«Οι “Χάντρες”! Οι πάντες με ξέρουν απ’ αυτό το τραγούδι. Με βλέπουν στο δρόμο και μου λένε: «Αχ, κύριε Χορν, πώς σας θαυμάζουμε». Εγώ νομίζω ότι με θαυμάζουν για τον Άμλετ, για τον Ριχάρδο, αλλά εκείνοι αναφέρονται στις “Χάντρες”. Ε, άει σιχτίρ κι εσείς και οι χάντρες»!
Απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του Δημήτρη Χορν, που είχε δοθεί στον Βασίλη Καββαθά τη δεκαετία του 1990. Ο Δημήτρης Χορν, αν ζούσε, θα ήταν σήμερα 100 χρονών.
DNA ηθοποιού
Ο Δημήτρης-Ελευθέριος Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1921 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν, μητέρα του η ποντιακής καταγωγής Ευτέρπη Αποστολίδου από την Τραπεζούντα και νονά του η ίδια η Κυβέλη!
Ο μικρός Τάκης –όπως τον φώναζαν– μεγαλώνει, λοιπόν, πάνω στο σανίδι και παρακολουθεί πρόβες και παραστάσεις πολύ πριν καταλάβει τον εαυτό του.
«Είχα έναν έρωτα με το θέατρο από μικρό παιδί», θα έλεγε αργότερα. «Έζησα μες στο θέατρο. Την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή ήμουν δύο ετών, σε ένα έργο του πατέρα μου, με την Κυβέλη… Θυμάμαι έντονα τον κόσμο κάτω στην πλατεία. Τη δεύτερη φορά έπαιξα, πάλι με την Κυβέλη. Ήμουν τεσσάρων ετών τότε και έκανα ένα από τα παιδιά της στη Νόρα του Ίψεν», συμπλήρωνε.
Αν και είχε από μικρός το αριστοκρατικό προφίλ, δεν σημαίνει ότι η ζωή του ήταν μέσα στα πλούτη. Παρά τη φήμη που απολάμβανε ο πατέρας του, η ζωή της οικογένειας δεν ήταν πάντα άνετη.
Ο Χορν εξομολογούνταν συχνά ότι όταν ο πατέρας του έκανε επιτυχία έμεναν στη «Μεγάλη Βρετάνια», όταν όμως το έργο πάτωνε εισπρακτικά, η φαμίλια μετακόμιζε σε ένα φτηνό δωματιάκι στο Μεταξουργείο.
«Έζησα πολύ φτωχικά στα παιδικά μου χρόνια, νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δεν με έβλαψε σε τίποτα αυτό», έλεγε.
Οι γυναίκες της ζωής του
Γοητευτικός, γυναικοκατακτητής, αλλά και άνθρωπος που δεν άντεχε την προβολή της προσωπικής του ζωής.
Ο έρωτας που έζησε με την Έλλη Λαμπέτη φιγουράρισε για 7 χρόνια στα εξώφυλλα των περιοδικών.
«Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου», εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του.
Στην ίδια συνέντευξη είχε μιλήσει και για τους δύο γάμους του, τον πρώτο με τη Ρίτα Φιλίππου και τον δεύτερο με την Άννα Γουλανδρή (τη χήρα του Παπάγου) το 1967, στο πλευρό της οποίας παρέμεινε μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατός της το 1988.
«Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλίππου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα. Την δεύτερη μου γυναίκα, την Άννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ», είχε δηλώσει.
Έτερος μεγάλος έρωτας ήταν και με την Εντίθ Πιάφ. Η κορυφαία Γαλλίδα τραγουδίστρια είχε έρθει στην Αθήνα για δύο εμφανίσεις στο «Κοτοπούλη». Γνώρισε τότε τον 25χρονο ηθοποιό με το κυπαρισσένιο ανάστημα που της μιλούσε όμορφα στα γαλλικά και τον ερωτεύτηκε τρελά!
Όταν έφυγε στο Παρίσι, του έγραψε στις 20 Σεπτεμβρίου 1946 μια μακροσκελή ερωτική επιστολή, με την οποία τον καλούσε στη γαλλική πρωτεύουσα («Θα σε περιμένω όσο καιρό χρειαστεί… Σ’ αγαπώ όσο δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Τάκη, μην μου πληγώσεις την καρδιά!»).
Αυτή η ερωτική επιστολή πουλήθηκε το 2008 σε δημοπρασία στην Αθήνα αντί 1.500 ευρώ!
