν ότι αυτό θα γίνει και θα κάνουμε μία λαμπρή τελετή για να τους τιμήσουμε», καταλήγει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης