«Διαβάζω τις ευχές σας, μια βροχή από καλά λόγια και ζεσταίνεται η καρδιά μου. Να ‘στε καλά. Μ’ έκανε η μάνα μου ψιλόφλουδο κι ευαίσθητο και τα λόγια σας τα επαινετικά αγγίζουν την ψυχή μου. Συγχωρέστε μου κάτι κρυφά δάκρυα που δεν μπορώ να συγκρατήσω. Δεν το μπορώ γιατί είμαι γέρος πια. Αλλά είμαι ευτυχής, είμαι πλήρης. Το μερτικό μου από τον έπαινο το έχω πάρει εδώ και χρόνια και με το παραπάνω… ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»…
Με αυτά τα λόγια ευχαρίστησε ο Νίκος Ξανθόπουλος, σήμερα,14 Μαρτίου, όλους όσοι τον αγαπούν. Ο ποντιακής καταγωγής ηθοποιός γίνεται, σήμερα, 87 ετών και το γιορτάζει με την οικογένειά του και τους χιλιάδες διαδικτυακούς του φίλους.
Επτά χρόνια πριν, με αφορμή και πάλι τα γενέθλιά του μοιραζόταν ακόμα μία σκέψη του.
«Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω 80 ετών. Για δες, λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουν, όταν 9 χρονών σε είχαν φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι. Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι. Τώρα όπως είμαι απάνω-απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω: Μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου»….
Ζωή καλύτερη από σενάριο
Και όμως στα 9 του χρόνια όντως είχε φυλακιστεί από τους Γερμανούς μαζί με τη μητέρα του. Μιλάμε φυσικά για το 1943 μέσα στην γερμανική κατοχή, που όπως όλη η χώρα προσπαθεί να επιβιώσει. Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε από Πόντιους γονείς, στη Νέα Ιωνία. Η οικογένεια του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ο πατέρας του έκανε διάφορες δουλειές, από ψαράς μέχρι τσαγκάρης και αυτές όταν ήταν κοντά στην οικογένειά του.
«Ο πατέρας μου ήταν μυστήριος άνθρωπος ανήσυχος. Όταν έφυγε στο βουνό απομείναμε μόνοι σε ξένο τόπο. Έπιασα εγώ δουλειά στην τράτα, στο πόδι του. Τι δουλειά δηλαδή, μισό μερτικό έπαιρνα, μια χούφτα ψάρια. Τι μπορούσα να προσφέρω οχτώ χρονών ψαράς. Πάλι καλά. Έκανα διάφορες βοηθητικές δουλειές, έπλενα το καΐκι, κουβάλαγα τις κουλούρες τα σκοινιά, κράταγα την τσίμα απ’ τη στεριά να καλάρει η τράτα», έγραψε κάποια στιγμή ο Νίκος Ξανθόπουλος, αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια.
Ο πατέρας του Νίκου Ξανθόπουλου, ήταν αντιστασιακός και συνήθιζε να εξαφανίζεται για αρκετό καιρό, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη. Δεν ήταν όμως μόνος ο ίδιος στο στόχαστρο, αλλά και όλη η οικογένεια, η οποία δεν κατάφερε να γλιτώσει.
Σημειολογικά ήδη βλέπουμε τους πρώτους σπόρους από τα σενάρια των ταινιών, που λίγο αργότερα τον έκαναν πρώτο όνομα. Οι χαμένες πατρίδες, η φτώχεια, ο αδικημένος ήρωας που λες και το σύμπαν τον έχει στο μάτι, η ηρωική μάνα. Μόνο που εδώ μιλάμε για αληθινή ζωή.
Τα όνειρα και το Εθνικό Θέατρο
Ένα παιδί λοιπόν μεγαλώνει στην ταραγμένη δεκαετία του ’40. Κατοχή, μετά εμφύλιος, φτώχεια και ο μικρός Νίκος ψάχνει να βρει διέξοδο, να ονειρευτεί. Από παιδί είχε μεγάλη αγάπη στα λογοτεχνικά βιβλία και ήθελε να γίνει φιλόλογος. Την περίοδο εκείνη δεν ήταν εύκολο για ένα παιδί φτωχής οικογένειας να διαβάζει λογοτεχνία, καθώς τα βιβλία αποτελούσαν είδος πολυτελείας και κόστιζαν πολύ ακριβά. Ο Ξανθόπουλος όμως ήταν «προνομιούχος», επειδή είχε γείτονα έναν τυπογράφο, ο οποίος του δάνειζε βιβλία. Η τύχη και το μυθικό ποντιακό μυαλό, που βρίσκει λύσεις όταν όλα είναι εναντίον του.
Η άλλη του αγάπη ήταν ο αθλητισμός.
Από μικρός έκανε στίβο και είχε καλές επιδόσεις στο τριπλούν και το τρέξιμο μετ΄ εμποδίων.
