«Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν΄ αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά µου και να λένε “Έχωµεν αγώνες πατρικούς, έχωµεν θυσίες”, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να µπαίνουν σε φιλοτιµίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας».
Με αυτά λόγια ολοκληρώνει τα Απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης συναισθανόμενος το θουκυδίδειο «κτῆμα ἐς αἰεί» πλέον των δύο χιλιετιών μετά, αλλά σαν να μην πέρασε μία ημέρα. Αυτοσυνειδησία και ταπεινότητα («ΑΝ είναι αγώνες και θυσίες»), η οποία προεκτείνεται ως βίωμα διαμέσου των χιλιετιών, προσήλωση στην περιγραφή χωρίς να αγνοούνται οι φορτίσεις των μνημών και της άδολης φιλοπατρίας.
200 χρόνια μετά, στεκόμαστε υπερήφανοι απέναντι στο μεγαλείο Ανθρώπων, γεμάτων ελαττώματα και αδυναμίες, αλλά ψυχή τε και σώματι ενταγμένων στην ομηρική διαχρονία του ελληνισμού. Με φόβους, αλλά και με σκοπό. Με βαθιά γνώση της ετερότητάς τους, χωρίς πολλοί εξ αυτών να γνωρίζουν καν γραφή και ανάγνωση. Ήταν πεπεισμένοι ότι «έρχονται από μακριά», ωστόσο δε λησμονούσαν την προέλευσή τους, όχι ως κάποιου είδους εμμονή ή κανόνα που έπρεπε χωρίς λόγο να τηρηθεί, αλλά ως πρακτική αναγκαιότητα, ως καθήκον προς τις επόμενες γενεές.
Επιθυμούμε να καταστούμε ισότιμα μέλη της διεθνούς κοινωνίας και να είμαστε ελεύθεροι να τελούμε τα ήθη και τα έθιμά μας, να αποκτούμε περιουσία ή να μορφωνόμαστε χωρίς χειραγωγήσεις και δεσμεύσεις, ο θεσμικός φορέας οργάνωσής μας να αντλεί νομιμότητα από τη δική μας ιστορική ταυτότητα, τις δικές μας συλλογικές ανάγκες, τις δικές μας προτεραιότητες και ανησυχίες… Τόσο απλά αιτήματα προς αποδέσμευση από τη ζοφερή πραγματικότητα της οσμανοκρατίας όπως την περιγράφει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής στο μνημειώδες έργο του Οσμανική πραγματικότητα αποδομώντας το επιχείρημα περί «οσμανικής ανοχής έναντι των χριστιανικών στοιχείων»:
«Η τέλεση της λατρείας από τους χριστιανούς θεωρήθηκε πρόκληση για τους μουσουλμάνους, οι οποίοι μπορούσαν να αντιδράσουν ανά πάσα στιγμή. Η πρόκληση, όμως, αυτή ήταν δυνατό να εκλείψει αν οι χριστιανοί κατέβαλλαν ορισμένο ποσό στους ιθύνοντες που καταπράυναν τα πλήθη. Μόνο ο τζιζγιές των μη μουσουλμάνων κάλυπτε μέχρι και το 40% των συνολικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού […] Η απειλή ομαδικών εξισλαμισμών σύμπαντος του χριστιανικού ποιμνίου χρησιμοποιήθηκε όχι γιατί υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί (τούτο θα σήμαινε άλλωστε σφαγή της χρυσοτόκου όρνιθος) αλλά ως πρόσχημα για να αποσπαστούν χρήματα προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί».
200 χρόνια μετά, το μήνυμα παραμένει επίκαιρο: Εθνική ενότητα και ομοψυχία, υπερηφάνεια για όσα καταφέραμε και όσα θα καταφέρουμε, διδαχή και παραδειγματισμός από όσα δεν καταφέραμε και εξακολουθούμε να μη θέλουμε να καταφέρουμε.
Χρόνια Πολλά!