Με «σώμα» ένα κρεμμύδι ή μία πατάτα, διακοσμημένος με επτά φτερά (όσες και οι εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής), ένα σκοινάκι περασμένο για να κρεμαστεί από το ταβάνι και ζωγραφισμένα μάτια για να έχει… αυστηρό ύφος, ο κουκαράς έκανε την εμφάνισή του στα σπίτια των Ποντίων την Καθαρά Δευτέρα.
Οι οικογένειες στη συντριπτική τους πλειοψηφία συνήθιζαν να κρατούν αυστηρή νηστεία. Ο κουκαράς θύμιζε στους μικρότερους αυτή την υποχρέωση.
Οι μητέρες προσπαθούσαν να τον κάνουν όσο πιο τρομακτικό μπορούσαν, γι’ αυτό και τον κρεμούσαν από το ταβάνι, για να δίνει την αίσθηση ότι «βλέπει τα πάντα». Επίσης, κάθε φορά που κουνιόταν (είτε από τον αέρα είτε επειδή τον φυσούσαν με τρόπο) αποκτούσε μεγαλύτερες διαστάσεις στην παιδική φαντασία.
Η απειλή ήταν πως όποιος δεν τηρούσε τη νηστεία θα ήταν αντιμέτωπος με την τιμωρία από αυτό το «σκιάχτρο» της Σαρακοστής. Κάθε εβδομάδα αφαιρούσαν και ένα φτερό· έτσι ήξεραν πόσες ημέρες υπολείπονταν μέχρι το Πάσχα.
Για το έθιμο υπήρχε το ρητό: «Ρίζα μ’, ωρία παίρετεν τυρίν για βούτερον και τρώτεν, αμάν θα χολιάσκεται και θα σείεται ο κουκαράς!».
Χαρακτηριστική η λέξη της ποντιακής διαλέκτου είναι αυτή που προέρχεται από το άγριος+τερώ. Αγροτερίδ’, αγρετερίδ’ ή αγριτερίδ’ σημαίνει αυτό που προκαλεί έντονο φόβο σε κάποιον μόνο και που το βλέπει.