Ο Έλληνας Λόρενς Ολίβιε
Όταν σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Βασίλη Καββαθά, ο τελευταίος του θύμισε ότι τον αποκαλούσαν Έλληνας Σερ Λόρενς Ολίβιε, ο Χορν απάντησε: «Ο καημένος ο μακαρίτης, τον αδικούν πολύ. Ούτε στο νυχάκι του δεν του φτάνω».
Μπορεί να αυτοσαρκαζόταν συνέχεια για τις ερμηνευτικές του ικανότητες, να είχε ζητήσει ακόμα και συγγνώμη από συγγραφείς για τις κατά καιρούς «κακές ερμηνείες» του –όπως έλεγε–, αλλά μιλάμε για έναν μύθο της σκηνής.
Από το ντεμπούτο του το 1940 στην οπερέτα του Στράους Η Νυχτερίδα μέχρι το φινάλε του 1983 στον Αρχιμάστορα Σόλνες, ο προσδιορισμός «μεγάλος ηθοποιός» τον ακολουθούσε πάντα. Λάτρης του κλασικού ρεπερτορίου, δεν αρνήθηκε να περάσει και από διαφορετικά είδη, όπως τη θρυλική Οδό ονείρων όπου ερμήνευσε το τραγούδι- σήμα κατατεθέν της περσόνας, της ζωής και της καριέρας του: «Ηθοποιός σημαίνει φως».
Σινεμά: Λίγο αλλά σπουδαίο
Ο Χορν δεν αγαπούσε το σινεμά, καθώς η ανασφάλεια που ένιωθε για την υποκριτική του κλιμακωνόταν στον κινηματογράφο.
Όπως είχε εξομολογηθεί στον Φρέντυ Γερμανό: «Εγώ δεν αγάπησα ούτε τον εαυτό μου, ούτε την τέχνη μου. Και υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο».
Όταν μάλιστα τον μάλωσε ο Γερμανός γιατί ήταν υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Με έχετε δει στο σινεμά;».
Από τη Φωνή της καρδιάς του 1943 μέχρι το Αλίμονο στους νέους, οι ελάχιστες ταινίες που έπαιξε, τον πέρασαν στην αιωνιότητα αλλά και στις γενιές που δεν τον πρόλαβαν στο σανίδι.
Το 1978 ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στην μεγάλη οθόνη, και μάλιστα υποδυόμενος τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο ομώνυμο φιλμ του Παντελή Βουλγαρη. Τελικά όμως η συνεργασία δεν έγινε. Το φιλμ κυκλοφόρησε στις αίθουσες με τον Μηνά Χρηστίδη στο ρόλο.
Ο δρόμος προς το φινάλε
Η δεκαετία του 1980 τον βρήκε στο θέατρο Κάππα να παίζει σε μια τεράστια επιτυχία. Το Χιτ είναι το διάλειμμα από το κλασικό ρεπερτόριο, με ένα νέο κοινό να κατακλύζει το δρόμο έξω από το θέατρο, όπου γινόταν το αδιαχώρητο. Γιατί ο Χορν ήταν και ποιοτικός και εμπορικός.
Το 1983 ανέβασε την παράσταση που έμελλε να γίνει η τελευταία του. Ο Αρχιμάστορας Σόλνες έλαβε μέτριες κριτικές, αλλά έγινε η εισπρακτική επιτυχία της σεζόν.
Και μετά; Οι φήμες για πιθανή επιστροφή του στο σανίδι έδιναν και έπαιρναν κάθε σεζόν, όμως δεν επιβεβαιώθηκαν.
Ο θάνατος της γυναίκας του, το 1988, τον καταρράκωσε. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να βγαίνει από την μοναξιά. Και το 1993 εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής όπου διάβασε το παραμύθι Ο Πέτρος και ο λύκος.
Άρχισε να πηγαίνει ξανά στο θέατρο, σαν θεατής πια, ενώ μυθικό είναι το σκηνικό όταν ζήτησε αυτόγραφο από τον τότε νέο ηθοποιό Άρη Λεμπεσόπουλο, που τον είχε δει να παίζει στη σκηνή.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του τον χτύπησε η νόσος του αλτσχάιμερ.
Ο Δημήτρης Χορν άφησε την τελευταία του πνοή στις 16 Ιανουαρίου 1998 έπειτα από πολύμηνη και άνιση μάχη με τον καρκίνο. Μετά το θάνατό του καθιερώθηκε στη μνήμη του το Βραβείο Χορν για τους νέους άντρες ηθοποιούς. Για να περάσει και με αυτό τον τρόπο το όνομά του στην αιωνιότητα.