Το 1952 έπαιζε ποδόσφαιρο στην αγαπημένη του ΑΕΚ.
Και ξαφνικά, Εθνικό θέατρο. Ή μάλλον για αρχή στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το φτωχό παιδί από τη Νέα Ιωνία, βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, μαγικό. Και για να μπει κάποιος τότε στη συγκεκριμένη σχολή, που στην ουσία δεν είχε να ζηλέψει κάτι από πανεπιστήμιο, σημαίνει ότι κάτι υπήρχε. Μόνος του, χωρίς πλάτες ξεκινάει το ταξίδι του στο θέατρο.
Είναι νέος, δουλευταράς, έξυπνος, έχει όνειρα και τα «λέει» όπως λέγεται στη θεατρική γλώσσα. Ζει μποέμικα, ανέμελα, την βγάζει στην γκαρσονιέρα του νεαρού τότε σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη, απαγγέλοντας Κάφκα, ενώ ήδη από τα πρώτα χρόνια θα ανέβει στο θεατρικό σανίδι σε ένα μικρό ρόλο στον Άμλετ.
Στις εξετάσεις των τελειόφοιτων θα ερμηνεύσει Ματωμένο γάμο μαζί με τη μετέπειτα παρτενέρ του, την αξέχαστη Χριστίνα Σύλβα. Και μετά; Κυρία Κατερίνα. Η σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου, το αντίπαλο δέος στο δίπολο Κυβέλη-Κοτοπούλη, η γυναίκα που ήξερε να επιβάλει νέα πρόσωπα στο χώρο. Από Λάμπρο Κωνσταντάρα, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μέχρι Μελίνα (μετά από ένα οδυνηρό στραπάτσο ως πρωταγωνίστρια) και από Αλέκο Αλεξανδράκη μέχρι Νίκο Ξανθόπουλο. Ο τελευταίος θα βγει ως ζεν πρεμιέ στο θίασο της, αρχικά στην κομεντί Βιργινία.
Και μετά ακολουθεί η συνεργασία του με το ίνδαλμα του, Μάνο Κατράκη, στο πρώτο ανέβασμα στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη. Παράλληλα εμφανίζεται σε κάποιες ταινίες, που μάλιστα υποδύεται τον κακό.
Όταν σε θέλει η επιτυχία
1963. Η Ελλάδα ζει την πιο δημιουργική δεκαετία της, ύστερα από χρόνια. Από κοντά και ο ελληνικός κινηματογράφος που ανθίζει και επιβάλει το εγχώριο star system του. Κυρίως μέσα από τη Φίνος Φιλμ, που όμως το κατώφλι της περνάνε λίγοι και εκλεκτοί. Αλλά και άλλες κινηματογραφικές εταιρείες, που ξεφυτρώνουν σε χρόνο dt, αναζητούν και εκείνες μερίδιο στην πιθανή επιτυχία.
Μια από αυτές ήταν και η Κλακ Φιλμς των Καράμπελα-Τεγόπουλου. Ο τελευταίος ήταν και σκηνοθέτης των περισσότερων παραγωγών του. Στη νεοσύστατη εταιρεία αρχικά ο Νίκος Ξανθόπουλος θα παίξει στη ταινία Πληγωμένες Καρδιές, στο ρόλο του κακού κουνιάδου! Και ένα χρόνο αργότερα, στην ταινία Αγάπησα και Πόνεσα, γίνεται πρωταγωνιστής. Και από εκεί ξεκινάει το ανέβασμα στην κορυφή. Το κοινό κυρίως των συνοικιών και της περιφέρειας τον λατρεύει.
Οι ουρές στις αίθουσες που προβάλλονται τα φιλμ του, είναι συνηθισμένη εικόνα, ενώ δεν διστάζει να πρωταγωνιστήσει σε μια σχεδόν 3ωρη ταινία, κάτι αδιανόητο για την εποχή. Και όμως η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου γίνεται τρελή επιτυχία, όπως και οι περισσότερες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Νίκο Ξανθόπουλο, που έμπαινε σφήνα στις παραγωγές των μεγάλων στούντιο της εποχής.
Πετραδάκι-πετραδάκι
Όπως ήταν τότε στην μόδα, στις ελληνικές ταινίες έπαιζε πολύ τραγούδι κυρίως λαϊκό. Και όπως φάνηκε ο Νίκος Ξανθόπουλος, είχε πολύ ωραία λαϊκή φωνή. Και επιστρατεύονται σπουδαίοι δημιουργοί, από τον Απόστολο Καλδάρα μέχρι την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να του γράψουν τραγούδια. Και αυτά γίνονται τεράστιες και διαχρονικές –όπως αποδείχτηκε– επιτυχίες. Και ο ηθοποιός ανεβαίνει στο πάλκο.
