Επίσημο είναι πλέον πως η AstraZeneca δεν θα παραδώσει όλα τα εμβόλια που έχει συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση!
Επικαλούμενος «περιορισμούς στις εξαγωγές», ο βρετανοσουηδικός όμιλος γνωστοποίησε σήμερα πως «είναι στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσει τη μείωση των παραδόσεων εμβολίων για την Covid-19 στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η εταιρεία υποστηρίζει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στα εμβόλια που παρασκευάζονται εκτός της ΕΕ. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορέσει να παραδώσει παρά μόνο 100 εκατομμύρια δόσεις εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους, δηλαδή μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Αυτό σημαίνει ότι κατά το δεύτερο τρίμηνο θα παραδώσει μόνο 70 εκατομμύρια δόσεις αντί για 180 που προβλεπόταν αρχικά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέφυγε νωρίτερα να αναφέρει τον αριθμό των δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca που αναμένεται να παραδοθούν στην ΕΕ, περιοριζόμενη να σημειώσει ότι συνεχίζει, μαζί με τις χώρες μέλη, τις συζητήσεις με την εταιρεία.
Ως αποτέλεσμα αυτής της μείωσης στις παραδόσεις, η Θουριγγία θα αναβάλει προσωρινά την εφαρμογή ενός πιλοτικού σχεδίου, με βάση το οποίο οι γενικοί γιατροί θα ξεκινούσαν από τα τέλη Μαρτίου να εμβολιάζουν τον πληθυσμό. Το σχέδιο αυτό αφορούσε κυρίως τους ηλικιωμένους που ζουν στο σπίτι τους και όχι σε οίκους ευγηρίας. Η υπουργός Υγείας του κρατιδίου, Χάικε Βέρνερ, χαρακτήρισε «απολύτως απαράδεκτη» τη μείωση των παραδόσεων.
Ήδη αυτή την εβδομάδα, Δανία, Ισλανδία, Νορβηγία και Βουλγαρία αποφάσισαν να αναστείλουν προσωρινά τους εμβολιασμούς με το σκεύασμα της AstraZeneca, μετά τις περιπτώσεις σοβαρών θρομβώσεων που αναφέρθηκαν, ενώ η Ταϊλάνδη ανέβαλε την έναρξη της δικής της εκστρατείας. Ωστόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ωστόσο διαβεβαίωσε την Παρασκευή ότι «δεν υπάρχει λόγος να μην χρησιμοποιείται» το συγκεκριμένο εμβόλιο.
Η ανακοίνωση ενισχύει την ανησυχία πολλών ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με την άνιση κατανομή των δόσεων, με δεδομένο πως οι συνομιλίες με τις φαρμακευτικές εταιρείες δεν πραγματοποιούνται όπως πρέπει. Μόλις σήμερα οι ηγέτες πέντε χωρών, Αυστρία, Τσεχία, Σλοβενία, Βουλγαρία και Λετονία, ζήτησαν να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατόν μια συζήτηση, στα ηγετικά όργανα της ΕΕ, για τις «τεράστιες ανισότητες» στην κατανομή των δόσεων.