Από τα «Δειλινά» δίπλα στην Βίκυ Μοσχολιού μέχρι όλο τον πλανήτη. Εκεί που υπήρχαν Έλληνες, ξενιτεμένοι σαν τους ήρωες που υποδυόταν, που περίμεναν τον «δικό» τους Νίκο, να τον ακούσουν ζωντανά, να τραγουδάει τους πόνους και τους καημούς τους.
Και ενώ στις αρχές των 70ς ο εγχώριος κινηματογράφος καταρρέει, ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν γίνεται ένα «πρώην» κινηματογραφικό είδωλο, που ακολουθεί την πτώση του είδους που τον έκανε πρώτο όνομα. Περιοδείες ανά τον κόσμο, δισκογραφία, λίγο θέατρο, ακόμα λιγότερη τηλεόραση.
Στα 80ς θα πρωταγωνιστήσει και σε βιντεοκασέτες-έπη (καμία σχέση με την προχειροδουλειά των αντίστοιχων της εποχής) με σκηνοθέτη τον Απόστολο Τεγόπουλο, κλείνοντας έτσι το μάτι στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα και αποχαιρετώντας, από άλλο μέσο, το είδος που τον δόξασε, γιατί απλά ήταν ο καλύτερος σε αυτό το είδος.
Τι συνέβη το 1995;
Παρόλες τις «σειρήνες» για συνεργασίες, ο Νίκος Ξανθόπουλος αρνείται να ενδώσει. Όμως στα μέσα των 90ς θα κάνει ένα μικρό comeback. Αρχικά θα πραγματοποιήσει την τελευταία του περιοδεία στην Αυστραλία. Παράλληλα θα πρωταγωνιστήσει στην σειρά του Mega, Στην κόψη του κύματος. Εδώ σαν να κλείνει πάλι το μάτι στην προηγούμενη καριέρα του, θα υποδυθεί έναν ισχυρό εφοπλιστή. Που όμως σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας –είδος που υπηρέτησε με επιτυχία τα πρώτα χρόνια της θεατρικής του καριέρας– γίνεται έρμαιο των παθών αλλά και της μοίρας του.
Και τέλος θα αποχαιρετήσει το σινεμά, με μια διαφορετική ταινία, που δυστυχώς δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα η αξία της. Ούτε στην εποχή της, ούτε σήμερα. Μιλάμε για τον Ορφέα τον Αύγουστο του παλιού του φίλου και συνεργάτη, Γιώργου Ζερβουλάκου. Δίπλα στη Βάνα Μπάρμπα, υποδύεται έναν τραγουδιστή, αυτή την φορά σε πανηγύρια. Το κλείσιμο του ματιού που λέγαμε.
Η ποπ κουλτούρα, μακριά από το αγριεμένο πλήθος
Ακόμα και στην μεγάλη του ακμή, ο Νίκος Ξανθόπουλος, δεν ήταν το φωτογραφημένο είδωλο των εξωφύλλων, των κοσμικών εμφανίσεων και των σκανδάλων. Παρόλα αυτά δεν ξεχάστηκε ποτέ. Τρανό παράδειγμα όταν το 2005 εξέδωσε την βιογραφία του με τίτλο Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα, έγινε μήλο της έριδος ανάμεσα σε δυο δημοσιογράφους –παρουσιαστές, για το ποιος τον έκλεισε πρώτος .
Τότε για την προώθηση του βιβλίου, θα κάνει περιοδεία σε όλη την χώρα. Όπως τότε στα ’60s και ’70s. Απλά αντί για να τραγουδάει στο μικρόφωνο, διάβαζε.
Αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, μια σειρά από διαφημιστικά σποτ όπου ένας ηθοποιός μιμόταν το στυλ και την φωνή του, θα τον επαναφέρουν στην επικαιρότητα.
Ο Κύριος Νίκος Ξανθόπουλος, εδώ και χρόνια δηλώνει αγρότης, ζει σε ένα κτήμα στα Μεσόγεια, με τα 4 παιδιά και τα 5 εγγόνια του. Και βέβαια με την Εριφύλη, τη (δεύτερη) σύζυγο του, που την τιμάει δεόντως στο διαδίκτυο.
Ναι ο Νίκος Ξανθόπουλος έχει σελίδα στα social, όπου θυμάται, γράφει, μοιράζεται με τους διαδικτυακούς του φίλους σκέψεις και γεγονότα, αλλά παράλληλα αυτοσαρκάζεται, ακόμα και για την ηλικία του. Γιατί ο αυτοσαρκασμός είναι προνόμιο των έξυπνων, ακομπλεξάριστων και χορτασμένων ανθρώπων.
Σαν τον ήρωά μας. Χρόνια πολλά Κύριε Ξανθόπουλε!
Σπύρος Δευτεραίος